Subject | Greek | French |
gen. | άν,μετά την κατάθεση του σχεδίου προϋπολογισμού,η Συνέλευση... | si,après communication du projet de budget,l'Assemblée........ |
gen. | άνω ή κάτω διάβαση με προεντεταμένη πλάκα | passage supérieur ou inférieur en dalle précontrainte |
gen. | άρχισε η διαδικασία της ψηφοφορίας | ouvrir une procédure de vote |
gen. | έγκριση οχήματος ή διακριτής τεχνικής μονάδας | homologation d'un véhicule ou d'une entité technique distincte |
gen. | έκθεση που αφορά την ικανότητα, την απόδοση ή τη συμπεριφορά | rapport concernant la compétence, le rendement et le comportement |
gen. | έκθεση που αφορά την ικανότητα, την απόδοση ή τη συμπεριφορά | rapport concernant la compétence, le rendement et la conduite |
gen. | έλεγχος με βοηθητικές εκτοξεύσεις ή με βοηθητικούς πυραύλους | contrôle par jets auxiliaires, contrôle de jet |
gen. | ένωση προσώπων στην οποία αναγνωρίζεται η δικαιοπρακτική ικανότητα χωρίς να έχει νομική προσωπικότητα | une association de personnes ayant la capacité de faire des actes juridiques sans avoir le statut légal de personne morale |
gen. | ίνες κυματοειδείς ή όχι | fibres frisées ou non |
gen. | α. "swaps" επιτοκίων ή συμβάσεις νομισματικής μετατροπής επιτοκίων β. συμβάσεις νομισματικής μετατροπής καταθέσεων "deposit swaps" | a. swaps de taux d'intérêts |
gen. | αγορές που πραγματοποιούνται με απλή απόδειξη ή τιμολόγιο | marchés passés sur simple mémoire ou facture |
gen. | - Ακατάλληλο προϊόν - Δεν επιτρέπεται η ελεύθερη κυκλοφορία - Κανονισμός ΕΟΚ αριθ. , | Produit non conforme - mise en libre pratique non autorisée - règlement CEE no |
gen. | αμείβομαι ημερησίως ή κατά μήνα | être rémunéré à la journée ou au mois |
gen. | αν δεν υπάρξει έγκριση εκ μέρους ενός από τα δύο όργανα, θεωρείται ότι η προτεινόμενη πράξη δεν εγκρίθηκε | en l'absence d'approbation par l'une des deux institutions, la proposition d'acte est réputée non adoptée |
gen. | ανάληψη της διαστολής ή συστολής του ύδατος | expansion et contraction de l'eau |
gen. | ανάλογα με τις υπηρεσιακές ανάγκες ή τις απαιτήσεις των κανόνων ασφαλείας στον τόπο της εργασίας | en raison des nécessités de service ou exigences des normes en matière de sécurité du travail |
gen. | ανικανότητα πνευματική ή φυσική | incapacité mentale ou physique |
gen. | αξίωμα του δημοτικού ή κοινοτικού συμβούλου | fonction d'élu municipal |
gen. | αξιολόγηση θεματική ή οριζόντια | évaluation thématique ou horizontale |
gen. | απαγορευμένη περιοχή ή/και επιτηρούμενη περιοχή | zone réservée |
gen. | απαγορευμένη περιοχή ή/και επιτηρούμενη περιοχή | zone réglementée |
gen. | απαγορεύεται η έκδοση αλλοδαπού διωκόμενου για την υπέρ της ελευθερίας δράση του | interdiction d'extrader un étranger poursuivi en raison de son activité pour la liberté |
gen. | αποξηραμένος,-η,-ο | séché |
gen. | αποσβέσεις για φορολογικούς ή λογιστικούς σκοπούς | amortissements fiscaux ou comptables |
gen. | αποσκοπείται η πλήρης υλοποίηση του άρθρου ... | donner un plein effet à l'article ... |
gen. | απόπειρα εναντίον του προσώπου ή της περιουσίας | attentat contre la personne ou les biens |
gen. | απόσταση πέραν της οποίας αγνοείται η επίδραση του γεγονότος | distance éliminatoire aux fins de sélection |
gen. | αργυραμοιβός ή κολλυβιστής | changeur de monnaies/cambiste |
gen. | αριθμοί τραπεζικής ή εμπορικής ταυτότητας | numéros didentité bancaire ou commerciale |
gen. | αρχή προς την οποία απευθύνεται η αίτηση | autorité requise |
gen. | αρχεία καταχωρήσεως στοιχείων που αφορούν ελαττωματικότητα ή ανώμαλα συμβάντα | relevés des insuffisances et événements anormaux |
gen. | ασκεί πολιτικό ή διοικητικό λειτούργημα | exercer une fonction publique ou administrative |
gen. | ασκώ εξωτερική δραστηριότητα, αμειβόμενη ή μη | exercer une activité extérieure, rémunérée ou non |
gen. | ασκώ εξωυπηρεσιακή δραστηριότητα,αμειβόμενη ή μη | exercer une activité extérieure,rémunérée ou non |
gen. | ασκώ επαγγελματική δραστηριότητα, αμειβόμενη ή μη | exercer une activité professionnelle, rémunérée ou non |
gen. | ασκώ καθήκοντα με μειωμένο ή πλήρες ωράριο | exercer des fonctions soit à temps partiel soit à temps complet |
gen. | αυτoματoπoιημέvη συλλoγή πληρoφoριώv | recueils d'informations informatisés |
gen. | βαθμός ή διαβάθμισητοπικοί υπάλληλοι | grade ou groupeagents locaux |
gen. | βενζένιον ή βενζόλιον | benzène ou benzole C6H6 |
gen. | για επενδύσεις,η συμμετοχή σε διαγωνισμούς είναι ελε29θερη για... | pour les investissements,la participation aux adjudications est ouverte à... |
