Subject | Greek | French |
industr., construct. | ένωση με μεταλλικό συζευκτήρα | assemblage à connecteur cloué |
met. | ήρεμο μεταλλικό λουτρό | bain de fusion calme |
agric. | αεριούχο μεταλλικό νερό | eau minérale plate |
food.ind. | ανθρακούχο φυσικό μεταλλικό νερό | eau minérale naturelle avec adjonction de gaz carbonique |
el. | ανορθωτής με μεταλλικό κουτί | redresseur à cuve métallique |
agric. | απλό μεταλλικό άροτρο ζωικής έλξης | charrue brabant simple |
agric. | απλό μεταλλικό άροτρο ζωικής έλξης | charrue à support fixe |
agric. | απλό μεταλλικό άροτρο ζωικής έλξης | brabant simple |
industr., construct. | ατέρμον μακρύ μεταλλικό πλέγμα που κινείται πάνω σε κυλίνδρους | longue toile métallique sans fin se mouvant sur des rouleaux |
tech. | ατέρμονο μεταλλικό πλέγμα | toile métallique sans fin |
lab.law. | γάντια από πλεγμένο μεταλλικό νήμα | gant en métal tressé |
lab.law. | γάντια από πλεγμένο μεταλλικό νήμα | gant en mailles |
commun. | διάστημα μεταλλικό | espace |
agric. | δικτυωτό μεταλλικό κιγκλίδωμα | treillis |
agric. | δικτυωτό μεταλλικό κιγκλίδωμα | grillage |
agric. | διπλό μεταλλικό άροτρο ζωικής έλξης | charrue brabant double |
agric. | διπλό μεταλλικό άροτρο ζωικής έλξης | brabant double |
agric. | εγκεκριμένο μεταλλικό νερό | eau de source agréée |
met. | ελατό μεταλλικό φύλλο | tôle laminée |
construct. | ενισχυμένο μεταλλικό υποστήριγμα στοίβαξης μάζας | support de couche de pose |
IT, el. | επίπεδο μεταλλικό τετράγωνο | équerre métallique plate |
mater.sc., mech.eng. | ετικέτα από λεπτό μεταλλικό φύλλο | étiquette en feuille métallique |
industr., construct. | εφοδιασμένος με μεταλλικό εξοπλισμό | muni d'une armature métallique |
environ. | Η βαλβίδα βρίσκεται μέσα σε ένα δοχείο που είναι τοποθετημένο μέσα σε μεταλλικό περίβλημα. | la valve se trouve dans un boitier placé dans une armoire métallique |
met., el. | ηλεκτρόδιο με μεταλλικό περιτύλιγμα | électrode cuirassée |
gen. | ηλεκτρόδιο στο οποίο η επένδυση είναι σε διαμήκη κανάλια,στον μεταλλικό πυρήνα του ηλεκτροδίου | électrode cannelée |
transp. | θαλασσοπόρο πλοίο με μεταλλικό κύτος | navire à coque métallique |
transp. | θαλασσοπόρο πλοίο με μεταλλικό κύτος | bâtiment de mer à coque métallique |
med. | θεραπεία με μεταλλικό νερό | cure aux eaux minérales |
earth.sc. | θερμοστάτης με μεταλλικό στέλεχος | thermostat à tige métallique |
met. | θερμοσυσσωματομένο μεταλλικό καρβίδιο | carbure métallique fritté |
industr., construct. | καλαπόδι με μεταλλικό πέλμα | forme ferrée |
mater.sc., construct. | κατακλιτό μεταλλικό θυρόφραγμα | porte métallique rabattante |
met., construct. | κατασκευή με μεταλλικό σκελετό | bâtiment à ossature métallique |
met., construct. | κατασκευή οικοδομικών έργων με μεταλλικό σκελετό | construction de bâtiments à ossature métallique |
agric. | κλείσιμο με μεταλλικό δακτύλιο | fermeture à étrier métallique |
transp., agric. | κλωβός με μεταλλικό κιγκλίδωμα | cage grillagée métallique |
met. | κοπή με πεπιεσμένο αέρα και μεταλλικό ηλεκτρόδιο | coupage à l'arc avec électrode métallique et jet d'air comprimé |
met. | κοπή τόξου με μεταλλικό ηλεκτρόδιο σε αδρανή ατμόσφαιρα | coupage à l'arc sous gaz protecteur avec électrode fusible |
met. | κοπή τόξου με μεταλλικό ηλεκτρόδιο σε αδρανή ατμόσφαιρα | coupage à l'arc MIG |
