DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject General containing αναλογία | all forms
GreekSpanish
αναλογία αέρα προς καύσιμοrelación aire-combustible
αναλογία αέρος / καυσίμωνrelación aire-combustible
αναλογία ενεργού προς μη ενεργό πληθυσμόtasa de población activa
αναλογία ενεργού προς μη ενεργό πληθυσμόtasa de sostenimiento
αναλογία ενεργού προς μη ενεργό πληθυσμόcoeficiente población activa/población inactiva
στοιχειομετρική αναλογία αέρα/καυσίμουpoder comburente
στοιχειομετρική αναλογία καυσίμου-αέραrelación estequiométrica aire/combustible
στοιχειομετρική αναλογία καυσίμου-αέραrelación combustible-aire estequiométrica
στοιχειομετρική αναλογία καυσίμου-αέραpoder comburente