gen. | για την απομάκρυνση ή την εξουδετέρωση της ουσίας χρησιμοποιήστε....ΜΗ χρησιμοποιείτε νερό | ne pas employer d'eau |
gen. | για την απομάκρυνση ή την εξουδετέρωση της ουσίας χρησιμοποιήστε....ΜΗ χρησιμοποιείτε νερό | pour retirer ou neutraliser la substance,utiliser... |
gen. | για την εκτέλεση του έργου που της ανατίθεται,η Eπιτροπή καθοδηγείται από... | dans l'exercice des missions qui lui sont confiées,la Commission s'inspire de... |
gen. | για τον σκοπό αυτόν η Eπιτροπή απευθύνει συστάσεις προς τα ενδιαφερόμενα Kράτη μέλη | la Commission adresse aux Etats membres intéressés des recommandations à cette fin |
gen. | γλεύκος ή μούστος λιαστών σταφυλιών | moût de raisins issu de raisins passerillés |
gen. | γονέας του ή της συζύγου | beau-parent |
gen. | Γραφείo Καταστoλής Ναρκωτικώv τωv Ηvωμέvωv Πoλιτειώv της Αμερικής | Agence américaine de lutte contre la drogue |
gen. | δάπεδο ή κατάστρωμα | plancher ou étage |
gen. | δέρματα βερνικωτά λουστρίνια ή επιμεταλλωμένα | cuirs et peaux vernis ou métallisés |
gen. | δέσμευση ή κατάσχεση | gel ou saisie |
gen. | δέχομαι τιμητική διάκριση, παράσημο, εύνοια, δωρεά ή αμοιβή οποιασδήποτε φύσεως | accepter une distinction honorifique, une décoration, une faveur, un don, une rémunération de quelque nature qu'ils soient |
gen. | δήλωση ή πρακτικό | déclaration ou procès-verbal |
gen. | δεν δύναται να ζητηθεί η γνώμη των ειδικευμένων τμημάτων ανεξαρτήτως της επιτροπής | les sections spécialisées ne peuvent être consultées imdépendamment du Comité |
gen. | Δεύτερη Σύμβαση ΑΚΕ-ΕΟΚ η οποία υπεγράφη στο Λομέ στις 31 Οκτωβρίου 1979 | Deuxième Convention ACP-CEE, signée à Lomé le 31 octobre 1979 |
gen. | Δεύτερο Πρωτόκολλο για την ανάθεση ορισμένων αρμοδιοτήτων στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων όσον αφορά την ερμηνεία της Σύμβασης για το εφαρμοστέο Δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, η οποία είναι ανοικτή προς υπογραφή στή Ρώμη από τις 19 Ιουνίου 1980 | Deuxième Protocole attribuant à la Cour de justice des Communautés européennes certaines compétences en matière d'interprétation de la Convention sur la loi applicable aux obligations contractuelles |
gen. | δηλώσεις ή επιφυλάξεις που διατύπωσαν οι αντιπροσωπίες | déclarations ou réserves faites par les délégations |
gen. | δημοτικό ή κοινοτικό εκτελεστικό όργανο | exécutif municipal |
gen. | δημοτικός ή κοινοτικός εκπρόσωπος | élu municipal |
gen. | δημόσια γραφεία καταναλώσεως ή "χρηματιστήρια" | bureau d'affrètement ou "bourses" |
gen. | Δημόσια συζήτηση "H EK και η Ανατολική Ευρώπη" | Colloque "La CE et l'Europe de l'Est" |
gen. | δημόσιες διαρθρωτικές δαπάνες ή εξομοιούμενες με αυτές | dépenses structurelles publiques ou assimilables |
gen. | δημόσιος ή ανοικτός μειοδοτικός διαγωνισμός | adjudication publique ouverte |
gen. | δημόσιος ή ανοικτός μειοδοτικός διαγωνισμός | adjudication publique |
gen. | δημόσιος ή ανοικτός μειοδοτικός διαγωνισμός | adjudication ouverte |
gen. | διάθεση των κερδών ή κάλυψη των ζημιών | affectation des résultats |
gen. | Διάσκεψη "Η οικονομία της Ανατολικής Ευρώπης" | Conférence "L'économie en Europe de l'Est" |
gen. | Διάσκεψη της ΄Ενωσης και της Ομάδας " Η Μεσογειακή Ευρώπη" | Conférence de l'Union et du Groupe : "L'Europe de la Méditerranée" |
gen. | διαβαθμισμένη τάση εξαρτήματος ή διάταξης | tension assignée d'un matériel |
gen. | διαγραφή χρέους εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών | remise de droits à l'importation ou à l'exportation |
gen. | διαγωνισμός βάσει τίτλων ή βάσει εξετάσεων | concours sur titres ou sur épreuves |
gen. | διαγωνισμός βάσει τίτλων ή εξετάσεων | concours sur titres ou sur épreuves |
gen. | Διακομματική Ομάδα "Η επιστήμη και η κοινωνία" | Intergroupe "La science dans la société" |
gen. | διαπράττω εκ προθέσεως ή εξ αμελείας σοβαρή παράλειψη εκπλήρωσης του υπηρεσιακού καθήκοντος | commettre volontairement ou par négligence un manquement grave aux obligations |
gen. | διατάσσω αναστολή της σύμβασης μέχρι να εκδοθεί η απόφαση | ordonner la suspension du marché jusqu'à la prononciation de l'arrêt |
gen. | διατήρηση σε ενυδρεία ή σε ειδικούς κλωβούς | conservation en vivier ou en cage poissons |
gen. | διατηρείται μόνο μέσα στο αρχικό δοχείο σε θερμοκρασία ίση ή κατώτερη των...°Cκαθορίζεται από τον κατασκευαστή | conserver uniquement dans le récipient d'origine à une température ne dépassant pas ... °C à préciser par le fabricant |
