Subject | Greek | French |
IT | αμέσως ανώτερη αρχή | l'autorité immédiatement supérieure |
gen. | αμέσως καταλογιζόμενα έξοδα | frais directement imputables |
law | αμέσως μετά την έναρξη της ισχύος της παρούσης συνθήκης | à compter de l'entrée en vigueur du présent Traité |
law | αμέσως μετά την έναρξη της ισχύος της παρούσης συνθήκης | dès l'entrée en vigueur du présent traité |
gen. | αφαιρέστε αμέσως όλα τα ενδύματα που έχουν μολυνθεί | enlever immédiatement tout vêtement souillé ou éclaboussé |
gen. | αφαιρέστε αμέσως όλα τα ενδύματα που έχουν μολυνθεί | S27 |
chem. | Αφαιρέστε / Βγάλτε αμέσως όλα τα μολυσμένα ρούχα. | Enlever immédiatement les vêtements contaminés. |
law | Διάταξη αμέσως εκτελεστή | ordonnance immédiatement exécutoire |
polit., law | διαβιβάζω αμέσως | transmettre sans délai |
comp., MS | Επιστρέφω αμέσως | De retour dans quelques minutes |
comp., MS | Επιστρέφω αμέσως | De retour bientôt |
chem. | Καλέστε αμέσως το ΚΕΝΤΡΟ ΔΗΛΗΤΗΡΙΑΣΕΩΝ ή ένα γιατρό. | Appeler immédiatement un CENTRE ANTIPOISON ou un médecin. |
chem. | Ξεπλύνετε αμέσως τα μολυσμένα ρούχα και την επιδερμίδα με άφθονο νερό πριν αφαιρέσετε τα ρούχα. | Rincer immédiatement et abondamment avec de l'eau les vêtements contaminés et la peau avant de les enlever. |
gov. | ο αμέσως ιεραρχικά ανώτερος του υπαλλήλου | supérieur hiérarchique direct |
gov. | ο αμέσως ιεραρχικά ανώτερος του υπαλλήλου | supérieur hiérarchique direct du fonctionnaire |
law | ο δικαστής που προηγείται αμέσως του εισηγητή δικαστή κατά τη σειρά αρχαιότητος | juge précédant le juge rapporteur immédiatement dans le rang |
fin., polit. | περιουσία ή πρόσοδοι που προέρχονται ή αποκτώνται αμέσως ή εμμέσως από ή που χρησιμοποιήθηκαν στη διεθνή παράνομη εμπορία και διακίνηση ναρκωτικών | biens ou produits provenant ou obtenus directement ou indirectement ou utilisés dans le cadre du trafic international illicite de stupéfiants |
insur. | πράκτορας που οφείλει να αποδώσει αμέσως τα χρήματα που εισέπραξε | agent n'établissant pas les pièces |
fin. | πράξη σε συνάλλαγμα αμέσως παραδοτέο | opération de change au comptant |
fin. | πράξη σε συνάλλαγμα αμέσως παραδοτέο | opération au comptant |
med. | πρόθεση η οποία τοποθετείται αμέσως μετά την αφαίρεση των δοντιών | prothèse immédiate |
gen. | σε περίπτωση ατυχήματος ή αν αισθανθείτε αδιαθεσία,ζητήστε αμέσως ιατρική συμβουλήδείξτε την ετικέτα όπου αυτό είναι δυνατό | S45 |
gen. | σε περίπτωση ατυχήματος ή αν αισθανθείτε αδιαθεσία,ζητήστε αμέσως ιατρική συμβουλήδείξτε την ετικέτα όπου αυτό είναι δυνατό | en cas d'accident ou de malaise, consulter immédiatement un médecin si possible, lui monerer l'étiquette |
gen. | σε περίπτωση επαφής με τα μάτια πλύνετε αμέσως με άφθονο νερό και ζητήστε ιατρική συμβουλή | en cas de contact avec les yeux, laver immédiatement et abondamment avec de l'eau et consulter un spécialiste |
