DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Social science containing Πρωτόκολλο | all forms
GreekSpanish
Προαιρετικό Πρωτόκολλο στη Σύμβαση για την εξάλειψη όλων των μορφών διακρίσεων κατά των γυναικώνProtocolo Facultativo de la Convención sobre la eliminación de todas las formas de discriminación contra la mujer
Πρωτόκολλο "προσηρτημένον εις την Προσωρινήν Ευρωπαϊκήν Συμφωνίαν την αφορώσαν τα συστήματα κοινωνικής ασφαλείας τα σχετικά με το γήρας, την αναπηρίαν και τους επιζώντας"Protocolo Adicional al Acuerdo Provisional Europeo sobre los Regímenes de Seguridad Social relativos a la Vejez, Invalidez y los Sobrevivientes
Πρωτόκολλο "προσηρτημένον εις την Προσωρινήν Ευρωπαϊκήν Συμφωνίαν την αφορώσαν την κοινωνικήν ασφάλειαν, εξαιρουμένων των τομέων του γήρατος, της αναπηρίας και των επιζώντων"Protocolo Adicional al Acuerdo provisional europeo sobre Seguridad Social, con exclusión de los regímenes de vejez, invalidez y supervivencia
Πρωτόκολλο 1996 στη Σύμβαση περί ελαχίστων επιπέδων ασφαλείας των εμπορικών πλοίων, 1976Protocolo de 1996 relativo al Convenio sobre la Marina Mercante Normas Mínimas, 1976
Πρωτόκολλο στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση κοινωνικής ασφάλειαςProtocolo del Convenio Europeo de Seguridad Social
Πρωτόκολλο στον Ευρωπαϊκό Κώδικα κοινωνικής ασφάλειαςProtocolo del Código Europeo de Seguridad Social
Πρωτόκολλο τροποποίησης του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού ΧάρτηProtocolo de enmienda de la Carta Social Europea
Πρόσθετο Πρωτόκολλο "εις την Ευρωπαϊκήν Σύμβασιν περί κοινωνικής και ιατρικής αντιλήψεως"Protocolo Adicional a la Convención Europea de Asistencia Social y Médica
Πρόσθετο πρωτόκολλο στη σύμβαση κατά του ντόπινγκProtocolo adicional al Convenio contra el dopaje
Πρόσθετο Πρωτόκολλο στον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη που προβλέπει μηχανισμό συλλογικών αναφορώνProtocolo Adicional a la Carta Social Europea en el que se establece un sistema de reclamaciones colectivas