gen. | διατηρείται μόνο μέσα στο αρχικό δοχείο σε θερμοκρασία ίση ή κατώτερη των...°Cκαθορίζεται από τον κατασκευαστή | S4749 |
gen. | διατηρείται μόνο μέσα στο αρχικό δοχείο σε θερμοκρασία ίση ή κατώτερη των...°Cκαθορίζεται από τον κατασκευαστή | S47/49 |
gen. | διατηρείται μόνο μέσα στο αρχικό δοχείο σε θερμοκρασία ίση ή κατώτερη των...°Cκαθορίζεται από τον κατασκευαστή | S47-49 |
gen. | διατηρείται σε θερμοκρασία ίση ή κατώτερη των°Cκαθορίζεται από τον κατασκευαστή | conserver à une température ne dépassant pas...degrés Cà préciser par le fabricant |
gen. | διατηρείται σε θερμοκρασία ίση ή κατώτερη των...°Cκαθορίζεται από τον κατασκευαστή | conserver à une température ne dépassant pas ... °C à préciser par le fabricant |
gen. | διατηρείται σε θερμοκρασία ίση ή κατώτερη των...°Cκαθορίζεται από τον κατασκευαστή | S47 |
gen. | διαφοροποίηση των ενισχύσεων που χορηγεί η Κοινότητα | diversification des aides accordées par la Communauté |
gen. | διεθνείς μετακομίσεις ... με μεμονωμένο όχημα ή με συνδυασμό συζευγμένων οχημάτων | déménagements internationaux ... au moyen d'un véhicule isolé ou d'un ensemble des véhicules couplés |
gen. | δικτύωμα Η | réseau en I |
gen. | Διοίκηση, έλεγχος, επικοινωνίες, Η/Υ, πληροφορίες, επιτήρηση και αναγνώριση | commandement, contrôle, communications, ordinateurs, renseignement, surveillance et reconnaissance |
gen. | διοικητική επιστολή σχετικά με το ότι η υπόθεση μπήκε στο αρχείο | lettre administrative de classement |
gen. | διοικητική επιστολή σχετικά με το ότι η υπόθεση μπήκε στο αρχείο | attestation négative |
gen. | διοικητικό, διευθυντικό ή εποπτικό όργανο | organe d'administration, de gestion ou de contrôle |
gen. | διοικητικό, διευθυντικό ή εποπτικό όργανο | organe d'administration, de direction ou de surveillance |
gen. | διοικητικός ή υγειονομικός έλεγχος της εργασίας | contrôle administratif ou médical du travail |
gen. | διπλό ή πολλαπλό παράθυρο | fenêtre double ou multiple |
gen. | δρώμενα ψυχαγωγικού ή/και παιδαγωγικού χαρακτήρα | animations |
gen. | εάν ο Πρόεδρος παραιτηθεί ή απαλλαγεί από τα καθήκοντά του ή αποβιώσει | en cas de démission ou de décès |
gen. | είναι δυνατή η άσκηση προσφυγής αποζημιώσεως ενώπιον του Δικαστηρίου | un recours en indemnité est ouvert devant la Cour |
gen. | εθvική επoπτική αρ?ή | autorité de contrôle nationale |
gen. | εθνικά ταμεία ή μηχανισμοί αντισταθμίσεως | mécanismes nationaux de compensation |
gen. | εθνικός ή διεθνής οργανισμός | organisation nationale ou internationale |
gen. | ειδική άδεια για την εκπλήρωση στρατιωτικής ή ανάλογης πολιτικής θητείας | congé spécial pour service militaire ou service national |
gen. | εκκρεμούσες πράξεις σε ξένα νομίσματα προθεσμιακές ή τοις μετρητοίς | opérations en monnaies étrangères à terme et au comptant non encore dénouées |
gen. | εκρηκτικό σε επαφή ή χωρίς επαφή με τον αέρα | danger d'explosion en contact ou sans contact avec l'air |
gen. | εκρηκτικό σε επαφή ή χωρίς επαφή με τον αέρα | R6 |
gen. | εκχώρηση ή κατάσχεση σε χέρια τρίτου | cession ou saisie-arrêt |
gen. | εν ενεργεία υπάλληλος ή μέλος του λοιπού προσωπικού | fonctionnaire ou agent en activité |
gen. | ενέργειες συνεργασίας με τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς | actions de coopération avec des pays tiers ou des organisations internationales |
gen. | ενδέχεται να αποσυντεθεί με έκρηξη σε περίπτωση κτυπήματος,τριβής ή πρόσκρουσης | peut se décomposer par explosion à la suite de chocs,de frottements ou de secousses |
gen. | ενδιάμεσες ενώσεις ή προστύματα mordants | mordants |
gen. | εξάντληση του καυσίμου ή έλλειψη του καυσίμου | épuisement du combustible |
gen. | εξωτερικοί πλανήτες ή μεγάλοι πλανήτες | grosses planètes |
gen. | επίβλεπτη μέτρηση,παρακολούθηση ή επιτήρηση | système automatique pour les mesures,le suivi et la surveillance |
gen. | επίδομα επιφυλακής στον τόπο εργασίας ή στην οικία | indemnité d'astreinte sur le lieu de travail et à domicile |
gen. | επανειλημμένη ή παρατεταμένη επαφή | contact répété ou prolongé |
gen. | επανειλημμένη ή παρατεταμένη επαφή ενδέχεται να προκαλέσει ευαισθητοποίηση του δέρματος | un contact répété ou prolongé peut causer une sensibilisation cutanée |
gen. | επανειλημμένη ή παρατεταμένη επαφή με το δέρμα ενδέχεται να προκαλέσει δερματίτιδα | un contact répété ou prolongé avec la peau peut causer une dermatose |
gen. | επεκτείνω την ισχύ της επικύρωσης ή της προσχώρησης | étendre les effets de la ratification ou de l'adhésion |
