Subject | Greek | French |
fin. | άκυρος τίτλος | titre périmé |
fin., busin., labor.org. | άυλος τίτλος | titre dématérialisé |
fin. | άϋλος τίτλος | titre dématérialisé |
cust., transp. | ένας ενιαίος τίτλος μεταφοράς | titre de transport unique |
fin. | έντοκος τίτλος | titre à intérêts postcomptés |
fin. | έντοκος τίτλος | titre portant intérêt |
industr., construct. | αγγλικός τίτλος | numéro anglais |
agric. | αλκοολικός τίτλος | titre alcoométrique |
agric., food.ind. | αλκοολικός τίτλος | teneur en alcool |
agric., food.ind. | αλκοολικός τίτλος | degré alcoolique |
agric., industr. | αλκοολικός τίτλος | titre alcoométrique acquis |
agric., food.ind. | αλκοολικός τίτλος εμπορίας για ανθρώπινη κατανάλωση | titre alcoométrique de commercialisation en vue de la consommation humaine |
agric., food.ind. | αλκοολικός τίτλος κατά μάζα | titre alcoométrique massique |
fin. | ανταλλάξιμος χρεωστικός τίτλος; ανταλλάξιμες ομολογίες | obligation échangeable |
fin. | απαίτηση για την οποία υπάρχει παραστατικός τίτλος | créance représentée par un titre |
gen. | απαιτήσεις από συνδεδεμένες επιχειρήσεις, είτε υπάρχει γι'αυτές παραστατικός τίτλος είτε όχι | créances, représentées ou non par un titre, sur des entreprises liées |
law | αποδεικτικός τίτλος της προσωπικής καταστάσεως ενός φυσικού προσώπου | titre probatoire de l'état acquis par une personne |
agric., food.ind. | αποκτημένος αλκοολικός τίτλος | titre alcoométrique acquis |
agric., food.ind. | αποκτημένος κατ' όγκο αλκοολικός τίτλος | titre alcoométrique volumique acquis |
agric., food.ind. | αποκτημένος κατά βάρος αλκοολικός τίτλος | titre alcoométrique massique acquis |
agric., food.ind. | αποκτημένος κατά μάζα αλκοολικός τίτλος | titre alcoométrique massique acquis |
fin. | αποσβεσθείς τίτλος | titre amorti |
commun. | αρχικός τίτλος | titre original |
nat.sc. | αρχικός τίτλος | générique |
fin. | βασικός τίτλος | actif-support |
fin. | βασικός τίτλος | titre-support |
comp., MS | Βασικός τίτλος | Titre de base |
fin. | βασικός τίτλος | sous-jacent |
fin. | βασικός τίτλος | valeur sous-jacente |
fin. | βασικός τίτλος | actif sous-jacent |
pharma., agric., mech.eng. | βουκελλικός τίτλος | titre brucellique |
fin. | βραχυπρόθεσμος τίτλος | instrument à court terme |
fin. | βραχυπρόθεσμος τίτλος | titre à court terme |
agric., health., anim.husb. | βρουκελλικός τίτλος | titre brucellique |
industr., construct. | γαλλικός τίτλος | numéro français |
textile | γενικός τίτλος | denier total |
fin., agric. | γεωργικός δανειοδοτικός τίτλος | warrant agricole |
fin., agric. | γεωργικός δανειοδοτικός τίτλος | titre de crédit agricole |
fin. | δανειακός τίτλος ενυπόθηκος | titre obligataire |
fin. | δανειακός τίτλος ενυπόθηκος | part obligataire |
fin. | δανειακός τίτλος ενυπόθηκος | obligation |
fin. | δευτερεύων τίτλος | titre de dette subordonnée |
market. | διακριτικός τίτλος | marque nominative |
fin. | διαπραγματεύσιμος διατραπεζικός τίτλος | billet à ordre négociable |
fin. | διαπραγματεύσιμος τίτλος | papier négociable |