gen. | σε περίπτωση επαφής με τα μάτια πλύνετε αμέσως με άφθονο νερό και ζητήστε ιατρική συμβουλή | S26 |
gen. | σε περίπτωση επαφής με το δέρμα,πλύνετε αμέσως με άφθονο....το είδος του υγρού καθορίζεται από τον κατασκευαστή | après contact avec la peau, se laver immédiatement et abondamment avec produits appropriés à indiquer par le fabricant |
gen. | σε περίπτωση επαφής με το δέρμα,πλύνετε αμέσως με άφθονο....το είδος του υγρού καθορίζεται από τον κατασκευαστή | S28 |
gen. | σε περίπτωση καταπόσεως,να ζητηθεί αμέσως ιατρική συμβουλή και να επιδειχθεί το δοχείο ή η ετικέτα | en cas d'ingestion consulter immédiatement un médecin et lui montrer l'emballage ou l'étiquette |
gen. | σε περίπτωση καταπόσεως,να ζητηθεί αμέσως ιατρική συμβουλή και να επιδειχθεί το δοχείο ή η ετικέτα | en cas d'ingestion, consulter immédiatement un médecin, et lui montrer l'emballage ou l'étiquette |
gen. | σε περίπτωση καταπόσεως,να ζητηθεί αμέσως ιατρική συμβουλή και να επιδειχθεί το δοχείο ή η ετικέτα | S46 |
chem. | ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΕΠΑΦΗΣ ΜΕ ΤΑ ΡΟΥΧΑ: Ξεπλύντε αμέσως τα μολυσμένα ρούχα και την επιδερμίδα με άφθονο νερό πριν αφαιρέσετε τα ρούχα. | EN CAS DE CONTACT AVEC LES VÊTEMENTS: rincer immédiatement et abondamment avec de l'eau les vêtements contaminés et la peau avant de les enlever. |
chem. | ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΕΠΑΦΗΣ ΜΕ ΤΟ ΔΕΡΜΑ ή με τα μαλλιά: Αφαιρέστε αμέσως όλα τα μολυσμένα ενδύματα. Ξεπλύνετε το δέρμα με νερό/στο ντους. | EN CAS DE CONTACT AVEC LA PEAU ou les cheveux: enlever immédiatement les vêtements contaminés. Rincer la peau à l'eau/se doucher. |
chem. | ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΚΑΤΑΠΟΣΗΣ: Καλέστε αμέσως το ΚΕΝΤΡΟ ΔΗΛΗΤΗΡΙΑΣΕΩΝ ή ένα γιατρό. | EN CAS D'INGESTION: appeler immédiatement un CENTRE ANTIPOISON ou un médecin. |
chem. | ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΚΑΤΑΠΟΣΗΣ: Καλέστε αμέσως το ΚΕΝΤΡΟ ΔΗΛΗΤΗΡΙΑΣΕΩΝ ή ένα γιατρό, εάν αισθανθείτε αδιαθεσία. | EN CAS D'INGESTION: appeler un CENTRE ANTIPOISON ou un médecin en cas de malaise. |
chem. | Συμβουλευθείτε / Επισκεφθείτε αμέσως γιατρό. | Consulter immédiatement un médecin. |
law | τα ποσοστά στρογγυλεύονται στο άμεσως ανώτερο ακέραιο πολλαπλάσιο του 0,05% | les pourcentages sont arrondis à la demi-décimale supérieure |
fin., econ. | τα προσοστά στρογγυλεύονται στο αμέσως ανώτερο ακέραιο πολλαπλάσιο του 0,05% | les pourcentages sont arrondis à la demi-décimale supérieure |
law | το αμέσως ανώτερο από το αρμόδιο δικαστήριο | juridiction immédiatement supérieure au tribunal compétent |
chem. | χρωματιζόμενος αμέσως με άλατα χρωμίου | chromaffine |
industr., construct., chem. | Xώρος αμέσως προ του φούρνου | sas d'étuve |