gen. | επιβαρύνσεις των ασφαλίστρων στην περίπτωση καταβολής ανά εξάμηνο, τρίμηνο ή σε μηνιαία βάση | suppléments de prime dans le cas de versements semestriels, trimestriels ou mensuels |
gen. | επιθαλάσσια αρωγή, παροχή βοηθείας εις κινδυνεύον πλοίον ή πρόσωπον | assistance maritime |
gen. | Επικίνδυνο προϊόν - Δεν επιτρέπεται η ελεύθερη κυκλοφορία - Κανονισμός ΕΟΚ αριθ. , | Produit dangereux - mise en libre pratique non autorisée - règlement CEE no |
gen. | Επιστημονική ομάδα για τις πρόσθετες ύλες και τα προϊόντα ή ουσίες που χρησιμοποιούνται στις ζωοτροφές | groupe sur les additifs et produits ou substances utilisés en alimentation animale |
gen. | Επιστημονική ομάδα για τις πρόσθετες ύλες και τα προϊόντα ή ουσίες που χρησιμοποιούνται στις ζωοτροφές | groupe scientifique sur les additifs et produits ou substances utilisés en alimentation animale |
gen. | επιστημονικό ή τεχνικό προσωπικό | personnel scientifique ou technique |
gen. | επιτοκιακά ή νομισματικά swap | contrats d'échange sur taux d'intérêt ou sur devises |
gen. | Επιτροπή για την επίδοση και κοινοποίηση στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις | Comité relatif à la signification et la notification dans les États membres des actes judiciaires et extrajudiciaires en matière civile et commerciale |
gen. | Επιτροπή για την εφαρμογή της οδηγίας σχετικά με την αρχική επιμόρφωση και την περιοδική κατάρτιση των οδηγών ορισμένων οδικών οχημάτων τα οποία χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά εμπορευμάτων ή επιβατών | Comité pour la mise en oeuvre de la directive relative à la qualification initiale et à la formation continue des conducteurs de certains véhicules routiers affectés aux transports de marchandises ou de voyageurs |
gen. | Επιτροπή για την εφαρμογή της οδηγίας σχετικά με την προώθηση της χρήσης βιοκαυσίμων ή άλλων ανανεώσιμων καυσίμων για τις μεταφορές | Comité pour la mise en oeuvre de la directive visant à promouvoir l'utilisation de biocarburants ou autres carburants renouvelables dans les transports |
gen. | Επιτροπή για την εφαρμογή του κανονισμού για να αποφευχθεί η εκτροπή του εμπορίου ορισμένων βασικών φαρμακευτικών προϊόντων προς την Ευρωπαϊκή Ένωση | Comité pour la mise en oeuvre du règlement visant à éviter le détournement vers des pays de l'Union européenne de certains médicaments essentiels |
gen. | Επιτροπή για την εφαρμογή του κανονισμού για τη συνεργασία μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών μελών κατά τη διεξαγωγή αποδείξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις | Comité pour la mise en oeuvre du règlement relatif à la coopération entre les juridictions des États membres dans le domaine de l'obtention des preuves en matière civile ou commerciale |
gen. | Επιτροπή για την προσαρμογή στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο της οδηγίας περί της ποιότητος των γλυκών υδάτων που έχουν ανάγκη προστασίας η βελτιώσεως για τη διατήρηση της ζωής των ιχθύων | Comité pour l'adaptation au progrès scientifique et technique de la directive concernant la qualité des eaux douces ayant besoin d'être protégées ou améliorées pour être aptes à la vie des poissons |
gen. | Επιτροπή για την προστασία από τις συνέπειες της εξωεδαφικής εφαρμογής ορισμένων νόμων που θεσπίστηκαν από μια τρίτη χώρα, και των μέτρων που βασίζονται σ'αυτούς ή απορρέουν από αυτούς κατά του εμπορικού αποκλεισμού | Comité pour la protection contre les effets de l'application extraterritoriale d'une législation adoptée par un pays tiers, ainsi que des actions fondées sur elle ou en découlant anti-boycott |
gen. | Επιτροπή για τους κοινούς κανόνες σχετικά με τις εισαγωγές κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων από ορισμένες τρίτες χώρες τα οποία δεν καλύπτονται από διμερείς συμφωνίες, πρωτόκολλα ή άλλους διακανονισμούς | Comité Textiles régime autonome |
gen. | Επιτροπή για τους κοινούς κανόνες σχετικά με τις εισαγωγές κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων από ορισμένες τρίτες χώρες τα οποία δεν καλύπτονται από διμερείς συμφωνίες, πρωτόκολλα ή άλλους διακανονισμούς | Comité du régime commun applicable aux importations de produits textiles en provenance de certains pays tiers non couverts par des accords, protocoles ou autres arrangements bilatéraux, ou par d'autres régimes communautaires spécifiques d'importation |
