DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Mechanic engineering containing όργανο | all forms
GreekFrench
ελαστικό όργανο σύζευξηςaccouplement souple
ελαστικό όργανο σύζευξηςaccouplement élastique
ελαστικό όργανο σύζευξηςaccouplement semi-rigide
κινητό όργανο σύνδεσηςorgane de liaison
κινητό όργανο σύνδεσηςorgane de liaison mobile
κινητό όργανο σύνδεσηςliaison mobile
κινητό όργανο σύνδεσηςjoint mobile
κινητό όργανο σύνδεσηςliaison
κινητό όργανο σύνδεσηςjoint
μηχανικό όργανοpièce
μηχανικό όργανοpièce mécanique
μηχανικό όργανοpièce de machine
μηχανικό όργανοorgane de machine
μηχανικό όργανοorgane
υδραυλικό όργανο σύζευξηςaccouplement hydraulique
όργανο ανιχνεύσεως της θέσεως του εμβόλου του ταμιευτήρα ύδατοςappareil de surveillance de la position du piston d'accumulateur
όργανο αντιστάθμισης συστροφήςcompensateur de torsion
όργανο αυτόματου ελέγχουappareil de régulation automatique
όργανο ελέγχουorgane de commande
όργανο ελέγχουdispositif de commande
όργανο ελέγχου της θραύσης του σύρματοςappareil controleur de rupture de fil
όργανο σύζευξηςorgane d'accouplement