fin. | διαπραγματεύσιμος τίτλος | titre négociable |
fin. | διαπραγματεύσιμος τίτλος | valeur |
fin. | διαπραγματεύσιμος τίτλος | titre |
fin. | διαπραγματεύσιμος τίτλος | titre de créance négociable |
fin., account. | διαπραγματεύσιμος τίτλος | instrument négociable |
fin. | διαπραγματεύσιμος τίτλος | papier valeur |
fin. | διαπραγματεύσιμος τίτλος εμπορεύσιμο χρεώγραφο | titre négociable |
fin. | διαπραγματεύσιμος τίτλος εμπορεύσιμο χρεώγραφο | papier négociable |
fin. | διαπραγματεύσιμος χρεωστικός τίτλος | titre de créance négociable |
fin. | δικαιολογητικός τίτλος | titre justificatif |
agric. | δυναμικός αλκοολικός τίτλος | degré en puissance |
agric. | δυναμικός αλκοολικός τίτλος | titre alcoométrique en puissance |
agric. | δυναμικός αλκοολικός τίτλος | alcool en puissance |
agric., food.ind. | δυναμικός κατ' όγκο αλκοολικός τίτλος | titre alcoométrique volumique en puissance |
agric., food.ind. | δυναμικός κατά βάρος αλκοολικός τίτλος | titre alcoométrique massique en puissance |
fin. | δυνητικός τίτλος | actif conditionnel |
fin. | δύσκολα ρευστοποιήσιμος τίτλος | titre illiquide |
fin. | εγγυητικός τίτλος | titre de garantie |
fin. | εθνικός τίτλος εγχώριος τίτλος | titre national |
fin. | εκδοθείς τίτλος | titres émis |
law | εκτελεστός τίτλος | titre exécutoire |
agric. | ελάχιστος φυσικός αλκοολικός τίτλος | titre alcoométrique naturel minimum forfaitaire |
fin. | εμπορεύσιμος βραχυπρόθεσμος τίτλος | instrument monétaire négociable |
fin. | εμπορεύσιμος τίτλος | titre négociable |
fin. | εμπορεύσιμος τίτλος | titres commerçables |
fin. | εμπορεύσιμος τίτλος | titres mobiliers |
fin. | εμπορεύσιμος τίτλος | papier négociable |
commun. | εναλλακτικός τίτλος | titre alternatif |
cust., transp. | ενιαίος τίτλος μεταφοράς | titre de transport unique |
law, lab.law. | επαγγελματικός τίτλος | désignation professionnelle |
law, lab.law. | επαγγελματικός τίτλος | dénomination professionnelle |
law, ed. | επαγγελματικός τίτλος καταγωγής | titre professionnel d'origine |
fin. | επενδυτικός τίτλος | valeur d'investissement |
fin. | επενδυτικός τίτλος | titre de placement |
industr., construct., chem. | επιμέρους τίτλος | titre unitaire |
el. | επιτρεπόμενος τίτλος | titre permis |
proced.law. | ευρωπαϊκός εκτελεστήριος τίτλος | titre exécutoire européen |
law | Ευρωπαϊκός Εκτελεστός Τίτλος | titre exécutoire européen |
law | ιδρυτικός τίτλος | part de fondateur |
fin. | καθαρός ονομαστικός τίτλος | nominatif pur |
agric., food.ind. | κατ' όγκον αλκοολικός τίτλος | titre alcoométrique volumique |
commun. | κοινός τίτλος | titre commun |
econ., fin. | κρατικός χρεωστικός τίτλος | instruments de dette souveraine |
econ., fin. | κρατικός χρεωστικός τίτλος | titres de dette souveraine |
econ., fin. | κρατικός χρεωστικός τίτλος | dette souveraine |
agric. | κτηθείς αλκοολικός τίτλος | degré alcoolique |
agric. | κτηθείς αλκοολικός τίτλος | titre alcoométrique acquis |
agric. | κτηθείς αλκοολικός τίτλος | force alcoolique |
agric. | κτηθείς αλκοολικός τίτλος | alcool acquis |
