DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Fish farming pisciculture containing συρματόσχοινο | all forms
GreekFrench
κύριο συρματόσχοινοcâble principal
συρματόσχοινο με το οποίο σέρνεται το δίχτυ στο βυθόcable de traction
συρματόσχοινο με το οποίο σέρνεται το δίχτυ στο βυθόfune
συρματόσχοινο με το οποίο σέρνεται το δίχτυ στο βυθόcable de trainage
συρματόσχοινο με το οποίο σέρνεται το δίχτυ στο βυθόcable de halage
συρματόσχοινο με το οποίο σέρνεται το δίχτυ στο βυθόaussiere
συρματόσχοινο τράταςfune
χοντρό συρματόσχοινοbras de chalut
χοντρό συρματόσχοινοbras