DictionaryForumContacts

   Greek French
Terms for subject Materials science containing στη | all forms | exact matches only
GreekFrench
αντίσταση στη θλίψηeffort d'écrasement
αντίσταση στη σήψηimputrescibilité
αντοχή κόλλησης στη διάτμησηrésistance du collage au cisaillement
αντοχή στη διάβρωσηrésistibilité à la corrosion
αντοχή στη διάβρωσηrésistance à la corrosion
αντοχή στη θραύσηténacité à la rupture
αντοχή στη θραύσηrésistance à la propagation des fissures
αντοχή στη μικροβιολογική διάβρωσηrésistance aux champignons
αντοχή στη συμπίεσηrésistance à la compression
αντοχή στη συμπίεσηeffort d'écrasement
αντοχή στη συμπίεσηrésistance à l'écrasement
αντοχή στη φθοράqualités d'usure
βούλωμα των διακένων στη σχάρα της εστίαςengorgement
βούλωμα των διακένων στη σχάρα της εστίαςencrassement
δακτύλιος αντιπυρικός στη θυρίδα της εστίαςpare-ringard
δοκιμή αντοχής στη στρέβλωσηessai de résistance au flambage
ευαίσθητος στη θερμότηταcassant à chaud
ευαίσθητος στη μούχλαsujet aux moisissures
θεώρηση του μεταβατικού μέρους του ερπυσμού στη διαδικασία της παραμόρφωσηςtenir compte du fluage transitoire dans le processus de déformation
ισχύς η οποία τίθεται στη διάθεσηpuissance mise à la disposition
ισχύς η οποία τίθεται στη διάθεσηpuissance mise à disposition
μηχανή δοκιμασίας υλικών στη συμπίεσηmachine à essayer les matériaux à la compression
ραγίσματα στη ζώνη επαφής των διαφόρων κόκκωνpattes d'araignée
ραγίσματα στη ζώνη επαφής των διαφόρων κόκκωνfissure entre grains
Σχέδια πιλότοι και/ή σχέδια επίδειξης στη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβαProjets pilotes et/ou de démonstration en sidérurgie
τριβή στη βάσηfrottement sur la base