Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Bulgarian
Croatian
Danish
Dutch
English
Estonian
French
German
Italian
Japanese
Latvian
Polish
Portuguese
Romanian
Serbian Latin
Spanish
Ukrainian
Terms
for subject
General
containing
χρονικό
|
all forms
Greek
French
παράθυρο ευκαιρίας'
χρονικό
διάστημα που απομένει
circonstance opportune
παράθυρο ευκαιρίας'
χρονικό
διάστημα που απομένει
marge de possibilité
παράθυρο ευκαιρίας'
χρονικό
διάστημα που απομένει
occasion
παράθυρο ευκαιρίας'
χρονικό
διάστημα που απομένει
conjoncture favorable
παράθυρο ευκαιρίας'
χρονικό
διάστημα που απομένει
possibilité
παράθυρο ευκαιρίας'
χρονικό
διάστημα που απομένει
ouverture
παράθυρο ευκαιρίας'
χρονικό
διάστημα που απομένει
chance
πληρωμή δια το διαρρεύσαν
χρονικό
διάστημα
paiement à terme échu
χρονικό
διάστημα
time window
χρονικό
διάστημα
intervalle de temps
χρονικό
όριο αποθήκευσης
durée limite de stockage
χρονικό
όριο αποθήκευσης
délai de conservation
χρονικό
όριο αποθήκευσης
vie de stockage
χρονικό
όριο αποθήκευσης
période de stockage sans contrôle
χρονικό
όριο αποθήκευσης
durée maximale de conservation
χρονικό
όριο αποθήκευσης
durée de vie en stockage
χρονικό
όριο αποθήκευσης
durée de validité
χρονικό
όριο αποθήκευσης
durée de vie en stock
χρονικό
όριο αποθήκευσης
durée de stockage
Get short URL