agric., food.ind. | κτηθείς κατ' όγκον αλκοολικός τίτλος | titre alcoométrique volumique acquis |
work.fl., commun. | κωδικοποιημένος τίτλος | titre codé |
work.fl., IT | κύριος τίτλος | titre propre |
work.fl., IT | κύριος τίτλος | titre principal |
gen. | μέρος-τίτλος-κεφάλαιο-τμήμα | partie-titre-chapitre-section |
industr., construct., chem. | μέσος τίτλος | titre moyen |
fin. | μακροπρόθεσμος τίτλος | titre à long terme |
commun. | μερικός τίτλος | titre partiel |
fin. | μεσοπρόθεσμος τίτλος | titre à moyen terme |
fin., account. | μεταβιβάσιμος τίτλος | instrument négociable |
fin., account. | μεταβιβάσιμος τίτλος | titre négociable |
gen. | μεταβιβάσιμος παραστατικός τίτλος | titre cessible |
fin. | μεταβιβάσιμος τίτλος εκχωρήσιμος τίτλος μετακομιστός τίτλος | valeur mobilière |
fin. | μετατρέψιμος τίτλος | titre convertible |
fin., tax. | μετοχικός τίτλος | instrument de capitaux propres |
fin. | μετοχικός τίτλος | titre de participation |
fin. | μετοχικός τίτλος | titre de capital |
fin. | μη διαπραγματεύσιμος τίτλος | titre non négociable |
fin. | μη διατιμημένος τίτλος | titre non coté officiellement |
fin. | μη διατιμημένος τίτλος | titre non coté |
fin. | μη εμπορεύσιμος τίτλος | titre non négociable |
fin. | μηχανογραφικός τίτλος | titre financier informatisé |
commun., transp., mech.eng. | νέος τίτλος | nouveauté |
econ., fin. | νομικός τίτλος | titre ayant un caractère de participation |
econ., fin. | νομικός τίτλος | titre de participation |
econ., fin. | νομικός τίτλος | papier de participation |
law | νομιμοποιητικός τίτλος | titre de légitimation |
fin. | ξένος τίτλος τίτλος εξωτερικού | titre étranger |
gen. | ο διακριτικός τίτλος | l'enseigne |
agric. | ολικός αλκοολικός τίτλος | degré total |
agric., food.ind. | ολικός αλκοολικός τίτλος | titre alcoométrique total |
agric. | ολικός αλκοολικός τίτλος | alcool total |
agric., food.ind. | ολικός κατ' όγκο αλκοολικός τίτλος | titre alcoométrique volumique total |
agric., food.ind. | ολικός κατά βάρος αλκοολικός τίτλος | titre alcoométrique massique total |
commun. | ομοιόμορφος τίτλος | titre uniforme |
fin. | ονομαστικός διαχειριζόμενος τίτλος | nominatif administré |
fin. | ονομαστικός τίτλος | nominatif |
fin. | ονομαστικός τίτλος | valeur nominative |
fin. | ονομαστικός τίτλος | titre nominatif |
mun.plan., tech. | ονομαστικός τίτλος | titre nominal |
fin. | οριστικός τίτλος | titre définitif |
law, immigr. | οριστικός τίτλος διαμονής | titre de séjour |
forestr. | πανεπιστημιακός τίτλος σπουδών στη Δασολογία | diplôme d'ingénieur forestier |
work.fl., IT | παράλληλος τίτλος | titre parallèle |
econ., fin. | παραστατικός τίτλος του εταιρικού κεφαλαίου | titre représentatif du capital social |
commun. | παρουσίαση των συντελεστών παραγωγής, παράστασης 2. τίτλος και παρουσίαση του προγράμματος 3. εισαγωγικό μέρος της ταινίας 4.τίτλοι ταινίας ζενερίκ | générique n. |
fin. | πιστωτικός τίτλος | instrument de crédit |
econ. | πιστωτικός τίτλος | titre de crédit |
work.fl., IT | πλήρης τίτλος | titre propre |
