Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Danish
Dutch
English
French
German
Italian
Polish
Portuguese
Spanish
Swedish
Terms
for subject
Commerce
containing
η
|
all forms
|
exact matches only
Greek
French
έκδοση έκθεσης απολογισμού
ή
σημειώματος που γνωστοποιεί τη μη έκδοση τέτοιας έκθεσης
délivrance d'un accusé de bien-trouvé ou d'une note de non-délivrance
αγοραστής
ή
λήπτης
acheteur ou preneur
δεσπόζουσα θέση εντός της κοινής αγοράς
ή
σημαντικού τμήματός της
une position dominante sur le marché commun ou dans une partie substantielle de celui-ci
δημόσιοι φορείς που αναθέτουν με σύμβαση
ή
με εντολή τη διενέργεια των ελέγχων
entités publiques confiant pour contrat ou prescrivant les inspections
διασάφηση εξαγωγής
ή
επανεξαγωγής
déclaration d'exportation ou de réexportation
είδος διατροφής χαμηλής
ή
μειωμένης θερμιδικής αξίας
denrée alimentaire à valeur énergétique faible ou réduite
η
ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου
le développement du commerce international
η
επιστροφή κατά την εξαγωγή
restitution à l'exportation
η
συμφωνία δεν αποκλείει την εφαρμογή μέτρων αντιστάθμισης τιμών γι'αυτά τα προϊόντα
l'accord n'exclut pas l'application de mesures de compensation des prix
λήγει
η
ισχύς ενός καθεστώτος
apurer un régime
λήγει
η
ισχύς ενός καθεστώτος
apurer le régime
"ο πρώτος αφιχθείς εξυπηρετείται πρώτος"; "εξυπηρετείται πρώτος αυτός που φθάνει πρώτος". διαδικασία κατά χρονολογική σειρά
ή
ακολουθία; διαδικασία κατά χρονολογική σειρά προτεραιότητας
système "au fur et à mesure"
"ο πρώτος αφιχθείς εξυπηρετείται πρώτος"; "εξυπηρετείται πρώτος αυτός που φθάνει πρώτος". διαδικασία κατά χρονολογική σειρά
ή
ακολουθία; διαδικασία κατά χρονολογική σειρά προτεραιότητας
"premier arrivé, premier servi"
παρεμπόδιση, περιορισμός
ή
νόθευση του ανταγωνισμού
empêcher, restreindre ou fausser le jeu de la concurrence
προïόν με εμπορικό σήμα που αποτελεί αντικείμενο παραποίησης
ή
απομίμησης
marchandise de marque contrefaite
πώληση για οικιακή κατανάλωση
ή
σε βιοτεχνίες
vente aux consommateurs domestiques ou à l'artisanat
σημείο
ή
θέση τελικής προσέγγισης
repère ou point d'approche finale
συμβατικό
ή
αυτόνομο εμπορικό καθεστώς
régimes commerciaux contractuels ou autonomes
Συμβουλευτική επιτροπή για την άμυνα κατά των εμποδίων στο εμπόριο που έχουν συνέπειες για την αγορά της Κοινότητας
ή
τρίτης χώρας
Comité consultatif en matière de défense contre les obstacles au commerce qui ont des effets sur le marché de la Communauté ou d'un pays tiers
ROC
Συμβουλευτική Επιτροπή περί της άμυνας κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ
ή
επιδοτήσεων
Comité consultatif pour la défense contre les importations qui font l'objet de "dumping" ou de subventions
όγκος των πωλήσεων
ή
των αγορών που πραγματοποιούνται από το χονδρικό και λιανικό εμπόριο
volume des ventes ou des achats du commerce
όλες οι συμφωνίες ... που έχουν ως αντικείμενο
ή
ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού
tous accords ... qui ont ... pour effet d'empêcher, de restreindre ou de fausser le jeu de la concurrence
όμοιο προïόν
ή
απευθείας συναγωνιζόμενο αυτό
produit similaire ou produit directement concurrent
Get short URL