DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Law containing παράλειψη | all forms
GreekFrench
επί όσο χρονικό διάστημα εξακολουθεί να υφίσταται η παράλειψηtant que le défaut n'a pas été régularisé
παράλειψη δημοσιεύσεωςdéfaut de publication
παράλειψη εκτελέσεως υποχρέωσης για την άσκηση επίβλεψης ή ελέγχου σύμφωνα με το εθνικό δίκαιοmanquement à une obligation légale d'exercer une surveillance ou un contrôle
παράλειψη εξετάσεως των παρατηρήσεων που διατύπωσε το κράτοςdéfaut de prise en compte des observations adressées par l'Etat
παράλειψη οφειλέτουdéfaut de paiement
παράλειψη οφειλομένης νόμιμης ενέργειαςomission d'une opération légale due
παράλειψη οφειλομένης νόμιμης ενέργειαςacte administratif négatif implicite
παράλειψη που συνιστά κατάχρηση εξουσίαςabstention qui constitue un détournement de pouvoir
προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου για παράλειψη εκπληρώσεως υποχρεώσεωςrecours en manquement