DictionaryForumContacts

   Greek
Terms containing αυτεπάγγελτα | all forms
SubjectGreekFrench
lawαυτεπάγγελτες εξουσίεςpouvoir ex offcio
lawαυτεπάγγελτες εξουσίεςpouvoir d'office
gen.διαδικασία που κινήθηκε αυτεπάγγελτα από την Επιτροπήprocédure engagée d'office par la Commission
lawπερίπτωση που αποκαλύπτεται αυτεπάγγελταcas décelé d'office
lawπληρεξούσιος που διαγράφεται αυτεπάγγελταmandataire radié d'office
patents.το Γραφείο γνωστοποιεί αυτεπάγγελτα τις κλητεύσεις καθώς και τις κοινοποιήσειςl'Office notifie d'office les invitations à comparaître devant lui ainsi que les communications
patents.Το Γραφείο κοινοποιεί αυτεπάγγελτα ... όλες τις αποφάσεις και κλητεύσεις για ε μφάνιση ενώπιόν του, καθώς και τις γνωστοποιήσεις που αποτελούν αφετηρία προθεσμ ών ...L'Office notifie d'office aux personnes concernées toutes les décisions et citations à comparaître ainsi que toutes communications qui font courir un délai....