Subject | Greek | French |
insur. | αποτιμηθέν ως προς το αρχικό | valeur identique à la police d'origine |
met. | αρχικό άνοιγμα | écartement initial des pièces |
fin. | αρχικό άνοιγμα | risque initial |
chem. | αρχικό έλασμα | feuille de départ |
fin., busin., labor.org. | αρχικό ίδιο κεφάλαιο | capital d'amorçage |
fin. | αρχικό ίδιο κεφάλαιο | fonds propres de base |
chem., el. | αρχικό αέριο στο κοίτασμα | gaz en place initial |
stat. | αρχικό αποτέλεσμα | score brut |
insur. | αρχικό ασφάλιστρο | taux original |
insur. | αρχικό ασφάλιστρο | prime initiale |
agric. | αρχικό βάρος | poids initial |
transp., el. | αρχικό βέλος τόξου | flèche initiale |
mech.eng. | αρχικό βήμα | pas circonférentiel |
mech.eng. | αρχικό βήμα | pas au primitif |
mech.eng. | αρχικό βήμα | pas primitif |
mech.eng. | αρχικό βήμα | pas |
agric. | αρχικό γενετικό υλικό | plants de base |
IT, dat.proc. | αρχικό διάστημα κελιών | intervalle de départ |
IT, dat.proc. | αρχικό διάστημα κελιών | intervalle-source |
IT, dat.proc. | αρχικό διάστημα κελιών | intervalle d'origine |
IT, dat.proc. | αρχικό διάστημα κυψέλης | intervalle de départ |
IT, dat.proc. | αρχικό διάστημα κυψέλης | intervalle-source |
IT, dat.proc. | αρχικό διάστημα κυψέλης | intervalle d'origine |
interntl.trade. | αρχικό διαπραγματευτικό δικαίωμα | droit de négociation primitif |
econ., market. | αρχικό διαπραγματευτικό δικαίωμα | droit de négociateur primitif |
chem. | αρχικό δυναμικό | tension initiale |
transp. | αρχικό εκτημητέο κόστος | coût de premier établissement |
food.ind. | αρχικό εκχύλισμα | extrait primitif |
food.ind. | αρχικό εκχύλισμα | densité primitive |
chem. | αρχικό ελάττωμα | défectuosité initiale |
environ. | αρχικό επίπεδο ρύπανσης των υδάτων | niveau initial de pollution |
industr., construct. | αρχικό επίστρωμα | couche d'enduit |
industr., construct., met. | αρχικό ζεύγος κυλίνδρων | rubicon |
agric. | αρχικό ζυθογλεύκος | moût primitif |
law, social.sc. | αρχικό κίνητρο | incitation au départ |
agric. | αρχικό και τελικό αραίωμα | plaçage |
agric. | αρχικό και τελικό αραίωμα | placement |
IT, dat.proc. | αρχικό κελί | cellule de départ |
IT, dat.proc. | αρχικό κελί | cellule-source |
IT, dat.proc. | αρχικό κελί | cellule-origine |
IT, dat.proc. | αρχικό κελί | cellule-entrée |
IT, dat.proc. | αρχικό κελί | cellule émettrice |
IT, dat.proc. | αρχικό κελί | cellule d'ancrage |
fin., insur. | αρχικό κεφάλαιο | capital de constitution |
econ., fin., account. | αρχικό κεφάλαιο | fonds de dotation |
fin., industr. | αρχικό κεφάλαιο | frais de premier établissement |
fin. | αρχικό κεφάλαιο | capital de démarrage |
fin. | αρχικό κεφάλαιο | capital d'apport |
fin. | αρχικό κεφάλαιο | capital initial |
insur. | αρχικό κεφάλαιο | fonds de garantie |
market., fin. | αρχικό κεφάλαιο | provenance des fonds |
market., fin. | αρχικό κεφάλαιο | origine des fonds |
insur. | αρχικό κεφάλαιο | fonds d'établissement |
insur. | αρχικό κεφάλαιο | fonds initial |
econ., fin., account. | αρχικό κεφάλαιο | capital de dotation |
market., fin. | αρχικό κεφάλαιο μιας εξαγωγικής πίστωσης | principal d'un crédit à l'exportation |
fin. | αρχικό κεφάλαιο της ΕΚΤ | capital initial de la BCE |
fin., econ., account. | αρχικό κονδύλιο | dotation primitive |
fin. | αρχικό κονδύλιο που εγγράφεται στον προϋπολογισμό | dotation primitive inscrite dans le budget |
agric. | αρχικό κοπάδι | troupeau fondateur |
transp. | αρχικό κόστος | coût de premier établissement |
econ. | αρχικό κόστος | prix initial |
econ., agric. | αρχικό κόστος | coûts initiaux |
mech.eng., el. | αρχικό κύκλωμα | circuit primaire |