gen. | Επιτροπή κοινοτικού πλαισίου συνεργασίας στον τομέα της ακούσιας ή εκούσιας θαλάσσιας ρύπανσης | Comité du cadre communautaire de coopération dans le domaine de la pollution marine accidentelle ou intentionnelle |
gen. | επιτόπια έρευνα ή εξακρίβωση | enquête ou vérification sur place |
gen. | επιχείρηση η δραστηριότητα της οποίας συνίσταται στην άσκηση αντασφαλιστικών δραστηριοτήτων | entreprise dont l'activité consiste en opérations de réassurance |
gen. | επιχειρήσεις υπό πτώχευση ή πτωχευτικό συμβιβασμό | entreprises en faillite sous concordat |
gen. | επωνυμία ή σήμα του κατασκευαστή | identification du fabricant |
gen. | εργασίες σχεδιασμού, αναλύσεως ή συνθέσεως | travaux de conception, d'analyse ou de synthèse |
gen. | εργατικό ατύχημα ή ατύχημα καθ'οδόν από ή προς τον τόπο εργασίας | accident de travail et accident survenu sur le chemin du travail |
gen. | εσωτερικοί πλανήτες ή μικροί πλανήτες ή γήινοι πλανήτες | planètes intérieures ou petites planètes ou planètes terrestres |
gen. | ετήσια γραπτή έκθεση σχετικά με την πρόοδο που έχει σημειώσει η Ενωση | rapport écrit annuel concernant les progrès réalisés par l'Union |
gen. | εταιρεία η οποία αυτοβούλως αποσύρει ένα προϊόν από την αγορά | firme qui retire unilatéralement un médicament du marché |
gen. | Ευρωπαϊκή Σύμβαση "περί καταργήσεως της επικυρώσεως των εγγράφων των συνταχθέντων υπό διπλωματικών ή προξενικών πρακτόρων" | Convention européenne relative à la suppression de la légalisation des actes établis par les agents diplomatiques ou consulaires |
gen. | εφαρμόζει άλλη διαβάθμιση ασφαλείας ή αίρει το απόρρητο | appliquer un autre regime ou lever le secret |
gen. | ζεαξανθίνη ; Ε 161 η | E 161 h |
gen. | ζεαξανθίνη ; Ε 161 η | zéaxanthine |
gen. | ζητώ ή δέχομαι οδηγίες | solliciter ou accepter des instructions |
gen. | η άδεια πρέπει να ζητηθεί προ της λήξεως του πρώτου έτους | l'autorisation doit être demandée avant la fin de la première année |
gen. | η άμμος αποτίθεται | le sable se dépose |
gen. | η έκθεση κάνει μνεία της ψήφου κάθε μέλους | le rapport indique le vote de chacun des membres |
gen. | η έκθεση της Eπιτροπής | le rapport de la Commission |
gen. | η έλλειψη της γνώμης δεν εμποδίζει το Συμβούλιο και την Επιτροπή να ενεργήσουν | il peut être passé outre à l'absence d'avis |
gen. | η ένδεια | le besoin |
gen. | η ένδειξη της σχέσης μεταξύ οσμής και ορίου έκθεσης δεν παρέχεται | le rapport entre l'odeur et la limite d'exposition ne peut être indiqué |
gen. | η ΑΓΥ ο Πρίγκηπας του Μονακό | S.A.S. Le Prince Souverain de Monaco |
gen. | η ΑΓΥ ο Πρίγκηπας του Μονακό | Le Prince Souverain de Monaco |
gen. | η ακριβής θέση των ζωνών που επλήγησαν από την κακοκαιρία | la localisation des zones touchées par les intempéries |
gen. | η ακυρωτική απόφαση | la décision d'annulation |
gen. | η αμοιβαία αναγνώριση των δικαστικών αποφάσεων | la reconnaissance réciproque des décisions judiciaires |
gen. | η ανάγκη απλουστεύσεως των επιβαλλομένων στο εμπόριο διατυπώσεων | la nécessité d'alléger les formalités imposées au commerce |
gen. | η ανάληψη της ευθύνης "αυτοδιάθεση" των προγραμμάτων μεταρρυθμίσεων από τις ίδιες τις χώρες | l'appropriation des programmes de réformes par les pays eux-mêmes |
gen. | η ανάμειξη των δημόσιων αρχών στην ιδιωτική κατάσταση ζωή ... | ingérence des pouvoirs publics dans la situation privée |
gen. | η ανισότης μεταξύ των διαφόρων περιοχών | l'écart entre les différentes régions |
gen. | η ανοιχθείσα ποσόστωση | le contingent ouvert |
gen. | η ανταλλαγή επιστημονικών ή βιομηχανικών γνώσεων στον τομέα της πυρηνικής ενεργείας | l'échange de connaissanCes scientifiques ou industrielles en matière nucléaire |
gen. | η απερχομένη Συνέλευση | Assemblée sortante |
gen. | η Αυτού Αγιότης | Sa Sainteté |
gen. | η Αυτού Γαληνοτάτη Υψηλότητα ο Πρίγκηπας του Μονακό | S.A.S. Le Prince Souverain de Monaco |
gen. | η Αυτού Γαληνοτάτη Υψηλότητα ο Πρίγκηπας του Μονακό | Le Prince Souverain de Monaco |
gen. | η Αυτού Μακαριότης | Sa Sainteté |
gen. | η Αυτού Μεγαλειότης | Sa Majesté |
gen. | η Αυτού Παναγιότης | Sa Sainteté |
gen. | η Αυτού/Αυτής Βασιλική Υψηλότης | Son Altesse Royale |
gen. | η δίωξη των εγκληματιών | la poursuite des délinquants |
gen. | 15η Διάσκεψη των συμβαλλόμενων μερών της Σύμβασης πλαισίου των ΗΕ για την αλλαγή του κλίματος | Conférence de Copenhague sur le changement climatique |
gen. | 15η Διάσκεψη των συμβαλλόμενων μερών της Σύμβασης πλαισίου των ΗΕ για την αλλαγή του κλίματος | 15e Conférence des Parties à la Convention-cadre des Nations unies sur les changements climatiques |
