Subject | Greek | French |
agric., chem. | άφρισμα με προσθήκη διοξειδίου του άνθρακος | moussage par injection de dioxyde de carbone |
agric. | άφρισμα με προσθήκη νερού υπό πίεση | moussage par injection d'eau sous pression |
agric. | έλαιο με προσθήκη βιταμινών | huile survitaminée |
transp., mech.eng. | έμμορφη προσθήκη | cale de forme |
pharma., chem. | αρνητικός έλεγχος χωρίς προσθήκη ιού | contrôle négatif sans addition de virus |
IT, dat.proc. | αυτόματη προσθήκη σελίδων φόρμας | génération automatique de pages |
IT, dat.proc. | αυτόματη προσθήκη σελίδων φόρμας | duplication de page |
IT, dat.proc. | αυτόματη προσθήκη σελίδων φόρμας | copie automatique de page |
agric. | αύξηση της οξύτητας; προσθήκη κιτρικού ή ταρταρικού οξέος στο μούστο | acidification |
agric. | γλεύκη των οποίων διαταράχθηκε ή σταμάτησε η ζύμωση με την προσθήκη αλκοόλης | muté |
agric. | γλεύκη των οποίων διαταράχθηκε ή σταμάτησε η ζύμωση με την προσθήκη αλκοόλης | moût muté |
agric. | γλεύκη των οποίων διαταράχθηκε ή σταμάτησε η ζύμωση με την προσθήκη αλκοόλης | moût muet |
agric. | γλεύκος νωπών σταφυλιών του οποίου η ζύμωση έχει ανασταλεί με την προσθήκη αλκοόλης | moût de raisins frais,muté à l'alcool |
agric. | γλεύκος νωπών σταφυλιών του οποίου η ζύμωση ανεστάλη με την προσθήκη αλκοόλης | moût de raisins frais muté à l'alcool |
food.ind. | γλεύκος νωπών σταφυλιών του οποίου η ζύμωση διακόπηκε με προσθήκη αλκοόλης | moût de raisins frais muté à l'alcool |
agric. | γλεύκος του οποίου η ζύμωση παρεμποδίσθη εκ προσθήκης αλκοόλης; γλεύκη των οποίων διαταράχθηκε ή σταμάτησε η ζύμωση με την προσθήκη αλκοόλης | muté |
agric. | γλεύκος του οποίου η ζύμωση παρεμποδίσθη εκ προσθήκης αλκοόλης; γλεύκη των οποίων διαταράχθηκε ή σταμάτησε η ζύμωση με την προσθήκη αλκοόλης | moût muté |
agric. | γλεύκος του οποίου η ζύμωση παρεμποδίσθη εκ προσθήκης αλκοόλης; γλεύκη των οποίων διαταράχθηκε ή σταμάτησε η ζύμωση με την προσθήκη αλκοόλης | moût muet |
agric., sugar. | γλύκανση; προσθήκη ξηρής ζάχαρης | sucrage |
agric., sugar. | γλύκανση; προσθήκη ξηρής ζάχαρης | sucrage de première cuvée |
agric., sugar. | γλύκανση; προσθήκη ξηρής ζάχαρης | sucrage à sec |
agric., sugar. | γλύκανση; προσθήκη ξηρής ζάχαρης | chaptalisation |
comp., MS | Γρήγορη προσθήκη | Ajout rapide |
agric. | διαβροχή; διοχέτευση διοξειδίου του άνθρακα; προσθήκη ανθρακικού | imprégnation |
agric. | διαβροχή; διοχέτευση διοξειδίου του άνθρακα; προσθήκη ανθρακικού | rafraîchissement |
agric. | διαβροχή; διοχέτευση διοξειδίου του άνθρακα; προσθήκη ανθρακικού | carbonisation |
gen. | διορθωτική προσθήκη ζάχαρης στους συμπυκνωμένους χυμούς | sucrage correcteur des jus concentrés |
IT, dat.proc. | εκτύπωση με αυτόματη προσθήκη διαστήματος μεταξύ των γραμμάτων | écriture étalée |
gen. | εμπορία των οίνων liqueurs και προσθήκη οίνων liqueur στο σχετικό κατάλογο = διεύρυνση, επέκταση του σχετικού καταλόγου | élargissement et commercialisation des vins de liqueurs |