industr., construct. | κούρδισμα με μεταλλικό στέλεχος | remontage par tige |
mater.sc., industr., construct. | κυλινδρικό μεταλλικό κουτί | boîte ronde |
mater.sc., met. | κυματοειδές μεταλλικό φύλλο | tôle striée |
mater.sc., met. | κυματοειδές μεταλλικό φύλλο | tôle rainurée |
mater.sc., met. | κυματοειδές μεταλλικό φύλλο | tôle cannelée |
met. | λεπτόπαχο μεταλλικό φύλλο | tôle mince |
met. | λεπτόπαχο μεταλλικό φύλλο | tôle fine |
met. | λεπτόρευστο μεταλλικό λουτρό | métal chaud |
met. | λεπτόρευστο μεταλλικό λουτρό | bain de fusion fluide |
earth.sc., el. | λυχνολαβή με μεταλλικό περίβλημα | douille frettée |
transp., construct. | μεταλλικό άγγιστρο | tenon |
agric. | μεταλλικό άλας | sel minéral |
chem. | μεταλλικό άλας | sel métallique |
agric. | μεταλλικό άλας | sel |
transp. | μεταλλικό έρμα | gueuse |
industr. | μεταλλικό αγκύριο για σκυρόδεμα | ancrage métallique pour le béton |
chem. | μεταλλικό αζωτίδιο | azoture métallique |
chem. | μεταλλικό αλκοξείδιο | alcoolate métallique |
chem. | μεταλλικό αντανακλαστικό χρώμα | peinture métallique réfléchissante |
forestr. | μεταλλικό αντικείμενο | élément métallique |
chem. | μεταλλικό ασβέστιο | calcium-métal |
mater.sc. | μεταλλικό βαρέλι | fût métallique |
nat.sc., tech. | μεταλλικό βαρόμετρο | baromètre anéroïde |
tech. | μεταλλικό βαρόμετρο | baromètres anéroides |
mater.sc. | μεταλλικό βαρόμετρο | anéroïde |
tech. | μεταλλικό βαρόμετρο με μηχανική ή οπτική μετάδοση | baromètres anéroides à transmission optique ou mécanique |
chem. | μεταλλικό βύσμα | bouchon métallique |
nat.sc., agric. | μεταλλικό γάντι | gant en cotte de maille |
agric. | μεταλλικό δίκτυ | treillis |
agric. | μεταλλικό δίκτυ | grillage |
commun., IT | μεταλλικό δίχορδο μεταφοράς | dicorde de renvoi métallique |
met. | μεταλλικό δικτυωτό | treillis métallique |
mech.eng. | μεταλλικό δοχείο | récipient métallique scellé |
forestr. | μεταλλικό δοχείο | bidon |
agric. | μεταλλικό δοχείο | tank |
lab.law. | μεταλλικό δοχείο κονσερβών | fût métallique de conserves |
industr., construct. | μεταλλικό είδος γραφείου | fourniture métallique de bureau |
cultur. | μεταλλικό είδος κλουαζονέ | article en métaux cloisonnés |
met. | μεταλλικό ελασματοποιημένο φύλλο | laminé métallique |
agric. | μεταλλικό ενώτιο | marque d'oreille métallique |
industr., construct. | μεταλλικό επίπεδο | nappe métallique |
agric. | μεταλλικό εργαλείο για τη διευκόλυνση εμπήξεως πασσάλου κατά τη φύτευση | fiche-échalas |
agric. | μεταλλικό εργαλείο για τη διευκόλυνση εμπήξεως πασσάλου κατά τη φύτευση | clé ficheuse |
social.sc., el. | μεταλλικό ζευγάρι | paire métallique |
industr., construct., chem. | μεταλλικό θειοθειικό | thiosulfate métallique |
industr., construct., chem. | μεταλλικό θειοθειικό | hyposulfite |
industr. | μεταλλικό θερμαινόμενο κολιέ | jaquette chauffante |
industr. | μεταλλικό θερμαινόμενο κολιέ | enveloppe chauffante |
industr. | μεταλλικό θερμαινόμενο περίβλημα | jaquette chauffante |
industr. | μεταλλικό θερμαινόμενο περίβλημα | enveloppe chauffante |
met. | μεταλλικό θερμοσυσσωμάτωμα | métal fritté |
industr., construct. | μεταλλικό θερμόμετρο | thermomètre métallique |
tech. | μεταλλικό θερμόμετρο με διαστολή οργανικών υγρών | thermomètre métallique à dilatation de liquides organiques |