gen. | η διακυβερνητική συνδιάσκεψη | la Conférence intergouvernementale |
gen. | η διαπίστωση αυτή γίνεται | cette constatation est effectuée |
gen. | η διαπίστωση αυτή γίνεται από το Συμβούλιο που αποφασίζει ομοφώνως | cette constatation est effectuée par le Conseil,statuant à l'unanimité |
gen. | η διαφορά αυτή είναι ασήμαντη | cette différence est de faible importance |
gen. | η διευρυμένη Ευρωπαϊκή'Ενωση | l'Union Européenne élargie |
gen. | η διόγκωση της δυσαρέσκειας | la montée des mécontentements |
gen. | η δραστηριότητα θα εστιαστεί | les travaux seront axés |
gen. | η δυνατότης συγχωνεύσεως εταιριών | la possibilité de fusion de sociétés |
gen. | η είσπραξη της εισφοράς των εισφορών κατά την εισαγωγή περιορίζεται σε ένα μέγιστο ποσό 10% κατ'αξία | le prélèvement applicable à l'importation est plafonné à 10% |
gen. | Η ΕΕ και η Αφρική: προς μία στρατηγική εταιρική σχέση | Stratégie à l'égard de l'Afrique |
gen. | Η ΕΕ και η Αφρική: προς μία στρατηγική εταιρική σχέση | L'UE et l'Afrique: vers un partenariat stratégique |
gen. | η εκπλήρωση των υποχρεώσεων | l'exécution des obligations |
gen. | η εκτέλεση των συμφωνιών ή των συμβάσεων αυτών | l'exécution de ces accords ou contrats |
gen. | η ενσωμάτωση των ξένων υπεργολαβιών | l'incorporation des sous-traitances étrangères |
gen. | η εξαφάνιση εκηρύχθη με δικαστική απόφαση που αποτελεί δεδικασμένο | déclaré absent par jugement passé en force de chose jugée |
gen. | η εξόρυξη με υποσκαφή εν ξηρώ προκαλεί έμφραξη των εκτοξευτήρων σωλήνων | le havage à sec provoque le colmatage des jets |
gen. | η επίταση της διαβαθμίσεως ασφαλείας είτε η παράταση του απορρήτου | l'aggravation ou la prolongation du secret |
gen. | η επανεκλογή του προέδρου επιτρέπεται | le mandat du Président est renouvelable |
gen. | η επεξεργασία σχεδίων γνωμών τα οποία υποβάλλουν στην κρίση της επιτροπής αυτής | élaborer des projets d'avis à soumettre aux délibérations du Comité |
gen. | η επιστημονική και τεχνική εξέλιξη της προφυλακτικής αγωγής | l'évolution scientifique et technique des prophylaxies appliquées en la matière |
gen. | η επιτροπή περιλαμβάνει ειδικευμένα τμήματα για τους κύριους τομείς | le Comité comprend des sections spécialisées pour les principaux domaines |
gen. | η Επιτροπή συνέρχεται έγκυρα | la Commission se réunit valablement |
gen. | Η Επιτροπή του αύριο | Commission de demain |
gen. | η ερμηνεία των καταστατικών των οργανισμών που ιδρύθησαν με πράξη του Συμβουλίου | l'interprétation des statuts des organismes créés par un acte du Conseil |
gen. | η εσωτερική ρύθμιση | la réglementation intérieure |
gen. | η εσωτερική συνοχή | la cohésion interne |
gen. | η ευημερία των υπερποντίων χωρών | la prospérité des pays d'outre-mer |
gen. | Η Ευρώπη και η παγκόσμια κοινωνία της πληροφορίας | L'Europe et la société de l'information planétaire |
gen. | η Ευρώπη των πολιτών | l'Europe des citoyens |
gen. | η εφαρμογή των αρχών που αναφέρονται στο άρθρο... | l'application des principes figurant à l'article... |
gen. | η εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου... | la mise en oeuvre des dispositions de l'article |
gen. | η θέρμανση ενδέχεται να προκαλέσει βίαιη καύση ή έκρηξη | la chaleur peut provoquer une violente combustion ou explosion |
gen. | η θητεία των μελών της Eπιτροπής | le mandat des membres de la Commission |
gen. | η κατάργηση των δασμών μεταξύ των Kρατών μελών | l'élimination des droits de douane entre les Etats membres |
gen. | η καύση σε κλειστό χώρο μπορεί να μετατραπεί σε εκτόνωση | la combustion dans un espace confiné peut aboutir à une explosion |
gen. | η κοινή αγορά πραγματοποιείται προοδευτικώς | le marché commun est progressivement établi |
gen. | η Κοινότητα ζητά από τα Κράτη μέλη να υιοθετήσουν μια δυναμική στάση στις διαπραγματεύσεις | la Communauté demande aux Etats membres d'adopter une position en flèche dans les négociations ... |
gen. | η Κοινότητα υπέχει εξωσυμβατική ευθύνη | engager la responsabilité extracontractuelle de la Communauté |
gen. | η κυβέρνηση του Αμβούργου | Sénat de Hambourg |
gen. | η λήξη της μεταβατικής περιόδου | l'expiration de la période de transition |
gen. | η μετάβαση από το πρώτο στο δεύτερο στάδιο εξαρτάται από τη διαπίστωση... | le passage de la première à la deuxième étape est conditionné par la constatation |
gen. | η μεταβατική περίοδος διαιρείται σε τρία στάδια | la période de transition est divisée en trois étapes |