earth.sc., tech. | ενδιάμεση προσθήκη | pièce intercalaire |
market. | επέκταση ή προσθήκη,βελτίωση,συντήρηση και επισκευή ενσώματων πάγιων περιουσιακών στοιχείων | agencements et aménagements de terrains |
comp., MS | επίθεση με προσθήκη κακόβουλου κώδικα SQL | attaque par injection de code SQL |
comp., MS | επίθεση με προσθήκη κακόβουλου κώδικα δέσμης ενεργειών | attaque par injection de script |
agric., sugar. | ζάχαρη με προσθήκη αρωματικών ουσιών | sucre aromatisé |
agric., sugar. | ζάχαρη με προσθήκη αρωματικών ουσιών | sucre additionné d'aromatisant |
agric., sugar. | ζάχαρη με προσθήκη χρωστικών ουσιών | sucre coloré |
agric., sugar. | ζάχαρη με προσθήκη χρωστικών ουσιών | sucre additionné de colorant |
met. | η προσθήκη αργιλίου προκαλεί σημαντική εκλέπτυνση των κόκκων | l'addition d'aluminium a pour effet un affinage important du grain |
met. | η προσθήκη μαγγανίου βελτιώνει τη σκληρότητα σε βάθος | les additions de manganèse améliorent la dureté à coeur |
fin. | η συμφωνία περί των χημικών κυρίως προϊόντων,που αποτελεί προσθήκη του πρωτοκόλλου της Γενεύης | l'accord concernant principalement les produits chimiques,additionnel au protocole de Genève |
chem. | ηλεκτρονιόφιλη προσθήκη | addition électrophile |
gen. | καθίζηση του μολύβδου υπό μορφή φωσφορικού άλατος με προσθήκη αλκάλεος | entraîner par alcalinisation une sédimentation de plomb sous forme de phosphate |
agric., food.ind. | κακάο σε σκόνη χωρίς προσθήκη ζάχαρης | poudre de cacao sans addition de sucre |
agric., food.ind. | κακάο σε σκόνη χωρίς προσθήκη ζάχαρης | cacao en poudre, non sucré |
fin. | καταχρηστική προσθήκη | adjonction frauduleuse sur formulaires |
fin. | καταχρηστική προσθήκη | adjonction frauduleuse |
agric. | κτηνοτροφικά παρασκευάσματα με προσθήκη μελάσας ή ζαχάρου | préparations fourragées mélassées ou sucrées |
med. | λάδι με προσθήκη καμφοράς | huile camphrée |
med. | λάδι με προσθήκη φαινόλης | huile phénolée |
transp. | λεπτή προσθήκη | bobine-entretoise |
comp., MS | μαζική προσθήκη | ajout en bloc |
chem. | νερό με προσθήκη οξέων | eau acidifiée |
chem., el. | παραγωγή με προσθήκη του αερίου εμφύσησης | fabrication avec incorporation des gaz de soufflage |
comp., MS | προσαρμοσμένη προσθήκη | plug-in personnalisé |
agric. | προσθήκη CO2 | gazéification |
comp., MS | προσθήκη αγκύρωσης | plug-in d'ancrage |
agric. | προσθήκη αζωτοβακτηρίων | infecter |
agric. | προσθήκη αλκοόλης | adjonction d'alcool à... |
agric., food.ind. | προσθήκη αλκοόλης | addition d'alcool |
environ. | προσθήκη αμμωνίας | ammonification |
comp., MS | προσθήκη ανάλυσης λίστας αναπαραγωγής | plug-in de lecture de sélections |
comp., MS | προσθήκη ανάλυσης πολυμέσων | plug-in de lecture multimédia |
agric. | προσθήκη ανθρακικού | rafraîchissement |
agric. | προσθήκη ανθρακικού | imprégnation |
agric. | προσθήκη ανθρακικού | carbonication |
ed., IT | προσθήκη αρμονιών | adjonction d'harmonies |
agric. | προσθήκη αρωματικών ουσιών | flavoring |
