Subject | Greek | French |
transp. | έλασμα προφυλακτήρα από τριβή ημιστρογγυλής διατομής | demi-rond tôle d'usure |
tech. | αλληλοσυνδεόμενοι κινητοί προφυλακτήρες | protecteur mobile avec dispositif de verrouillage |
transp. | αντιλασπωτικός προφυλακτήρας | pare-boue |
transp., tech. | ενισχυμένοι προφυλακτήρες | pare-buffles |
transp., tech. | ενισχυμένος προφυλακτήρας οχήματος | pare-buffles |
mech.eng. | εξάρτημα προσαρμοσμένο μέσα στον προφυλακτήρα | élément incrusté dans le pare-chocs |
mech.eng. | εξάρτημα του προφυλακτήρα | élément rapporté sur le pare-chocs |
transp. | επιπλέων προφυλακτήρας | défense flottante |
transp., tech. | κυκλικός προφυλακτήρας | tampon à section circulaire |
transp., mech.eng. | μπάρα προφυλακτήρα | lame de pare-chocs |
transp., construct. | ξύλινοι προφυλακτήρες | fourrure en bois |
transp., met. | πέδιλο του προφυλακτήρα | sabot de pare-chocs |
transp., met. | πέδιλο του προφυλακτήρα | barrette de pare-chocs |
transp., met. | πέδιλο του προφυλακτήρα | banane |
transp. | παραμορφώσιμοι προφυλακτήρες | parties terminales déformables |
mech.eng. | πλάγιοι προφυλακτήρες | garde-flancs |
transp. | προφυλακτήρας έλικας | protecteur d'hélice |
transp., mech.eng. | προφυλακτήρας αλυσίδας | pare-chaîne |
transp., mech.eng. | προφυλακτήρας αλυσοκίνησης | pare-chaîne |
industr., construct. | προφυλακτήρας από διάφανη πλαστική ύλη | protecteur en matière plastique transparente |
health. | προφυλακτήρας από πτώση | équipement de protection contre les chutes |
health. | προφυλακτήρας από πτώση | protecteur antichute |
health. | προφυλακτήρας από πτώση | antichute |
health. | προφυλακτήρας από πτώση | anti-chute individuel |
transp., met. | προφυλακτήρας από τριβή ημιστρογγυλής διατομής | demi-rond d'usure |
transp., mech.eng. | προφυλακτήρας ασφαλείας | carter de moteur |
transp., mech.eng. | προφυλακτήρας ασφαλείας | carter du moteur |
transp., mech.eng. | προφυλακτήρας ασφαλείας | carter |
transp. | προφυλακτήρας για αλυσίδες | carter garde-chaîne |
industr., construct. | προφυλακτήρας για μοτοσυκλετιστές | écran pour motocycliste |
transp. | προφυλακτήρας για τη λάσπη | bavette de garde-boue |
med. | προφυλακτήρας δακτύλων για χειρούργους | doigtier |
transp., mech.eng. | προφυλακτήρας διπλής μπάρας | pare-chocs à double lame |
mech.eng. | προφυλακτήρας ερπύστριας | bague d'axe |
transp. | προφυλακτήρας θερμότητας | écran thermique |
transp., nautic., fish.farm. | προφυλακτήρας κάβου | protection d'arbre d'hélice |
industr., construct. | προφυλακτήρας καλαποδιού | amortisseur de forme |
transp. | προφυλακτήρας κατά των συγκρούσεων | pare-choc |
transp., tech. | προφυλακτήρας κυκλικής τομής | tampon à section circulaire |
mech.eng. | προφυλακτήρας κυλίνδρου ερπύστριας | protège-galet |
mech.eng. | προφυλακτήρας κυλίνδρου ερπύστριας | couvre-galet |
transp., tech. | προφυλακτήρας λάσπης | garde-boue |
transp., tech. | προφυλακτήρας λάσπης | aile de voiture |
transp., tech. | προφυλακτήρας λάσπης | aile |
agric. | προφυλακτήρας μαστού | protecteur de mamelle |
industr., construct. | προφυλακτήρας μαχαιριού | garde-couteau |
life.sc., transp. | προφυλακτήρας μετεωριτών | bouclier météoritique |
industr., construct. | προφυλακτήρας μύτης | protège-pointe |
industr., construct. | προφυλακτήρας νήματος | casse-fils |
mech.eng., construct. | προφυλακτήρας οροφής φρέατος διαδρομής | déflecteur de plafond |
mech.eng., construct. | προφυλακτήρας οροφής φρέατος διαδρομής | déflecteur d'intersection |
transp. | προφυλακτήρας ουραίου στροφείου | béquille-arceau |
transp. | προφυλακτήρας πηδοδόκης | boîte d'usure du tube de jaumière |
transp., industr., construct. | προφυλακτήρας πρόσκρουσης | parechoc |
industr., construct. | προφυλακτήρας πτέρνας | talonnette |
industr., construct. | προφυλακτήρας σαϊτας | garde-navette |
industr., construct. | προφυλακτήρας στημονιού του αργαλειού | escape |
transp. | προφυλακτήρας στορέα άγκυρα | couvercle d'écubier |
industr., construct. | προφυλακτήρας συγκολλητών | écran à main pour soudeur |
gen. | προφυλακτήρας της κεφαλής | coiffe de protection |
industr., construct. | προφυλακτήρας υφαδιού | casse-trame |
industr., construct. | προφυλακτήρας φτέρνας | protège-bas |
mech.eng. | προφυλακτήρας χειρολισθήρα | protecteur d'entrée de main-courante |
transp., polit. | προφυλακτήρες για τα πόδια των μοτοσικλετιστών | dispositif de protection pour les jambes |
transp., polit. | προφυλακτήρες για τα πόδια των μοτοσικλετιστών | accessoire de protection pour les jambes |
mater.sc. | προφυλακτήρες γωνιών | coins-protecteurs |
transp. | προφυλακτήρες πλευρών κύτους | latte de vaigrage |
transp. | προφυλακτήρες πλευρών κύτους | vaigrage |
transp. | προφυλακτήρες πλευρών κύτους | vaigrage à claire voie |
transp. | προφυλακτήρες πλευρών κύτους | latte de fardage |
transp., mil., grnd.forc., tech. | πρόσθιος προφυλακτήρας με δυνατότητα απορρόφησης των κρούσεων | pare-chocs avant "souple" |
transp. | ράβδος προφυλακτήρα από τριβή ημιστρογγυλής διατομής | demi-rond liston d'usure |
transp. | σημείο τερματισμού προφυλακτήρα | butoir de pare-chocs |
lab.law. | υπερυψωμένος προφυλακτήρας για τον οδηγό | protège-conducteur |
transp., met. | υποδοχή του προφυλακτήρα | barrette de pare-chocs |
transp., met. | υποδοχή του προφυλακτήρα | sabot de pare-chocs |
transp., met. | υποδοχή του προφυλακτήρα | banane |