work.fl., IT | πλήρης τίτλος | titre principal |
fin. | πλασματικός τίτλος | titre notionnel |
gen. | προεξοφλήσιμος πιστωτικός τίτλος | effet banquable |
gen. | προεξοφλήσιμος πιστωτικός τίτλος | effet bancable |
fin. | προεξοφλητικός τίτλος | Titre escompté |
fin. | προεξοφλητικός τίτλος | titre à intérêts précomptés |
gen. | προνομιούχο μερίδιο; ειδικός τίτλος καρπώσεως | part bénéficiaire |
fin. | προσωρινός τίτλος | certificat provisoire d'une action |
fin. | προσωρινός τίτλος | bulletin de livraison |
fin. | προσωρινός τίτλος | action provisoire |
fin. | προσωρινός τίτλος προσωρινό πιστοποιητικό | certificat temporaire |
fin. | προσωρινός τίτλος προσωρινό πιστοποιητικό | titre provisoire |
fin. | προσωρινός τίτλος προσωρινό πιστοποιητικό | certificat provisoire de titre |
fin. | προσωρινός τίτλος προσωρινό πιστοποιητικό | certificat intérimaire |
commun. | πρωτότυπος τίτλος | titre original |
work.fl., IT | ραχιαίος τίτλος | titre de reliure |
work.fl., IT | ραχιαίος τίτλος | titre de dos |
work.fl., IT | σειριακός τίτλος | titre d'une publication en série |
work.fl., IT | συλλογικός τίτλος | titre général |
work.fl., IT | συλλογικός τίτλος | titre collectif |
fin. | συμπληρωματικός τίτλος | certificat supplémentaire |
commun. | συνεχής τίτλος | titre courant |
fin. | συνθετικός τίτλος | titre synthétique |
fin. | συνθετικός τίτλος | titre hybride |
commun., IT | σφαιρικός τίτλος | appellation globale |
commun. | σύντομος τίτλος | titre abrégé |
med. | τίτλος ανασταλτών | titre d'inhibiteur |
med. | τίτλος αναστολέων | titre d'inhibiteur |
IT, dat.proc. | τίτλος αναφοράς | titre d'un rapport |
fin. | τίτλος "ανοικτής αγοράς"open market | titre d'open market |
med. | τίτλος ανοσοποιητικού ορού | titre d'un sérum immunisant |
fin. | τίτλος αντικατάστασης | titre de remplacement |
health. | τίτλος αντιστρεπτολυσίνης | titre d'antistreptolysine |
fin. | Τίτλος αντιστρόφως κυμαινόμενου επιτοκίου | instrument à taux variable inversé |
med. | τίτλος αντισωμάτων | titre d'anticorps |
med. | τίτλος αντιτοξίνης | titre d'antitoxine |
fin. | τίτλος αξία | valeur |
fin. | τίτλος αξία | titre |
fin. | τίτλος αξία | papier valeur |
fin., account. | τίτλος αξιών | valeur mobilière |
fin., account. | τίτλος αξιών | valeur de bourse |
fin., account. | τίτλος αξιών | valeur boursière |
econ., fin. | τίτλος αποδοχής | acceptation |
health., ed., school.sl. | τίτλος αποφοίτου ιατρικής και χειρουργικής | titre de licencié en médecine et chirurgie |
insur. | τίτλος ασφαλιστικού διπλώματος σχετικά με ασφαλίσεις ζωής | souscripteur vie agréé |
insur. | τίτλος ασφαλιστικών σπουδών που αφορά τους γενικούς κλάδους | souscripteur IARD agréé |
earth.sc., mech.eng. | τίτλος ατμού | titre en vapeur |
life.sc. | τίτλος ατμού | titre de la vapeur |
commun. | τίτλος βιβλίου που ο εκδότης έχει τα αποκλειστικά δικαιώματα έκδοσής του | livre de fonds |
commun. | τίτλος βιβλιοδέτη | titre de relieur |
law | τίτλος γενεσιουργός ενός δικαιώματος | titre |