el. | μεταλλικό θηλυκό | disque-mère |
agric. | μεταλλικό θόλωμα | trouble de métal |
construct. | μεταλλικό ικρίωμα | charpente métallique |
chem. | μεταλλικό ιόν | ion métallique |
industr., construct. | μεταλλικό καλάθι αχρήστων | corbeille à papier métallique |
met. | μεταλλικό καλούπι | lingotières |
met., mech.eng. | μεταλλικό καλούπι | coquille |
met. | μεταλλικό καλούπι | lingotière |
met. | μεταλλικό καρβίδιο | carbure métallique |
industr., chem. | μεταλλικό καρβίδιο | carbure |
met. | μεταλλικό καρβίδιο σε σκόνη | carbure métallique en poudre |
mech.eng. | μεταλλικό καροτσάκι | brouette métallique |
nat.sc., energ.ind. | μεταλλικό καύσιμο | combustible métallique |
transp., construct. | μεταλλικό κιβώτιο | caisson métallique |
mater.sc. | μεταλλικό κιγκλίδωμα τάφρου | grille de la fosse |
coal. | μεταλλικό κοβάλτιο | cobalt métallique |
mech.eng. | μεταλλικό κορδόνι | agrafe |
gen. | μεταλλικό κουτί | cartouche filtrante |
gen. | μεταλλικό κουτί | bidon filtrant |
mater.sc., mech.eng. | μεταλλικό κουτί με επίπεδο καπάκι | boîte à couvercle plat |
mater.sc. | μεταλλικό κουτί με μηχανισμό ψεκασμού | boîte à disperser |
mater.sc. | μεταλλικό κουτί με μηχανισμό ψεκασμού | boîte poudrière |
mater.sc., mech.eng. | μεταλλικό κουτί με συμπλεκόμενη πλευρική ραφή | boîte métallique à jointure entrelacée |
mater.sc., mech.eng. | μεταλλικό κουτί με συμπλεκόμενη πλευρική ραφή | boîte métallique à joint d'agrafe |
mater.sc., industr., construct. | μεταλλικό κουτί με σχιζόμενες λωρίδες ανοίγματος | boîte à bandelette d'arrachage |
mater.sc., industr., construct. | μεταλλικό κουτί με σχιζόμενες λωρίδες ανοίγματος | boîte métallique à bande déchirable |
coal., chem. | μεταλλικό κράμα | alliage métallique |
mun.plan. | μεταλλικό κρεββάτι | lit métallique |
coal. | μεταλλικό κυάθιο | tube d'un detonateur |
coal. | μεταλλικό κυάθιο | embouti |
mech.eng. | μεταλλικό κυκλικό περίβλημα | virole métallique |
mech.eng. | μεταλλικό κόσκινο | tamis métallique |
el. | μεταλλικό κύκλωμα | circuit terrestre |
el. | μεταλλικό κύκλωμα | circuit métallique |
commun. | μεταλλικό κύκλωμα προεκτεινόμενο σε ραδιοκύκλωμα | circuit de prolongement d'un circuit radioélectrique |
industr., construct. | μεταλλικό λανάρι | chardon métallique |
met., mech.eng. | μεταλλικό λουτρό | bain de fusion |
met. | μεταλλικό λουτρό με αφρισμένη επιφάνεια | bain de fusion mousseux |
gen. | μεταλλικό μέρος πλάνης | fer à rabot |
earth.sc. | μεταλλικό μανόμετρο | manomètre métallique |
tech. | μεταλλικό μανόμετρο τύπου Bourdon που χρησιμοποιείται σαν συσκευή ένδειξης θερμοκρασίας | manomètre métallique du type Bourdon servant d'indicateur de température |
industr., construct. | μεταλλικό μιτάρι | lisse métallique |
life.sc. | μεταλλικό μπουλόνι το οποίο,είτε οριζόντια είτε κατακόρυφα τοποθετείται σ'ένα οικοδομικό έργο | repère mural |
life.sc. | μεταλλικό μπουλόνι το οποίο,είτε οριζόντια είτε κατακόρυφα τοποθετείται σ'ένα οικοδομικό έργο | boulon de scellement |
industr., construct. | μεταλλικό νήμα | fil métallique |
industr., construct. | μεταλλικό νήμα φλατ | fil métallique sans torsion |
fin., polit. | μεταλλικό νερό | eaux minérales |
econ. | μεταλλικό νερό | eau minérale |
chem. | μεταλλικό νιτρίδιο | nitrure métallique |
fin. | μεταλλικό νόμισμα | monnaie divisionnaire |
