DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Medical containing μεγάλο | all forms
GreekFrench
μεγάλο δάκτυλο του ποδιούgros orteil (hallux)
συρίγγιο από το μεγάλο χείλος του αιδοίου προς το ορθόfistule recto-vulvaire
συρίγγιο από το μεγάλο χείλος του αιδοίου προς το ορθόfistule entre le rectum et une grande lèvre