DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Finances containing Αρχές | all forms
GreekSpanish
έγκριση που χορηγείται από τις τελωνειακές αρχέςautorización concedida por las autoridades aduaneras
αποδεικνύω στις τελωνειακές αρχέςjustificar ante los servicios de Aduanas
αρχές ελέγχουautoridad de control
αρχές σχετικά με την εκτίμηση που περιλαμβάνονται στη GATTprincipios sobre valoración recogidos en el G.A.T.T.
αρχές της οικονομίας, της αποδοτικότητας και της αποτελεσματικότηταςprincipios de economía, eficiencia y eficacia
αρχές της τοπικής αυτοδιοίκησηςautoridad local
αρχές της τοπικής αυτοδιοίκησηςadministración local
αρχές της υγιούς τραπεζικής διαχείρισηςprincipio de sana gestión bancaria
Αρχές του Βόλφσμπεργκ για την αντιμετώπιση του ξεπλύματος βρόμικου χρήματοςPrincipios de Wolfsberg antiblanqueo de capitales
Αρχές του Βόλφσμπεργκ για την αντιμετώπιση του ξεπλύματος βρόμικου χρήματοςPrincipios de Prevención de Blanqueo de Capitales de Wolfsberg
αρχές φορολόγησηςprincipios tributarios
αφαίρεση της δικαιοδοσίας από τις εθνικές αρχέςdeclinación de competencia de las autoridades nacionales
γενικά αποδεκτές λογιστικές αρχέςprincipios de contabilidad generalmente aceptados
γενικά αποδεκτές λογιστικές αρχέςprincipios contables generalmente aceptados
γενικές αρχές φορολογίαςprincipios tributarios
λογιστικές αρχέςprincipios contables generalmente aceptados
μεταφορά που εκκρεμεί στις αρμόδιες για τον προϋπολογισμό αρχέςtransferencia pendiente de aprobación por la autoridad presupuestaria
νομισματικές αρχέςautoridades monetarias
οι καταχωρήσεις επιτρέπουν στις τελωνειακές αρχές τη διενέργεια ελέγχου των πράξεωνlas contabilidades facilitaran a las autoridades aduaneras el control de las operaciones
προσκομίζω τα εμπορεύματα στις τελωνειακές αρχέςpresentar las mercancías a las autoridades aduaneras
υποτομέας κεντρικές τραπεζικές αρχέςsubsector autoridades bancarias centrales
χρηματιστηριακές αρχέςautoridades bursátiles