nat.sc. | Αρχικό κύτταρο καμβίου | initiale du cambium |
commun. | αρχικό λειτουργικό κέντρο | centre opérationnel de départ |
law | αρχικό μέρος | partie d'origine |
met. | αρχικό μήκος μέτρησης | longueur initiale entre repères |
fin. | αρχικό μερίδιο | QUOTE-PART initiale |
fin. | αρχικό μετοχικό κεφάλαιο | capital social initial |
chem. | αρχικό μονομερές | monomère de départ |
life.sc. | αρχικό νέφος | nuage-origine |
fin. | αρχικό οικονομικό έτος | exercice d'origine |
market. | αρχικό παθητικό | passif d'ouverture |
fin. | αρχικό περιθώριο | dépôt de garantie |
fin. | αρχικό περιθώριο | provision |
fin. | αρχικό περιθώριο | couverture initiale |
fin. | αρχικό περιθώριο | marge |
fin. | αρχικό περιθώριο | deposit |
fin. | αρχικό περιθώριο | marge initiale |
gen. | αρχικό πιστοποιητικό έγκρισης τύπου | certificat d'agrément d'origine |
fin. | αρχικό ποσό ματαβιβάσεως | montant du transfert original |
gen. | αρχικό πραγματικό απόθεμα | stock physique initial |
chem. | αρχικό προφίλ αξιολόγησης SIDS | SIDS profil d'évaluation initial |
IT | αρχικό πρωτόκολλο επικοινωνίας | protocole initial |
IT | αρχικό πρόγραμμα | programme initial |
IT, el. | αρχικό πρόγραμμα εκκίνησης | séquence d'instructions initiales |
IT, el. | αρχικό πρόγραμμα εκκίνησης | amorce |
chem. | αρχικό πρότυπο | forme maîtresse |
med. | αρχικό πυρετικό παραλήρημα | délire initial d'affection fébrile |
met., el. | αρχικό ρεύμα | courant initial |
mech.eng., el. | αρχικό ρεύμα εκκίνησης | courant initial de démarrage |
chem. | αρχικό σημείo ζέσεως κλάσματoς | point initial d'ébullition d'une coupe |
life.sc. | αρχικό σημείο | point origine |
IT, dat.proc. | αρχικό σημείο | point initial |
transp., industr., construct. | αρχικό σημείο | origine |
life.sc. | αρχικό σημείο | point fondamental |
chem. | αρχικό σημείο βρασμού | point initial d'ébullition |
IT | αρχικό σημείο εργασίας | origine de travail |
IT | αρχικό σημείο της μηχανής | origine de la machine |
transp., avia. | αρχικό στάδιο ανόδου | montée initiale |
market. | αρχικό στάδιο εκπαίδευσης του δικαιοδόχου | stage initial de formation du franchisé |
econ., market. | αρχικό στάδιο λειτουργίας | situation de démarrage |
comp., MS | αρχικό στιγμιότυπο | capture instantanée initiale |
mech.eng., el. | αρχικό συμμετρικό ρεύμα βραχυκύκλωσης | courant initial symétrique de court-circuit |
life.sc., construct. | αρχικό σχέδιο | minute |
mater.sc., construct. | αρχικό σχέδιο εργαστηρίου | plan d'exécution |
mater.sc., construct. | αρχικό σχέδιο εργαστηρίου | dessin d'exécution |
med. | αρχικό σύμπτωμα | symptôme initial |
med. | αρχικό σύνδρομο | syndrome initial |
fin., commun. | αρχικό τέλος | taxe initiale de raccordement |
fin., commun. | αρχικό τέλος | taxe initiale de connexion |
mun.plan., commun., IT | αρχικό τέλος | taxe de mise en présence |
mun.plan., commun., IT | αρχικό τέλος | quantum |
commun. | αρχικό τέλος σύνδεσης | taxe initiale de connexion |
gen. | αρχικό τεύχος ανακοινώσεων | préprint |
gen. | αρχικό τεύχος ανακοινώσεων | tirage préliminaire |
gen. | αρχικό τεύχος ανακοινώσεων | pré-tirage |
construct. | αρχικό τμήμα μώλου | enracinement |
transp., avia. | αρχικό τμήμα προσέγγισης | segment d'approche initiale |
tech., industr., construct. | αρχικό τμήμα της μπομπίνας για τροφοδοσία υφαδιού ασάιτων αργαλειών | cône de départ pour cops-fusée |
agric. | αρχικό υλικό | plants de base |
fin., account. | αρχικό υπόλοιπο | ancien solde |
health. | αρχικό φάρμακο | substance parentale |
IT, earth.sc. | αρχικό φασματικό κανάλι | bande spectrale primaire |
mech.eng. | αρχικό φύλλο | feuille de départ |
