DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject General containing χρονικό | all forms
GreekFrench
παράθυρο ευκαιρίας' χρονικό διάστημα που απομένειcirconstance opportune
παράθυρο ευκαιρίας' χρονικό διάστημα που απομένειmarge de possibilité
παράθυρο ευκαιρίας' χρονικό διάστημα που απομένειoccasion
παράθυρο ευκαιρίας' χρονικό διάστημα που απομένειconjoncture favorable
παράθυρο ευκαιρίας' χρονικό διάστημα που απομένειpossibilité
παράθυρο ευκαιρίας' χρονικό διάστημα που απομένειouverture
παράθυρο ευκαιρίας' χρονικό διάστημα που απομένειchance
πληρωμή δια το διαρρεύσαν χρονικό διάστημαpaiement à terme échu
χρονικό διάστημαtime window
χρονικό διάστημαintervalle de temps
χρονικό όριο αποθήκευσηςdurée limite de stockage
χρονικό όριο αποθήκευσηςdélai de conservation
χρονικό όριο αποθήκευσηςvie de stockage
χρονικό όριο αποθήκευσηςpériode de stockage sans contrôle
χρονικό όριο αποθήκευσηςdurée maximale de conservation
χρονικό όριο αποθήκευσηςdurée de vie en stockage
χρονικό όριο αποθήκευσηςdurée de validité
χρονικό όριο αποθήκευσηςdurée de vie en stock
χρονικό όριο αποθήκευσηςdurée de stockage