fin. | μεταλλικό νόμισμα | monnaie métallique |
fin. | μεταλλικό νόμισμα | monnaie |
fin., econ. | μεταλλικό νόμισμα; κερματικό νόμισμα; κέρμα | monnaie divisionnaire |
fin., econ. | μεταλλικό νόμισμα; κερματικό νόμισμα; κέρμα | monnaie d'appoint |
cultur., transp. | μεταλλικό ομοίωμα ιπτάμενου οχήματος | maquette lestée |
chem. | μεταλλικό οξείδιο | oxyde métallique |
environ., chem. | μεταλλικό οξύ | acide minéral |
chem. | μεταλλικό οξύ | acide métallique |
environ. | μεταλλικό ορυκτό | mineral métallique |
environ. | μεταλλικό ορυκτό | minéral métallique |
econ. | μεταλλικό ορυκτό | minerai métallique |
transp., construct. | μεταλλικό πέδιλο | sabot métallique |
mech.eng. | μεταλλικό πέλμα | tampon métallique |
industr., construct. | μεταλλικό πέταλο πούντας | bout acier |
industr., construct. | μεταλλικό πέταλο φτέρνας | coin du talon |
chem. | μεταλλικό παράγωγο | dérivé métallique |
mech.eng. | μεταλλικό παρέμβυσμα | garniture métallique |
transp., construct. | μεταλλικό πασσαλόφραγμα | rideau de palplanches métalliques |
transp., construct. | μεταλλικό πασσαλόφραγμα | rideau de palplanches métallique |
transp., tech. | μεταλλικό περίβλημα | carter |
transp., construct. | μεταλλικό περίβλημα θυροπλοίου | bordé de la porte |
transp., construct. | μεταλλικό περίβλημα θυροφράγματος | bordé de la porte |
el. | μεταλλικό περίβλημα φλάντζας | plaquette métallique de joint |
industr., construct. | μεταλλικό περίρραμα με παντογράφηση του μοντέλου του φοντιού | profilage du patron type de la tige |
agric. | μεταλλικό περιλαίμιο | cornadis |
mech.eng. | μεταλλικό πλέγμα | matrice métallique |
mech.eng. | μεταλλικό πλέγμα | tamis métallique |
met. | μεταλλικό πλέγμα | toile métallique |
industr., construct., met. | μεταλλικό πλέγμα για τζάμι αρμέ | treillis métallique |
mater.sc., mech.eng. | μεταλλικό πλέγμα τοιχωμάτων | paroi en treillis grillagé |
agric., mech.eng. | μεταλλικό πλαίσιο | jambe de soutien |
agric., mech.eng. | μεταλλικό πλαίσιο | montant du disque |
construct. | μεταλλικό πλαίσιο | châssis de métal |
agric., mech.eng. | μεταλλικό πλαίσιο | étançon |
agric., mech.eng. | μεταλλικό πλαίσιο | age support du disque |
econ. | μεταλλικό προϊόν | produit métallique |
energ.ind. | μεταλλικό πυρίτιο | silicium métallique |
agric., food.ind. | μεταλλικό πώμα | couronne |
industr., construct. | μεταλλικό πώμα | bouchon métallique |
agric., food.ind. | μεταλλικό πώμα | capsule |
industr., construct. | μεταλλικό ρέλιασμα με παντογράφηση των στάμπων του φοντιού | profilage du patron type de la tige |
industr., construct. | μεταλλικό ρολλό κλεισίματος | rideau de fermeture métallique |
chem. | μεταλλικό σαπούνι | savon métallique |
agric. | μεταλλικό σιλό | silo métallique |
hobby | μεταλλικό σκάφανδρο | scaphandre métallique |
mun.plan. | μεταλλικό σομιέ | sommier métallique |
met. | μεταλλικό σπειροειδές σύρμα | fil de métal spiralé |
el. | μεταλλικό στήριγμα | collerette |
agric., mech.eng. | μεταλλικό στήριγμα | jambe de soutien |
agric., mech.eng. | μεταλλικό στήριγμα | montant du disque |
agric., mech.eng. | μεταλλικό στήριγμα | étançon |
agric., mech.eng. | μεταλλικό στήριγμα | age support du disque |
construct. | μεταλλικό στηθαίο ασφαλείας | garde-corps |
el. | μεταλλικό στρώμα που ενισχύει το πεδίο | métal utilisé pour augmenter le champ |
