DictionaryForumContacts

   Greek
Terms containing χρονικό διάστημα | all forms | in specified order only
SubjectGreekFrench
polit.απεριόριστο χρονικό διάστημαdurée illimitée
agric.αποθήκευση για μεγάλο χρονικό διάστημαstockage à long terme
mater.sc.αποθήκευση για μικρό χρονικό διάστημαstockage à court terme
law, immigr.διαμονή για χρονικό διάστημα έως τρεις μήνεςséjour ne dépassant pas trois mois
law, immigr.διαμονή για χρονικό διάστημα έως τρεις μήνεςséjour n'excédant pas trois mois
law, immigr.διαμονή για χρονικό διάστημα έως τρεις μήνεςséjour inférieur à trois mois
law, immigr.διαμονή για χρονικό διάστημα έως τρεις μήνεςséjour de moins de trois mois
law, immigr.διαμονή για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνώνséjour supérieur à trois mois
law, immigr.διαμονή για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνώνséjour excédant trois mois
law, immigr.διαμονή για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνώνséjour de plus de trois mois
lawεπί όσο χρονικό διάστημα εξακολουθεί να υφίσταται η παράλειψηtant que le défaut n'a pas été régularisé
fin.κάθετος περιορισμός για περιορισμένο χρονικό διάστημαrestriction verticale à durée limitée
insur.κάλυψη κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ υποβολής της προσφοράς και υπογραφής της σύμβασηςcouverture entre la soumission et l'adjudication
el.μέγιστο χρονικό διάστημα από την εκκίνηση μέχρι την ταχύτηταtemps maximal de démarrage pour la vitesse de défilement en enregistrement et lecture
el.μέγιστο χρονικό διάστημα γρήγορου τυλίγματοςtemps maximal de bobinage rapide
el.μέγιστο χρονικό διάστημα στάσης από τη μέγιστη ταχύτητα περιέλιξηςtemps maximal d'arrêt à partir de la vitesse maximale de bobinage
el.μέγιστο χρονικό διάστημα σταματήματος από την ταχύτηταtemps maximal d'arrêt à partir de la vitesse de défilement en enregistrement et lecture
fin.μετοχές που για ένα χρονικό διάστημα δεν δικαιούνται μερίσματοςvaleur ordinaire différée
fin.μετοχές που για ένα χρονικό διάστημα δεν δικαιούνται μερίσματοςvaleur ordinaire
fin.μετοχές που για ένα χρονικό διάστημα δεν δικαιούνται μερίσματοςvaleur différée
gen.παράθυρο ευκαιρίας' χρονικό διάστημα που απομένειcirconstance opportune
gen.παράθυρο ευκαιρίας' χρονικό διάστημα που απομένειmarge de possibilité
gen.παράθυρο ευκαιρίας' χρονικό διάστημα που απομένειconjoncture favorable
gen.παράθυρο ευκαιρίας' χρονικό διάστημα που απομένειoccasion
gen.παράθυρο ευκαιρίας' χρονικό διάστημα που απομένειpossibilité
gen.παράθυρο ευκαιρίας' χρονικό διάστημα που απομένειouverture
gen.παράθυρο ευκαιρίας' χρονικό διάστημα που απομένειchance
commun.παρεμβάλλω χρονικό διάστημαespacer
gen.πληρωμή δια το διαρρεύσαν χρονικό διάστημαpaiement à terme échu
econ.χρηματοπιστωτικές υποχρεώσεις που αναλαμβάνονται για αόριστο χρονικό διάστημαengagement dont le terme est indéterminé
gen.χρονικό διάστημαtime window
IT, el.χρονικό διάστημαvacation
IT, el.χρονικό διάστημαtranche de temps
transp., el.χρονικό διάστημαcréneau de temps
transp., el.χρονικό διάστημαécart
transp., el.χρονικό διάστημαintervalle
environ.χρονικό διάστημαtemps durée
gen.χρονικό διάστημαintervalle de temps
industr., construct.χρονικό διάστημα ακονίσματοςintervalle de rhabillage
agric.χρονικό διάστημα ανάμεσα σε διαδοχικούς τοκετούςintervalle entre deux vêlages
agric.χρονικό διάστημα ανάμεσα σε διαδοχικούς τοκετούςintervalle entre vêlages
nat.sc., agric.χρονικό διάστημα ανάμεσα σε διαδοχικούς τοκετούςintervalle entre mises bas
agric.χρονικό διάστημα ανάμεσα σε διαδοχικούς τοκετούςintervalle des vêlages
comp., MSχρονικό διάστημα ανίχνευσηςintervalle de balayage
law, lab.law.χρονικό διάστημα αναπλήρωσης ενός αδειούχουintérim de congé
tech.χρονικό διάστημα αναφοράςintervalle du temps de mesurage
health.χρονικό διάστημα αναφοράςintervalle de référence
tech.χρονικό διάστημα αναφοράςintervalle de mesurage
fin.χρονικό διάστημα απόσβεσηςdélai d'amortissement
law, immigr.χρονικό διάστημα για την οικειοθελή αναχώρησηdélai de départ volontaire
IT, dat.proc.χρονικό διάστημα ελέγχουintervalle de vérification
comp., MSχρονικό διάστημα επανάληψηςintervalle avant nouvelle tentative
el.χρονικό διάστημα λειτουργίαςtemps de fonctionnement
el.χρονικό διάστημα λειτουργίαςdurée de fonctionnement
fin.χρονικό διάστημα μέχρι την λήξηdurée de vie jusqu'à échéance
mech.eng., construct.χρονικό διάστημα μεταξύ απελευθερώσεως και επενεργείας της πέδηςtemps de parcours entre levée et retombée du frein
nat.sc., agric.χρονικό διάστημα μεταξύ διαδοχικών οργανισμώνintervalle entre les chaleurs
transp.χρονικό διάστημα μεταξύ δύο διαδοχικών επιθεωρήσεωνdélai de révision
agric.χρονικό διάστημα μεταξύ μιας συγκομιδής και της επόμενης σποράςinterculture
ITχρονικό διάστημα μεταξύ ψηφίωνtemps mort entre chiffres
ITχρονικό διάστημα μεταξύ ψηφίωνintervalle interchiffre
ITχρονικό διάστημα μεταξύ ψηφίωνinterchiffre
law, social.sc., transp.χρονικό διάστημα οδήγησηςtemps de conduite
transp.χρονικό διάστημα που έχει ζητηθείcréneau horaire demandé
econ., market.χρονικό διάστημα που καθορίζεται μέσω υποχρεωτικής διαιτησίαςdélai déterminé par arbitrage contraignant
fin.χρονικό διάστημα που καλύπτει η χρηματοδότησηpériode d'intervention
comp., MSχρονικό διάστημα προτερματισμού λειτουργίαςdélai d'anticipation de fermeture
comp., MSχρονικό διάστημα συλλογής απορριφθέντων στοιχείωνintervalle de Garbage Collection
comp., MSχρονικό διάστημα συλλογής απορριφθέντων στοιχείωνintervalle de nettoyage de la mémoire
comp., MSχρονικό διάστημα χάριτοςpériode de grâce
industr., construct., chem.χρονικό διάστημα ώθησηςtemps de poussée
environ.χρόνος/καιρός/ώρα/φορά/χρονικό διάστημαtemps durée
environ.χρόνος/καιρός/ώρα/φορά/χρονικό διάστημαtemps (durée