gen. | η μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών | le non-accomplissement de ces obligations |
gen. | η νήσος των Αρκτων | l'île des Ours |
gen. | η νομιμότης των πράξεων του Συμβουλίου και της Eπιτροπής | la légalité des actes du Conseil et de la Commission |
gen. | η Aνωτάτη Aρχή λαμβάνει κάθε πρόσφορο μέτρο εσωτερικής φύσεως | la Haute Autorité prend toutes mesures d'ordre intérieur |
gen. | η Aνωτάτη Aρχή,η οποία επικουρείται από μία Συμβουλευτική Eπιτροπή | une Haute Autorité,assistée d'un Comité Consultatif |
gen. | 8η οδηγία έλεγχος λογιστικών εγγράφων | 8ème directive contrôle des documents comptables |
gen. | 2η οδηγία αστική ευθύνη αυτοκινήτων | 2ème directive responsabilité civile automobile |
gen. | 6η οδηγία ναυπηγικών κατασκευών | 6ème directive Construction navale |
gen. | η Kοινή Συνέλευση,η οποία καλείται στο εξής "η Συνέλευση" | une Assemblée Commune,ci-après dénommée l'Assemblée |
gen. | η ομάδα της Κονταδόρα | Groupe de Contadora |
gen. | Η ονομασία αυτή χρησιμοποιείται με επιφύλαξη των θέσεων ως προς το καθεστώς και συνάδει με την Απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών 1244 και τη γνώμη του Διεθνούς Δικαστηρίου σχετικά με τη Διακήρυξη της ανεξαρτησίας του Κοσσυφοπεδίου | Cette désignation est sans préjudice des positions sur le statut et est conforme à la résolution 1244 du Conseil de sécurité des Nations unies ainsi qu'à l'avis de la CIJ sur la déclaration d'indépendance du Kosovo. |
gen. | η ονομαστική κλήση γίνεται με αλφαβητική σειρά | l'appel nominal se fait par ordre alphabétique |
gen. | η οσμή δεν αποτελεί προειδοποίηση για την ύπαρξη ή όχι τοξικών συγκεντρώσεων | pas d'odeur en cas de concentration toxique |
gen. | Η παρούσα συνθήκη συμφωνία/σύμβαση εφαρμόζεται, αφενός, στα εδάφη στα οποία εφαρμόζεται-ονται η συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και η συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπό τους όρους που προβλέπει -ουν ουν η συνθήκη αυτή οι συνθήκες αυτές και, αφετέρου, στο έδαφος τ …… | Le présent traité accord/La présente convention s'applique, d'une part, aux territoires où le traité sur l'Union européenne et le traité sur le fonctionnement de l'Union européenne est sont applicables et dans les conditions prévues par ledit traité lesdits traités et, d'autre part, au territoire de ... |
gen. | η παρούσα συνθήκη συντάσσεται σε ένα μόνο αντίτυπο | le présent Traité,rédigé en un exemplaire unique |
gen. | η περίοδος συνόδου υποδιαιρείται σε ημερήσιες συνεδριάσεις | la période de session se décompose en séances |
gen. | η Eπιστημονική και Tεχνική Eπιτροπή | le Comité scientifique et technique |
gen. | η Eπιτροπή απαιτεί την τήρηση και υποβολή καταστάσεων δραστηριότητος | la Commission exige la tenue et la présentation de relevés d'opérations |
gen. | η Eπιτροπή ασκεί τα καθήκοντα που της αναθέτει η παρούσα συνθήκη | la Commission assume les charges qui lui sont confiées par le présent Traité |
gen. | η Eπιτροπή ασκεί τις αρμοδιότητες που... | la Commission exerce les compétences que... |
gen. | η Eπιτροπή δημοσιεύει τον κανονισμό της | la Commission assure la Publication du règlement intérieur |
gen. | η Eπιτροπή διασφαλίζει πρόσφορες σχέσεις με... | la Commission assure les liaisons opportunes avec... |
gen. | η Eπιτροπή διατυπώνει συστάσεις | la Commission formule des recommandations |
gen. | η Eπιτροπή δύναται να τροποποιήσει την αρχική της πρόταση | la Commission peut modifier sa proposition initiale |
gen. | η Eπιτροπή εκτελεί τον προϋπολογισμό | la Commission exécute le budget |
gen. | η Eπιτροπή επισυνάπτει γνώμη η οποία δύναται να περιέχει αποκλίνουσες προβλέψεις | la Commission joint un avis qui peut comporter des prévisions divergentes |
gen. | η Eπιτροπή καθοδηγούμενη από τους κανόνες που προβλέπονται στο άρθρο... | la Commission s'inspire des règles prévues à l'article... |
gen. | η Eπιτροπή με δική της πρωτοβουλία,εξετάζει... | la Commission,de sa proPre initiative,examine... |
gen. | η Eπιτροπή πραγματοποιεί τις επαφές | la Commission établit les liaisons |
gen. | η Eπιτροπή προβαίνει στις μελέτες | la Commission procède aux études |
gen. | η Eπιτροπή συμβουλεύεται την επιτροπή | la Commission consulte le Comité |
gen. | η Eπιτροπή συνεδριάζει εγκύρως,όταν... | la Commission ne peut siéger valablement que si... |
gen. | η Eπιτροπή συνιστά στο Συμβούλιο την παροχή αμοιβαίας συνδρομής | la Commission recommande au Conseil le concours mutuel |