agric. | προσθήκη αρωματικών ουσιών | aromatisation |
comp., MS | Προσθήκη ατόμου στην κλήση | Ajouter une personne à l'appel |
chem. | προσθήκη βορίου | apport de bore |
chem. | προσθήκη βορίου | augmentation de la teneur en bore |
chem. | προσθήκη βορίου | addition de bore |
gen. | προσθήκη βορίου για τη θέση εκτός λειτουργίας | apport de bore pour arrêt |
comp., MS | προσθήκη για πρόγραμμα περιήγησης | plug-in de navigateur |
IT, dat.proc. | προσθήκη CARLOS για συναθροισμένους τερματικούς πράκτορες χρηστών | projet CACTUS |
IT, dat.proc. | προσθήκη CARLOS για συναθροισμένους τερματικούς πράκτορες χρηστών | extension du projet Carlos pour les utilisateurs de terminaux en grappe |
agric., industr. | προσθήκη γλυκαντικών και αρωματικών ουσίων | sauçage |
agric., chem. | προσθήκη γλυκαντικών και αρωματικών ουσιών | sauçage |
agric. | προσθήκη δημητριακών | addition de céréales |
environ. | προσθήκη διχλωριούχου υδραργύρου χρησιμοποιούμενου σαν φορέα | addition de bichlorure de mercure utilisé comme entraîneur |
environ. | προσθήκη ενώσεων του αμμωνίου | ammonification |
tech., chem. | προσθήκη εξωγενών σακχάρων | addition de sucres exogènes |
agric. | προσθήκη επίλεκτης ζύμης στο γλεύκος | levurage |
agric. | προσθήκη επίλεκτης ζύμης στο γλεύκος | ensemencement du mout |
comp., MS | Προσθήκη επαφής… | Ajouter un contact... |
IT, dat.proc. | προσθήκη επιλογών σε κατάλογο | addition au menu |
met. | προσθήκη ευτηκτικού | fluxage |
agric., sugar. | προσθήκη ζάχαρης | sucre ajouté |
agric. | προσθήκη ζάχαρης | édulcoration |
agric., sugar. | προσθήκη ζάχαρης | chaptalisation |
agric., sugar. | προσθήκη ζάχαρης | sucrage de première cuvée |
agric., sugar. | προσθήκη ζάχαρης | sucrage à sec |
agric., sugar. | προσθήκη ζάχαρης | sucre d'addition |
agric. | προσθήκη ζάχαρης | sucrage |
agric. | προσθήκη ζάχαρης και εμπλουτισμός του οίνου | sucrage et enrichissement des vins |
agric., sugar. | προσθήκη ζάχαρης και προσθήκη νερού | gallisation |
agric., sugar. | προσθήκη ζάχαρης και προσθήκη νερού | sucrage-mouillage |
agric., sugar. | προσθήκη ζάχαρης και προσθήκη νερού | gallisage |
agric., sugar. | προσθήκη ζάχαρης και προσθήκη νερού | adjonction de saccharose en solution aqueuse |
econ. | προσθήκη ζάχαρης στο μούστο | chaptalisation |
agric. | προσθήκη ζυμομυκήτων σε σκόνη | levurage |
agric. | προσθήκη ζυμομυκήτων σε σκόνη | ensemencement du moût |
agric. | προσθήκη ζύμης στο μούστο; προσθήκη ζυμομυκήτων σε σκόνη | levurage |
agric. | προσθήκη ζύμης στο μούστο; προσθήκη ζυμομυκήτων σε σκόνη | ensemencement du moût |
insur. | προσθήκη ημερών για να έχει το ασφαλιστήριο την επιθυμητή επέτειο | période extra-calendaire |
mech.eng. | προσθήκη καλωδίου | rallonge |
mech.eng. | προσθήκη καλωδίου | câble de rallonge |
transp., construct. | προσθήκη κινούμενων τμημάτων επί των αγωγών εκφόρτωσης | parties mobiles ajoutées aux couloirs de déversement |