fin., life.sc. | τίτλος δεκτός επίσημα σε ένα χρηματιστήριο | valeur mobilière admise à la cote officielle |
fin. | τίτλος Δημοσίου Tαμείου | titre du Trésor |
fin. | τίτλος δημοσίου; δημόσιο χρεώγραφο | titre de la dette publique |
fin. | τίτλος δημοσίου; δημόσιο χρεώγραφο | valeur d'État |
fin. | τίτλος δημοσίου; δημόσιο χρεώγραφο | titre public |
fin. | τίτλος δημοσίου; δημόσιο χρεώγραφο | titre de l'État |
fin. | τίτλος δημοσίου; δημόσιο χρεώγραφο | fonds d'État |
fin. | τίτλος δημοσίου; δημόσιο χρεώγραφο | effet public |
econ., fin. | τίτλος δημόσιας επιχείρησης | titre de société publique |
fin. | τίτλος διακρατούμενος έως τη λήξη | titre détenu jusqu'à son échéance |
fin. | τίτλος διακριτικής ευχέρειας | actif conditionnel |
law, immigr. | τίτλος διαμονής | permis de séjour |
law, immigr. | τίτλος διαμονής | titre de séjour |
law, immigr. | τίτλος διαμονής | carte de séjour |
immigr. | τίτλος διαμονής βραχείας διάρκειας | titre de séjour de courte durée |
fin. | τίτλος διαπραγματεύσιμος σε αγορά που υπόκειται στις ισχύουσες ρυθμίσεις | titre négocié sur le marché réglementé |
fin. | τίτλος διατιμημένος | valeur mobilière cotée en bourse |
fin. | τίτλος διατιμημένος | valeur cotée en Bourse |
fin. | τίτλος διατιμημένος | titre coté |
fin. | τίτλος είσπραξης | titre de recette |
fin. | τίτλος εγγείου προσόδου | lettre de rente |
health., ed., school.sl. | τίτλος ειδικότητας | titre d'agrégation en qualité de médecin spécialiste |
fin. | τίτλος εις διαταγήν | papier à ordre |
fin. | τίτλος εις διαταγήν | titre à ordre |
fin. | τίτλος εις διαταγήν | effet à ordre |
fin. | τίτλος εισηγμένος στο χρηματιστήριο | titre coté en bourse |
fin. | τίτλος εκδόσεως δανείου | titre d'emprunt |
ed. | τίτλος εκπαίδευσης | titre de formation |
fin., account. | τίτλος εκτελεστός | titre exécutoire |
tax. | τίτλος ελεύθερης διακίνησης εμπορευμάτων | congé |
fin. | τίτλος εμπράγματης ασφάλειας | droit de gage inscrit au registre |
fin. | τίτλος εμπράγματης ασφάλειας | droit de charge enregistré |
fin. | τίτλος εξαγοράς μετοχών | titre rattaché à des actions |
fin. | τίτλος εξαγοράς μετοχών | obligation apparentée aux actions |
gen. | τίτλος εξουδετέρωσης | titre de neutralisation |
commun. | τίτλος εξωφύλλου | titre de couverture |
invest. | τίτλος επενδυτικού βαθμού | Obligation de premier ordre |
invest. | τίτλος επενδυτικού βαθμού | Obligation cotée AAA |
fin. | τίτλος εταιρείας πετρελαιοειδών | certificat pétrolier |
commun. | τίτλος εφημερίδας | intitulé d'un journal |
fin. | τίτλος θυγατρικής | titre de filiale |
ed., school.sl. | τίτλος Agrιgation Ιστορίας και Γεωγραφίας | Agrégation d'histoire et de géographie |
health., ed., school.sl. | τίτλος ιατρικής ειδικότητας | titre de spécialiste |
health., ed., school.sl. | τίτλος ιατρικής ειδικότητας | titre de spécialisation de médecine |
ed., school.sl. | τίτλος ιατρικής ειδικότητας γενικής ιατρικής | diplôme d'Etat de Docteur en médecine |
gen. | τίτλος ιδίας αποδοχής | acceptation propre |
fin. | τίτλος ισοδύναμος του τίτλου προθεσμιακής χρηματοπιστωτικής συμβάσεως | instrument équivalent à un contrat financier à terme |
