DictionaryForumContacts

   Greek French
Terms for subject Mechanic engineering containing 2 | all forms
GreekFrench
έργον στεγάσεως ρουφρακτών ρυθμιστού κεφαλής 2.ρυθμιστής κεφαλήςlogement des vannes d'un régulateur de prise d'eau
διάταξη ελέγχου εκκίνησης με βάση τη διαφορική πίεση p2-p1dispositif de démarrage par p2-p1
μηχανοκίνητος αντλία 2.μηχανοκίνητος παλινδρομική αντλίαpompe à commande mécanique