DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject General containing Κοινοτική πρωτοβουλία | all forms | in specified order only
GreekSpanish
κοινοτική πρωτοβουλίαiniciativa comunitaria
Κοινοτική πρωτοβουλία που αφορά τη μετατροπή της βιομηχανίας άμυναςIniciativa comunitaria de reconversión militar
Κοινοτική πρωτοβουλία που αφορά την προετοιμασία των επιχειρήσεων για την Ενιαία ΑγοράIniciativa comunitaria relativa a la preparación de las empresas para el mercado único
Κοινοτική πρωτοβουλία που αφορά την προσαρμογή των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων στην ενιαία αγοράIniciativa comunitaria de adaptación de las pequeñas y medianas empresas al mercado único
Κοινοτική πρωτοβουλία που αφορά τις ιδιαίτερα απομακρυσμένες περιφέρειεςIniciativa Comunitaria de Regiones Ultraperiféricas
Κοινοτική πρωτοβουλία που αφορά τις περιφέρειες που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τον τομέα των κλωστοϋφαντουργικών και των ειδών ένδυσηςIniciativa comunitaria relativa a las regiones que dependen estrechamente del sector textil y de la confección
Κοινοτική πρωτοβουλία όσον αφορά την οικονομική ανασυγκρότηση των περιοχών με ανθρακωρυχείαIniciativa comunitaria de transformación económica de zonas mineras del carbón