commun. | τίτλος καλύμματος | titre de couverture |
commun. | τίτλος κεφαλαίου ή άρθρου | en-tête |
commun., IT | τίτλος-κλειδί | titre clé |
fin. | τίτλος κυμαινόμενου επιτοκίου | instrument à taux variable |
market. | τίτλος λογαριασμού | intitulé de compte |
industr., construct. | τίτλος μαλλιού πεννιέ | numéro des fils de laine peignée |
fin. | τίτλος με δικαίωμα πολλαπλής ψήφου | titre à droit de vote multiple |
fin. | τίτλος με δυνατότητα προσδιορισμού του κομιστή | titre au porteur identifiable |
fin. | τίτλος με μεταβλητό επιτόκιο | titre à taux variable |
fin. | τίτλος με προεξοφλημένους τόκους | titre à intérêts précomptés |
fin. | τίτλος με τιμαριθμικά αναπροσαρμοζόμενο επιτόκιο | titre indexé |
fin. | τίτλος με τιμαριθμικά αναπροσαρμοζόμενο επιτόκιο | titre comportant une indexation |
fin. | τίτλος μειωμένης εξασφάλισης αόριστης διάρκειας | titre subordonné à durée indéterminée |
fin. | τίτλος μειωμένης εξασφάλισης με προοδευτικό επιτόκιο | titre subordonné à intérêt progressif |
industr., construct. | τίτλος μεμονωμένου νήματος | denier du brin |
stat., fin. | τίτλος μερίσματος | titres à revenu fixe |
stat., fin. | τίτλος μερίσματος | valeurs mobilières à revenu fixe |
stat., fin. | τίτλος μερίσματος | titres à intérêt fixe |
gen. | τίτλος μεταβλητής αποδόσεως απόδοσης | titre à revenu variable |
fin. | τίτλος μη διαπραγματεύσιμος σε χρηματιστήριο | titre non négocié en bourse |
gen. | τίτλος μη εισηγμένος στο χρηματιστήριο | titre non coté en bourse |
industr., construct. | τίτλος νήματος | titre du fil |
industr., construct. | τίτλος νήματος | nombre des fils |
industr., construct. | τίτλος νήματος | numéro du fil |
gen. | τίτλος νήματος | titre |
med. | τίτλος οψωνίνης | titre en opsonines |
ed. | τίτλος πέρατος των σπουδών | diplôme terminal |
gen. | τίτλος παραμονής αλλοδαπών | titre de séjour étranger |
immigr. | τίτλος παραμονής μικρής διάρκειας | titre de séjour de courte durée |
fin. | τίτλος παραστατικός μετοχών πιστοποιητικό που αντιπροσωπεύει μετοχές | certificat représentatif d'actions |
fin. | τίτλος παραστατικός τίτλος | titre |
fin. | τίτλος παραστατικός τίτλος | certificat |
work.fl., IT | τίτλος περιοδικών | titre de périodiques |
fin. | τίτλος πληρωμής | titre de paiement |
IT, dat.proc. | τίτλος πολλαπλών γραμμών | titre composé |
stat., fin. | τίτλος που έχει εισαχθεί στο χρηματιστήριο | titres négociables en bourse |
stat., fin. | τίτλος που έχει εισαχθεί στο χρηματιστήριο | titres cotés en bourse |
fin. | τίτλος που έχει υποστεί φυσική ζημία | titre endommagé physiquement |
fin. | τίτλος που αντιπροσωπεύει δικαίωμα ιδιοκτησίας | titre représentatif d'un droit de propriété |
law | τίτλος που απορρέει από υποχρέωση διατροφής | titre alimentaire |
law, fin. | τίτλος που ελήφθη έναντι της εισφοράς | titre reçu en rémunération de l'apport |
fin. | τίτλος που μπορεί να επιστραφεί | titre remboursable |
fin. | τίτλος που παρέχει δικαίωμα εκκαθάρισης τοις μετρητοίς | instrument à dénouement monétaire |