mun.plan. | μεταλλικό σφουγγάρι | éponge métallique |
tech., met. | μεταλλικό τελούριο | tellure métallique |
commun. | μεταλλικό τεμάχιο | lingots |
transp. | μεταλλικό τοίχωμα | ridelle métallique |
met. | μεταλλικό τυπωτό πλαίσιο | bande métallique emboutie |
med. | μεταλλικό τόξο | bandeau métallique |
med. | μεταλλικό τόξο | arc |
chem. | μεταλλικό υπεροξείδιο | peroxyde métallique |
agric., mech.eng. | μεταλλικό υποστήριγμα δίσκου | jambe de soutien |
agric., mech.eng. | μεταλλικό υποστήριγμα δίσκου | étançon |
agric., mech.eng. | μεταλλικό υποστήριγμα δίσκου | montant du disque |
agric., mech.eng. | μεταλλικό υποστήριγμα δίσκου | age support du disque |
met. | μεταλλικό υπόστρωμα | substrat métallique |
mech.eng. | μεταλλικό φίλτρο | filtre à plaques métalliques |
mech.eng. | μεταλλικό φίλτρο | filtre à lamelles |
environ. | μεταλλικό φινίρισμα | traitement de surface |
transp., mater.sc. | μεταλλικό φύλλο | feuille métallique |
mech.eng., el. | μεταλλικό φύλλο κυψελοειδούς δομής | feuille métallique à structure cellulaire |
el. | μεταλλικό φύλλο που τοποθετείται μεταξύ δύο φλαντζών σε σύνδεση κυματοδηγών | joint de contact |
el. | μεταλλικό φύλλο που τοποθετείται μεταξύ δύο φλαντζών σε σύνδεση κυματοδηγών | joint plein |
el. | μεταλλικό φύλλο που τοποθετείται μεταξύ δύο φλαντζών σε σύνδεση κυματοδηγών | cale mince |
met. | μεταλλικό χρώμα | couleur métallique |
transp., mil., grnd.forc. | μεταλλικό χρώμα | peinture métallisée |
chem., met. | μεταλλικό χρώμα | laque métallisée |
tech., industr., construct. | μεταλλικό χτένι με διπλό σύνδεσμο | peigne métallique à ligature double |
transp., met. | μεταλλικό όχημα | voiture métallique |
met. | μεταλλικό ύφασμα από σύρμα σιδήρου ή χάλυβα | toile métallique en fil de fer ou fil d'acier |
chem., el. | μεταφορέας με μεταλλικό ιμάντα | transporteur à tapis métallique |
met. | μετρίου πάχους μεταλλικό φύλλο | tôle moyenne |
met., el. | μη αναλισκόμενο μεταλλικό ηλεκτρόδιο | électrode métallique réfractaire |
IT | μη μεταλλικό καλώδιο | câble sans éléments métalliques |
environ. | μη μεταλλικό ορυκτό | minéral non métallique |
econ. | μη μεταλλικό ορυκτό | minerai non métallique |
industr. | μη μεταλλικό ορυκτό προϊόν | produit minéral non métallique |
industr., construct. | μηχανή ραφής με μεταλλικό νήμα | piqueuse de fil métallique |
mater.sc., industr., construct. | ορθογώνιο μεταλλικό κουτί | boîte métallique rectangulaire |
mater.sc., industr., construct. | ορθογώνιο μεταλλικό κουτί | boîte métallique carrée |
mater.sc., industr., construct. | ορθογώνιο μεταλλικό κουτί | boîte rectangulaire |
mater.sc., industr., construct. | ορθογώνιο μεταλλικό κουτί | boîte carrée |
el. | πίνακες με μεταλλικό περίβλημα | appareillage sous enveloppe métallique |
met. | παχύρευστο μεταλλικό λουτρό | métal froid |
met. | παχύρευστο μεταλλικό λουτρό | bain de fusion visqueux |
mech.eng. | πιεστήριοπρέσακατασκευής σφαιριδίων από μεταλλικό σύρμα με σύνθλιψη | presse à fabriquer les billes par refoulement à partir de métal en fil |
el. | πλάκα με ενσωματωμένο μεταλλικό έλασμα για τυπωμένα κυκλώματα | plaque métallisée pour circuit imprimé |
mech.eng. | πορώδες μεταλλικό φίλτρο | filtre métallique poreux |
mater.sc., met. | πτυχωτό μεταλλικό φύλλο | tôle rainurée |
