Subject | Greek | French |
fin. | αδικαιολόγητη παράλειψη | négligence sanctionnable |
gen. | διαδικασία που στηρίζεται στην παράλειψη εναντίωσης | procédure de non-opposition |
gen. | διαπράττω εκ προθέσεως ή εξ αμελείας σοβαρή παράλειψη εκπλήρωσης του υπηρεσιακού καθήκοντος | commettre volontairement ou par négligence un manquement grave aux obligations |
gov. | διαπράττω με πρόθεση ή από αμέλεια σοβαρή παράλειψη υποχρέωσης | commettre volontairement ou par négligence un manquement grave aux obligations |
econ., market. | ενέργεια ή παράλειψη του ασφαλισμένου | action ou omission du titulaire de la police |
law | επί όσο χρονικό διάστημα εξακολουθεί να υφίσταται η παράλειψη | tant que le défaut n'a pas été régularisé |
IT | λάθος από παράλειψη | omission |
fin. | παράλειψη ή σφάλμα στα τελωνειακά έγγραφα | omission ou erreur dans les documents présentés à la douane |
law | παράλειψη δημοσιεύσεως | défaut de publication |
gen. | παράλειψη δημοσιεύσεως προκηρύξεως διαγωνισμού | défaut de publication d'un avis de marché |
gov. | παράλειψη εκπλήρωσης υπηρεσιακού καθήκοντος | manquement à ses obligations professionnelles |
IT, dat.proc. | παράλειψη εκτέλεσης εντολών προγράμματος | saut de programme |
law | παράλειψη εκτελέσεως υποχρέωσης για την άσκηση επίβλεψης ή ελέγχου σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο | manquement à une obligation légale d'exercer une surveillance ou un contrôle |
gen. | παράλειψη εμπρόθεσμης μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο | non-transposition dans les délais prescrits |
gen. | παράλειψη εμπρόθεσμης μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο | non-transposition dans le délai prescrit |
polit., law | παράλειψη ενέργειας του Συμβουλίου | carence du Conseil |
law | παράλειψη εξετάσεως των παρατηρήσεων που διατύπωσε το κράτος | défaut de prise en compte des observations adressées par l'Etat |
comp., MS | παράλειψη καταχώρησης | liste à enjambement |
gen. | παράλειψη κινήσεως της διαδικασίας εξετάσεως | défaut d'ouverture de la procédure d'examen |
gen. | παράλειψη λήψης απόφασης | omission de statuer |
IT, dat.proc. | παράλειψη μιας μακροεντολής | saut de macro |
law, fin. | παράλειψη οφειλέτου | défaut de paiement |
law | παράλειψη οφειλομένης νόμιμης ενέργειας | omission d'une opération légale due |
law | παράλειψη οφειλομένης νόμιμης ενέργειας | acte administratif négatif implicite |
fin. | παράλειψη πληρωμής | défaut de paiement |
law | παράλειψη που συνιστά κατάχρηση εξουσίας | abstention qui constitue un détournement de pouvoir |
gen. | παράλειψη του Συμβούλιου | carence du Conseil |
gov. | παράλειψη των επαγγελματικών υποχρεώσεων | manquement à ses obligations professionnelles |
gen. | παράλειψη των επαγγελματικών υποχρεώσεων μου | manquement à ses obligations professionnelles |
commun., transp. | παράλειψη φάσης | escamotage de phase |
fin. | παράλειψη χωρίς δόλο | indifférence bienveillante |
fin. | παράλειψη χωρίς δόλο | indifférence polie |
fin. | παράλειψη χωρίς δόλο | négligence bénigne |
fin. | παράλειψη χωρίς δόλο | inaction bénigne |
fin. | παράλειψη χωρίς δόλο | aimable indifférence |
pharma., earth.sc., el. | παράλειψη όσον αφορά τις εγγυήσεις που παρέχονται | manquement aux garanties offertes |
gen. | παραπλανητική παράλειψη | omission trompeuse |
gen. | παρατυπία,κατάχρηση,παράλειψη | irrégularité,abus,négligence |
law | προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου για παράλειψη εκπληρώσεως υποχρεώσεως | recours en manquement |
gen. | σοβαρή παράλειψη εκπλήρωσης του υπηρεσιακού καθήκοντος εκ προθέσεως ή εξ αμελείας | commettre volontairement ou par négligence un manquement grave aux obligations |
stat., tech. | σχήμα κολοβής δειγματοληψίας με παράλειψη παρτίδων | échantillonnage successif partiel |
gen. | το όργανο,του οποίου η παράλειψη εκηρύχθη αντίθετη προς την παρούσα συνθήκη | l'institution dont l'abstention a été déclarée contraire au présent Traité |