fin. | τίτλος που παρέχει δικαίωμα εκκαθάρισης τοις μετρητοίς | instrument donnant lieu à un règlement en espèces |
fin. | τίτλος που παρέχει δικαίωμα ψήφου | titre conférant un droit de vote |
fin. | τίτλος που συνοδεύεται από το δικαίωμα αναλήψεως μετοχής | titre assorti d'un droit de souscription |
fin. | τίτλος προεγγραφής | bon de souscription |
fin. | τίτλος προεγγραφής με δυνατότητα αναθεώρησης τιμής | bon de souscription à prix révisable |
commun. | τίτλος-προμετωπίδα | titre-frontispice |
fin. | τίτλος προς παράδοση με τη μικρότερη αξία | titre le moins cher à livrer |
tax., transp. | τίτλος προσωρινής εισαγωγής | titre d'importation temporaire |
tax., transp. | τίτλος προσωρινής εισαγωγής | titre d'admission temporaire |
nucl.phys. | τίτλος προσωρινής προστασίας | titre de protection provisoire |
IT, geogr. | τίτλος πόρου | intitulé de la ressource |
commun. | τίτλος ράχης | titre au dos |
work.fl., IT | τίτλος σειράς | titre de collection |
comp., MS | τίτλος σελίδας | titre de page |
econ. | τίτλος σπουδών | diplôme |
ed. | τίτλος σπουδών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης | diplôme de l'enseignement supérieur |
stat., fin. | τίτλος σταθερού εισοδήματος | titres à revenu fixe |
stat., fin. | τίτλος σταθερού εισοδήματος | valeurs mobilières à revenu fixe |
stat., fin. | τίτλος σταθερού εισοδήματος | titres à intérêt fixe |
fin. | τίτλος σταθερού επιτοκίου | instrument à taux fixe |
fin. | Τίτλος σταθερού επιτοκίου | Opération de réglage fin |
fin. | τίτλος στην κομιστή | instrument au porteur |
work.fl., IT | τίτλος στοιχείου μιας σειράς | titre de volumes |
work.fl., IT | τίτλος στοιχείου μιας σειράς | titre de tome |
fin. | τίτλος στον κομιστή | titre au porteur |
fin. | τίτλος στον κομιστή | papier au porteur |
fin. | τίτλος στον οποίο βασίζονται | titre sous-jacent |
med. | τίτλος συγκόλλησης | titre d'agglutination |
fin. | τίτλος συμμετοχής | titre participatif |
econ., fin. | τίτλος συμμετοχής συμμετοχικός τίτλος | titre ayant un caractère de participation |
econ., fin. | τίτλος συμμετοχής συμμετοχικός τίτλος | titre de participation |
econ., fin. | τίτλος συμμετοχής συμμετοχικός τίτλος | papier de participation |
insur., transp., construct. | τίτλος συντάξεως | titre de pension ou de rente |
fin. | τίτλος ταχείας διασποράς | valeur opéable |
patents. | τίτλος της εφεύρεσης | titre de l'invention |
fin. | τίτλος της κεφαλαιαγοράς | titre du marché financier |
fin. | τίτλος της νομισματαγοράς | papier monétaire |
fin. | τίτλος της νομισματαγοράς | titre du marché monétaire |
fin. | τίτλος της νομισματαγοράς | instruments du marché monétaire |
fin. | τίτλος της νομισματαγοράς | instrument du marché monétaire |
fin. | τίτλος της νομισματαγοράς | effet éligible au marché monétaire |
fin. | τίτλος της χρηματαγοράς | papier monétaire |
fin. | τίτλος της χρηματαγοράς | titre du marché monétaire |
fin. | τίτλος της χρηματαγοράς | instrument du marché monétaire |
fin. | τίτλος της χρηματαγοράς | instruments du marché monétaire |