Canada, comp., MS | προσθήκη κλήσης | ajouter un interlocuteur |
comp., MS | προσθήκη κλήσης | ajouter un appel |
IT, dat.proc. | προσθήκη κυρίως κειμένου | expansion du corps du texte d'un plan |
industr. | προσθήκη λίπους στα δέρματα | graissage du cuir |
agric. | προσθήκη λυκίσκου | houblonnage |
agric. | προσθήκη λυκίσκου κατά τη φύλαξη | houblonnage en garde |
mech.eng., construct. | προσθήκη με σχισμή | cale en u |
agric. | προσθήκη LIQUEUR μετά την αφαίρεση της υποστάθμης | dosage d'expédition |
met. | προσθήκη μετάλλου με ηλεκτροσυγκόλληση | rechargement dur par soudage |
met. | προσθήκη μετάλλου σε φθαρμένα μεταλλικά τεμάχια | rechargement en métal de pièces métalliques usées |
comp., MS | Προσθήκη μιας επαφής… | Ajouter un contact... |
gen. | προσθήκη μικρών ποσοτήτων | ajout de petites doses |
transp., mech.eng. | προσθήκη μορφής | cale de forme |
construct. | προσθήκη νέων ορόφων | surélévation |
food.ind. | προσθήκη ουσιών για τη διακοπή της ζύμωσης | mutage |
transp. | προσθήκη οχήματος | adjonction d'un véhicule |
transp. | προσθήκη οχήματος σε αμαξοστοιχία | incorporation d'un véhicule dans un train |
transp. | προσθήκη οχήματος σε αμαξοστοιχία | incorporation d'un véhicule |
chem. | προσθήκη πιγμέντων | pigmentation |
comp., MS | προσθήκη προέλευσης δεδομένων | plug-in source de données |
comp., MS | προσθήκη πρωτοκόλλου ελέγχου | plug-in de protocole de contrôle |
environ. | προσθήκη/πρόσθετο/πρόσθεση | addition |
transp., mech.eng. | προσθήκη ρύθμισης | cale de réglage |
agric. | προσθήκη σακχάρου και ύδατος στο γλεύκος με σκοπό τη μείωση της οξύτητας | gallisation |
agric. | προσθήκη σακχάρου και ύδατος στο γλεύκος με σκοπό τη μείωση της οξύτητας | gallisage |
agric. | προσθήκη σακχάρου πριν τη δεύτερη ζύμωση | dosage de remplissage |
law | προσθήκη σε μία σύμβαση | avenantà un marché |
comp., MS | Προσθήκη στη λίστα επαφών | Ajouter à la liste des contacts |
gov. | προσθήκη στη σύμβαση πρόσληψης | avenant au contrat d'engagement |
commun., IT | προσθήκη στο δακτύλιο | ajout de station |
commun., IT | προσθήκη στο δακτύλιο | insertion sur l'anneau |
commun., IT | προσθήκη στο δακτύλιο | adjonction d'un communicateur |
comp., MS | Προσθήκη στο λεξικό | Ajouter au dictionnaire |
polit. | προσθήκη' συμπλήρωμα | addendum (addendum) |
commun. | Προσθήκη Συνδιαλεγομένου σε Κλήση Διάσκεψης | conférence à trois |
hobby, agric. | προσθήκη ταννίνης | tanisage |
environ. | προσθήκη τμήματος "Γη" | supplément Terre |
gen. | προσθήκη του κοινοτικού πλαισίου στήριξης | avenant au cadre communautaire d'appui |
agric. | προσθήκη τρυγικού οξέος | tartricage |
agric. | προσθήκη τρυγικού οξέος | tartrage |
busin., labor.org., account. | προσθήκη των διορθώσεων | rectification |
transp. | προσθήκη τύπου αεροσκάφους στις ικανότητες χειριστή | conversion type |
pharma., chem. | προσθήκη υδρογόνου | hydrogénation |
pharma., chem. | προσθήκη υδρογόνου | activité d'hydrogénation |