tech., chem. | βάρος αρχικό κατά την αναχώρηση | poids à l'entrée |
mech.eng. | γραμμή παρειάς στον αρχικό κύλινδρο | hélice primitive de référence |
mech.eng. | γωνία κλίσεως στον αρχικό κύκλο | angle d'inclinaison primitive |
mech.eng. | γωνία κλίσεως στον αρχικό κύκλο | angle d'hélice primitive |
commun. | διακοσμητικό αρχικό γράμμα | lettrine |
gen. | διατηρείται μόνο μέσα στο αρχικό δοχείο | conserver uniquement dans le récipient d'origine |
gen. | διατηρείται μόνο μέσα στο αρχικό δοχείο | S49 |
gen. | διατηρείται μόνο μέσα στο αρχικό δοχείο σε δροσερό και καλά αεριζόμενο μέρος μακρυά από...ασύμβατα υλικά που υποδεικνύονται από τον κατασκευαστή | S3-9-14-49 |
gen. | διατηρείται μόνο μέσα στο αρχικό δοχείο σε δροσερό και καλά αεριζόμενο μέρος μακρυά από...ασύμβατα υλικά που υποδεικνύονται από τον κατασκευαστή | S391449 |
gen. | διατηρείται μόνο μέσα στο αρχικό δοχείο σε δροσερό και καλά αεριζόμενο μέρος μακρυά από...ασύμβατα υλικά που υποδεικνύονται από τον κατασκευαστή | S3/9/14/49 |
gen. | διατηρείται μόνο μέσα στο αρχικό δοχείο σε δροσερό και καλά αεριζόμενο μέρος μακρυά από...ασύμβατα υλικά που υποδεικνύονται από τον κατασκευαστή | conserver uniquement dans le récipient d'origine dans un endroit frais et bien ventilé à l'écart de ... (matières incompatibles à indiquer par le fabricant |
gen. | διατηρείται μόνο μέσα στο αρχικό δοχείο σε δροσερό μέρος | S3949 |
gen. | διατηρείται μόνο μέσα στο αρχικό δοχείο σε δροσερό μέρος | S3/9/49 |
gen. | διατηρείται μόνο μέσα στο αρχικό δοχείο σε δροσερό μέρος | conserver uniquement dans le récipient d'origine dans un endroit frais et bien ventilé |
gen. | διατηρείται μόνο μέσα στο αρχικό δοχείο σε δροσερό μέρος | S3-9-49 |
gen. | διατηρείται μόνο μέσα στο αρχικό δοχείο σε θερμοκρασία ίση ή κατώτερη των...°Cκαθορίζεται από τον κατασκευαστή | conserver uniquement dans le récipient d'origine à une température ne dépassant pas ... °C à préciser par le fabricant |
gen. | διατηρείται μόνο μέσα στο αρχικό δοχείο σε θερμοκρασία ίση ή κατώτερη των...°Cκαθορίζεται από τον κατασκευαστή | S4749 |
gen. | διατηρείται μόνο μέσα στο αρχικό δοχείο σε θερμοκρασία ίση ή κατώτερη των...°Cκαθορίζεται από τον κατασκευαστή | S47/49 |
gen. | διατηρείται μόνο μέσα στο αρχικό δοχείο σε θερμοκρασία ίση ή κατώτερη των...°Cκαθορίζεται από τον κατασκευαστή | S47-49 |
gen. | δοκίμιο από αρχικό μέταλλο | éprouvette prélevée dans le métal de base |
market., fin. | εναπομείναν αρχικό ίδιο κεφάλαιο | fonds propre de base résiduel |
IT | κινητό αρχικό σημείο | origine flottante |
law | μέγιστα ανεκτά σφάλματα στον αρχικό έλεγχο ΕΟΚ | erreurs maximales tolérées en vérification primitive CEE |
commun., IT | μεταφορά του σήματος από το αρχικό σημείο στις εγκαταστάσεις αναμετάδοσης | acheminement du signal du point d'origine vers l'équipement de transmission |
chem. | Να διατηρείται μόνο στον αρχικό περιέκτη. | Conserver uniquement dans le récipient d'origine. |
law | σήμα έγκρισης προτύπου ΕΟΚ σε περίπτωση απαλλαγής από τον αρχικό έλεγχο | signe d'approbation CEE de modèle en cas de dispense de vérification primitive |
econ. | συνολικό ποσό του συναπτομένου δανείου σε αρχικό κεφάλαιο και τόκους | montant global d'un emprunt en principal et en intérêts |
IT, dat.proc. | υπερεκτεταμένο αρχικό | initiale ascendante |
IT, dat.proc. | υπερυψωμένο αρχικό | initiale ascendante |
IT, dat.proc. | υπερυψωμένο αρχικό γράμμα | initiale montante |
IT, dat.proc. | υποεκτεταμένο αρχικό | initiale descendante |
el. | φωτορεύμα αρχικό | photocourant primaire |
transp. | χρόνος χρήσης αερολιμένος που επιστρέφεται στον αρχικό του κάτοχο | créneau réaffecté à son titulaire initial |