fin. | τίτλος της χρηματαγοράς | effet éligible au marché monétaire |
fin., account. | τίτλος τοποθέτησης | titre de placement |
IT, dat.proc. | τίτλος του άξονα των χ | titre d'une abscisse |
IT, dat.proc. | τίτλος του άξονα των χ | libellé d'une abscisse |
law | τίτλος υπό μορφή λογιστικής εγγραφής | titre en compte courant |
fin. | τίτλος-υπόθεμα | titre de base |
chem. | Τίτλος ΧΙ | titre XI |
fin. | τίτλος χρέους των κεφαλαιαγορών | instrument de financement sur le marché des capitaux d'emprunt |
market., fin. | τίτλος χρηματαγοράς | produit du portefeuille effets |
econ. | τίτλος χρηματαγοράς | titre du marché monétaire |
econ. | τίτλος χρηματαγοράς | titre à court terme |
econ. | τίτλος χρηματαγοράς | papier monétaire |
fin. | τίτλος χρηματαγοράς διακρατούμενος σε οριστική βάση | titre du marché monétaire détenu ferme |
commun. | τίτλος χωριστού τόμου | titre d'un volume séparé |
market., fin. | τίτλος όψεως | titre payable à vue |
market., fin. | τίτλος όψεως | effet à vue |
immigr., transp. | ταξιδιωτικός τίτλος | titre de voyage |
fin., commun. | ταχυδρομικός τίτλος | valeur postale |
commun. | τεχνητός τίτλος | titre factice |
fin. | τοκοφόρος τίτλος | titre productif d'intérêt |
commun., IT | τοπικός τίτλος | appellation locale |
fin. | υποκείμενος τίτλος | sous-jacent |
fin. | υποκείμενος τίτλος | instrument sous-jacent |
fin. | υποκείμενος τίτλος | instrument financier sous-jacent |
market., fin. | φθίνων χρηματιστηριακός τίτλος | actif dégradable |
agric. | φυσικός αλκοολικός τίτλος | titre alcoométrique naturel |
agric. | φυσικός αλκοολικός τίτλος | teneur alcoolique naturelle |
agric., food.ind. | φυσικός κατ' όγκο αλκοολικός τίτλος | titre alcoométrique volumique naturel |
fin. | χαμένος τίτλος | titre perdu |
fin. | χαμένος τίτλος | titre adiré |
industr., construct. | χονδρός τίτλος νήματος | titre approximatif d'un fil |
fin. | χρεωστικός τίτλος | titre de créance |
fin. | χρεωστικός τίτλος | titre de dette |
fin. | χρεωστικός τίτλος | instrument de la dette |
fin. | χρεωστικός τίτλος με απόδοση τοκομεριδίου | titre de créance assorti d'un coupon |
fin. | χρεωστικός τίτλος μειωμένης εξασφάλισης αορίστου χρόνου | instrument de dette subordonnée à durée indéterminée |
fin. | χρεωστικός τίτλος που αποτελεί αντικείμενο διαπραγματεύσης στην αγορά | titre de créance négociable sur le marché des capitaux |
fin. | χρεωστικός τίτλος σε συνάλλαγμα | créance en devises |
fin. | χρεόγραφο σταθερού εισοδήματος τίτλος σταθερού εισοδήματος | titre à revenu fixe |
fin. | χρηματιστηριακή αξία χρηματιστηριακός τίτλος | valeur boursière |
fin. | χρηματιστηριακή αξία χρηματιστηριακός τίτλος | titre de bourse |
fin. | χρηματιστηριακός τίτλος με ρήτρα χρυσού | titre indexé sur l'or |
fin. | χρηματιστηριακός τίτλος με ρήτρα χρυσού | valeur indexée sur l'or |
fin. | χρηματιστηριακός τίτλος με ρήτρα χρυσού | titre aurifère |
labor.org., account. | χρηματοοικονομικά στοιχεία του ενεργητικού' τίτλος | actifs financiers |
environ. | χρηματοοικονομικός τίτλος | instrument financier |