mater.sc., met. | πτυχωτό μεταλλικό φύλλο | tôle striée |
mater.sc., met. | πτυχωτό μεταλλικό φύλλο | tôle cannelée |
el. | ρεοστάτης με μεταλλικό πέδιλο | rhéostat à plot |
met. | ροή της σκουριάς μπροστά από το μεταλλικό λουτρό | écoulement du laitier en avant |
met. | σκάψιμο με ηλεκτρικό τόξο χρησιμοποιώντας μεταλλικό ηλεκτρόδιο | gougeage à l'arc avec électrode fusible |
met. | σκλήρυνση σε μεταλλικό καλούπι | trempe en coquille |
transp., mater.sc. | συγκολλημένο μεταλλικό πολύφυλλο | feuilleté métallique soudé |
met. | συγκόλληση με μεταλλικό τόξο | sondage par arc métallique |
met. | σφαίρα από μεταλλικό καρβίδιο | bille en carbure métallique |
industr., construct. | σωλήνας από καουτσούκ με μεταλλικό οπλισμό ενσωματωμένο στη μάζα | tuyau en caoutchouc avec armature métallique noyée dans la masse |
chem., met. | ταραγμένο μεταλλικό λουτρό | bain de fusion effervescent |
chem., met. | ταραγμένο μεταλλικό λουτρό | bain de fusion agité |
agric. | τεχνητό μεταλλικό νερό | eau minérale artificielle |
mech.eng. | τροχός με μεταλλικό στεφάνι | bandage en fer |
mech.eng. | υγρό μεταλλικό ψυκτικό μέσο | réfrigérant métallique liquide |
tech. | υδραργυρικό μεταλλικό θερμόμετρο | thermomètre métallique à dilatation de Hg |
IT | υλικό βάσης με μεταλλικό μανδύα | stratifié à revêtement métallique |
chem. | υπερβορικό μεταλλικό άλας | perborate métallique |
industr., construct. | υφαντικό νήμα περιελιγμένο με μεταλλικό νήμα | fil textile guipé avec des fils de métal |
industr., construct. | υφαντικό νήμα περιελιγμένο με μεταλλικό νήμα | fil textile guipé de métal |
life.sc. | υψομετρική αφετηρία υλοποιημένη μ'ένα μεταλλικό σωλήνα | repère constitué par un tube métallique |
life.sc., tech. | υψομετρικό μεταλλικό βαρόμετρο | altimètre barométrique |
life.sc., tech. | υψομετρικό μεταλλικό βαρόμετρο | altimètre anéro de |
agric. | φράκτης με αμερικάνικο μεταλλικό δίκτυ | grillage à moutons |
agric. | φράκτης με αμερικάνικο μεταλλικό δίκτυ | clôture à treillis américain |
agric. | φράκτης με αμερικάνικο μεταλλικό δίκτυ | clôture en grillage à noeuds |
agric. | φυσικό μεταλλικό νερό | eau minérale naturelle |
agric. | φυσικό μεταλλικό νερό,ενισχυμένο ή εμπλουτισμένο με ανθρακικό οξύ | eau minérale naturelle chargée ou enrichie d'anhydride carbonique |
earth.sc., life.sc. | φωτογραφικό χαρτί οπλισμένο με μεταλλικό φύλλο | papier correctostat |
earth.sc., life.sc. | φωτογραφικό χαρτί οπλισμένο με μεταλλικό φύλλο | papier armé |
met. | χοντρόπαχο μεταλλικό φύλλο | tôle forte |
mech.eng. | χυτευτό μεταλλικό τεμάχιο | pièce métallique coulée |
mech.eng. | χυτό μεταλλικό τεμάχιο | pièce métallique coulée |
agric., construct. | χωρίσματα των κλωβών η των θέσεων από ενισχυμένο μεταλλικό δίκτυο,στερεωμένα σε χαλύβδινα πλαίσια | séparations ou cloisons de cases ou de box en treillis d'armature,fixées à des cadres d'acier |
met. | χύτευση σε μεταλλικό καλούπι | moulage en coquille par gravité |
met. | χύτευση σε μεταλλικό καλούπι | coulée en lingotière |
met. | χύτευση σε μεταλλικό καλούπι | coulée en lingotières |
met. | χύτευση σε μεταλλικό καλούπι | moulage en coquille |
met. | χύτευση σε μεταλλικό καλούπι | coulée en coquille par gravité |
el. | ψηφίδα σε μεταλλικό υποστήριγμα | pastille montée sur plaquette |
met. | ύφασμα από μεταλλικό νήμα | toile en fil métallique |