DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Criminal law containing υπηρεσία | all forms
GreekFrench
αστυνομική υπηρεσία δίωξης της εγκληματικότηταςpolice judiciaire
αστυνομική υπηρεσία δίωξης της εγκληματικότηταςpolice criminelle
Εθνική Υπηρεσία για την Καταπολέμηση του Οργανωμένου ΕγκλήματοςService national de lutte contre le crime organisé
Εθνική Υπηρεσία Εγκληματολογικών ΕρευνώνDirection nationale de la police judiciaire
Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών στον τομέα του ΕγκλήματοςService national de renseignement en matière criminelle
Ευρωπαϊκή Αστυνομική ΥπηρεσίαOffice européen de police
κεντρική υπηρεσία για την καταπολέμηση της παραχάραξης και κιβδηλείας του ευρώoffice central de répression du faux monnayage de l'euro
Υπηρεσία ανάκτησης περιουσιακών στοιχείωνbureau de recouvrement des avoirs
υπηρεσία επιβολής του νόμουforces de l'ordre
υπηρεσία πληροφοριών στον τομέα του εγκλήματοςservice de renseignements en matière criminelle
Υπηρεσία Φορολογικών Πληροφοριών και ΑνακρίσεωνService de renseignements et d'enquête en matière fiscale