DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Industry containing λειτουργία | all forms
GreekFrench
αργαλειός νηματοποίησης διαλείπουσας λειτουργίαςrenvideur
αργαλειός νηματοποίησης διαλείπουσας λειτουργίαςself-acting
αργαλειός νηματοποίησης διαλείπουσας λειτουργίαςmétier à filer intermittent
αργαλειός νηματοποίησης συνεχούς λειτουργίαςmétier à filer continu
διακοπή λειτουργίας λόγω διαρροήςrupture totale due à la goutte
διακοπή λειτουργίας λόγω διαρροήςgoutte descendueB
διαχύτης συνεχούς λειτουργίαςdiffuseur continu
εργοστάσιο ενδιάμεσης λειτουργίαςusine relais
εργοστάσιο συνεχούς λειτουργίαςusine relais
Mεταφορική λειτουργία κατά σχήμα μαίανδρουfonction de transfert en onde rectangulaire
ηλεκτρικός διακόπτης λειτουργίας μηχανήματοςcasse-mèche électrique
λειτουργία συμπίεσηςopération de pressage
μεταβολή της λειτουργίαςmodification de l'exploitation
μηχανή κτενίσματος διαλείπουσας λειτουργίας για το βαμβάκιpeigneuse intermittente ou à fractionnement pour coton
μηχανικός διακόπτης λειτουργίας μηχανήματοςcasse-mèche mécanique
περίοδος λειτουργίας κλιβάνουcampagne du four
πολτοποίηση με διακοπτόμενη λειτουργίαcuisson discontinue
ρυθμιστής αντίου αυτόματης λειτουργίαςrégulateur d'ensouple à déroulement automatique
στιλβωτής συνεχούς λειτουργίαςappareil de polissage continu
το σύνολο των λειτουργιών από το πέρας της θερμάνσεως μέχρι το πέρας της συγκολλήσεωςtranspositionnement
το σύνολο των λειτουργιών από το πέρας της θερμάνσεως μέχρι το πέρας της συγκολλήσεωςensemble des opérations entre la fin du chauffage et le début du soudage
χαλινωτήρι αντίου αυτόματης λειτουργίαςfrein d'ensouple à déroulement automatique
χρονική διάρκεια των λειτουργιών από το πέρας της θερμάνσεως μέχρι την αρχή της συγκολλήσεωςtemps de transpositionnement
χρονική διάρκεια των λειτουργιών από το πέρας της θερμάνσεως μέχρι την αρχή της συγκολλήσεωςdurée des opérations entre la fin du chauffage et le début du soudage