DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Medical containing μονάδα | all forms
GreekFrench
αερισμός ανά μονάδα χρόνουventilation par l'unité de temps
ανθρωπομετρική μονάδα του δείκτου του Pirquetpelidisi
ανθρωπομετρική μονάδα του δείκτου του Pirquetindice de Pirquet
αντιγονική μονάδαunité d'antigène
αντιτοξική μονάδαunité antitoxique
αντιτοξινική μονάδαunité antitoxique
βιολογική μονάδαidiosome
δομική μονάδα αμινοξέοςrésidu d'aminoacide
εξελικτική μονάδαunité d'évolution
θεραπεία σε νοσοκομειακή μονάδαtraitement en milieu hospitalier
κινητική μονάδαunité motrice
κλινική μονάδαdispositif clinique
μονάδα αντιτοξίνηςunité antitoxique
μονάδα για ιδιωτικούς ασθενείςservice pour malades privés
μονάδα εξέτασης και θεραπείας ΩΡΛunité d'examen et de traitement ORL
μονάδα Κορτίνηςunité de cortine
μονάδα Κορτίνηςunité cortinique
μονάδα κορτικοπτροπίνηςunité ACTH
μονάδα μετεγχειρητικής νοσηλείαςservice des soins postopératoires
μονάδα πίεσηςunité de pression
μονάδα παροχών για ιατρική χρήσηgaine technique à usage médical
μονάδα προώρων νεογνώνservice pour prématurés
μονάδα του δείκτου του Pirquetpelidisi
μονάδα του δείκτου του Pirquetindice de Pirquet
μονάδα του δείκτου του Pirquet για τον καθορισμό της θρέψεως των παιδιώνpelidisi
μονάδα του δείκτου του Pirquet για τον καθορισμό της θρέψεως των παιδιώνindice de Pirquet
οδοντιατρική επεμβατική μονάδαunité dentaire de base