DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Finances containing χρονικό | all forms
GreekFrench
κάθετος περιορισμός για περιορισμένο χρονικό διάστημαrestriction verticale à durée limitée
μετοχές που για ένα χρονικό διάστημα δεν δικαιούνται μερίσματοςvaleur ordinaire
μετοχές που για ένα χρονικό διάστημα δεν δικαιούνται μερίσματοςvaleur ordinaire différée
μετοχές που για ένα χρονικό διάστημα δεν δικαιούνται μερίσματοςvaleur différée
χρονικό διάστημα απόσβεσηςdélai d'amortissement
χρονικό διάστημα μέχρι την λήξηdurée de vie jusqu'à échéance
χρονικό διάστημα που καλύπτει η χρηματοδότησηpériode d'intervention