tech., industr., construct. | προσθήκη υλικών στον πολτό | collage dans la pâte |
tech., industr., construct. | προσθήκη υλικών στον πολτό | collage dans la masse |
transp. | προσθήκη φορτηγού βαγονιού | adjonction d'un wagon |
agric., food.ind. | προσθήκη φυσικού αποσταγμένου εκχυλίσματος φυτών | adjonction d'extraits naturels distillés de plantes |
agric. | προσθήκη χλωριούχου νατρίου | salage |
comp., MS | Προσθήκη χρονικής σήμανσης | Ajouter un horodatage |
met. | προσθήκη ψυχρού αέρα | addition de vent froid |
chem., el. | προσθήκη ύψους | télescopage |
gen. | Πρωτόκολλο με βάση το άρθρο Κ.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή 'Ενωση, σχετικά με το πεδίο εφαρμογής της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες στη Σύμβαση σχετικά με τη χρήση της πληροφορικής στον τελωνειακό τομέα καθώς και σχετικά με την προσθήκη του αριθμού καταχώρησης των μέσων μεταφοράς στη σύμβαση | Protocole établi sur la base de l'article K.3 du traité sur l'Union européenne, relatif au champ d'application du blanchiment de revenus dans la convention sur l'emploi de l'informatique dans le domaine des douanes et à l'inclusion du numéro d'immatriculation du moyen de transport dans la convention |
transp., mech.eng. | ρυθμιστική προσθήκη | cale de réglage |
met. | σκληρή συγκόλληση με προσθήκη φωσφόρου | métal d'apport cuivre-phosphore |
nat.sc. | σταθερή προσθήκη | ajout dosé |
nat.sc. | σταθερή προσθήκη | addition de l'étalon |
polit. | Στην Προσθήκη 1 των ανά χείρας πρακτικών περιλαμβάνονται πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με την έκδοση πράξεων του Συμβουλίου, τα οποία μπορούν να δοθούν στη δημοσιότητα | On trouvera à l'addendum 1 du présent procès-verbal des informations relatives à l'adoption définitive des actes du Conseil qui peuvent être rendues publiques. |
polit. | Στην Προσθήκη 1 των ανά χείρας πρακτικών περιλαμβάνονται πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με την έκδοση πράξεων του Συμβουλίου, τα οποία μπορούν να δοθούν στη δημοσιότητα | On trouvera à l'addendum 1 du présent document des informations concernant les délibérations législatives du Conseil, les autres délibérations du Conseil ouvertes au public, ainsi que les débats publics. |
chem. | συνθετικό καουτσούκ με προσθήκη ελαίων | caoutchouc synthétique étendu aux huiles |
agric. | συσκευή για την αυτόματη προσθήκη ζύμης | auto-levureur |
transp., mech.eng. | σφηνοειδής προσθήκη | cale biaisée |
agric., food.ind. | φράουλες με προσθήκη ζάχαρης | fraise additionnée de sucre |
agric., food.ind. | φράουλες χωρίς προσθήκη ζάχαρης | fraise sans addition de sucre |
food.ind. | χωρίς προσθήκη ζάχαρης | sans adjonction de sucre |
agric. | χωρίς προσθήκη ζάχαρης | non sucré |
met. | ωστενικός χάλυβας με προσθήκη αζώτου | austénite avec addition d'azote |
industr. | ύαλος με προσθήκη μολύβδου | verre à plomb |
industr. | ύαλος με προσθήκη μολύβδου | verre au plomb |
industr. | ύαλος με προσθήκη νατρασβέστου | verre sodocalcique |