gen. | η Eπιτροπή του Eυρωπαϊκού Tαμείου Aναπτύξεως | le Comité du Fonds européen de développement |
gen. | η Eπιτροπή των Eυρωπαϊκών Kοινοτήτων διατυπώνει γνώμη υπέρ | la Commission des Communautés européennes émet un avis favorable |
gen. | η ποιότητα της διατύπωσης της κοινοτικής νομοθεσίας | la qualité rédactionnelle de la législation communautaire |
gen. | η ποσόστωση αυτού του προ2bόντος | le contingentement de ces produits |
gen. | η προεδρία ασκείται διαδοχικώς από... | la présidence est exercée a tour de rôle par... |
gen. | η προπαρασκευή των συσκέψεων | préparer les delibérations |
gen. | η προσαρμογή των ισχυουσών δασμολογικών συμφωνιών με τρίτες χώρες | aménager les accords tarifaires en vigueur avec les pays tiers |
gen. | η προστασία ουσιωδών συμφερόντων της ασφαλείας των Kρατών μελών | la protection des intérêts essentiels de la sécurité des Etats membres |
gen. | η προσωπική ευθύνη των υπαλλήλων έναντι της Kοινότητος | la responsabilité personnelle des agents envers la Communauté |
gen. | η ρήτρα του μάλλον ευνοουμένου κράτους | le régime de la nation la plus favorisée |
gen. | η συμμετοχή σε προμήθειες είναι ελεύθερη για... | la participation aux fournitures est ouverte à... |
gen. | η Συνέλευση αποτελείται από εκπροσώπους | l'Assemblée est formée de délégués |
gen. | η Συνέλευση ασκεί τις συμβουλευτικές εξουσίες | l'Assemblée exerce les pouvoirs de délibération |
gen. | η Συνέλευση δύναται να συνέλθει σε έκτακτη σύνοδο | l'Assemblée peut se réunir en session extraordinaire |
gen. | η Συνέλευση εκλέγει μεταξύ των μελών της τον πρόεδρο και το προεδρείο της | l'Assemble désigne parmi ses membres son président et son bureau |
gen. | η Συνέλευση εκλέγει μεταξύ των μελών της τον πρόεδρό της | l'Assemblée désigne parmi ses membres son président |
gen. | η Συνέλευση εκλέγει το προεδρείο της | l'Assemblée désigne son bureau |
gen. | η Συνέλευση συνέρχεται σε ετήσια σύνοδο | l'Assemblée tient une session annuelle |
gen. | η σύμβαση εργασίας μπορεί να λυθεί χωρίς προειδοποίηση για πειθαρχικούς λόγους | l'engagement peut être résilié sans préavis pour motif disciplinaire |
gen. | η σύνθεση και ο τρόπος λειτουργίας των οργάνων καθορίζονται από κάθε ΄Οργανο | la composition et les modalités de fonctionnement des organes sont déterminés par chaque institution |
gen. | η σύσταση του μαρτενσίτη είναι ταυτόσημη μ'αυτήν της αρχικής φάσης | la martensite a une composition identique à celle de la phase mère |
gen. | η ταχεία ίδρυση και ανάπτυξη των πυρηνικών βιομηχανιών | la formation et la croissance rapides des industries nucléaires |
gen. | η τιμή της διεθνούς αγοράς | prix mondial |
gen. | η υπηρεσιακή κατάσταση του γραμματέα | le statut du greffier |
gen. | η υποχρέωση αυτή δεν θίγει τις υποχρεώσεις που... | cette obligation ne préjuge pas celle qui... |
gen. | η χώρα πληροί πλέον τις προϋποθέσεις για να της χορηγηθεί τραπεζική πίστη | le pays est devenu "banquable" |
gen. | η ψηφοφορία του Συμβουλίου | le vote du Conseil |
gen. | ηλεκτρόδιο στο οποίο η επένδυση είναι σε διαμήκη κανάλια,στον μεταλλικό πυρήνα του ηλεκτροδίου | électrode cannelée |
gen. | θέμα για το οποίο η Επιτροπή συνεκάλεσε το Συμβούλιο | matière dont la Commission a saisi le Conseil |
gen. | εκ των προτέρων θέση θέση η οποία προδικάζει | position préjudicielle |
gen. | θεραπεία ή ίασις διά της πίστεως ή των προσευχών | guérison par la foi |
gen. | θεραπεία αναρρωτική ή μετεγχειρητική | cure de convalescence ou cure post-opératoire |
gen. | θρησκευτικές ενώσεις ή κοινότητες | associations ou communautés religieuses |
gen. | θυσανωτοί ή φλοκωτοί κατσαρωτοί τάπητες | tapis "tufted" grande largeur |
gen. | ιδιωτικές ή δημόσιες εταιρείες που ασχολούνται κυρίως με ασφάλιση | sociétés de capital dont l'activité est d'assurer |
gen. | κάθε αυτόνομη τροποποίηση ή αναστολή των δασμών του κοινού δασμολογίου | toutes modifications ou suspensions autonomes des droits du tarif douanier commun |
gen. | κάλυμμα που επιτρέπει την απαγωγή πλεονάζοντος αερίου ή ρητίνης | tissu de pompage |
gen. | κέρδη που έχουν ήδη δηλωθεί ή οριστικοποιηθεί | bénéfices déjà alloués |
gen. | κίνδυνος απώλειας των αισθήσεων ή θανάτου | risque de perte de conscience ou de mort |
gen. | κίνδυνος εκρήξεως από τράνταγμα,τριβή,φωτιά ή άλλες πηγές αναφλέξεως | risque d'explosion par choc, friction, feu ou autres sources d'ignition |
gen. | κίνδυνος εκρήξεως από τράνταγμα,τριβή,φωτιά ή άλλες πηγές αναφλέξεως | risque d'explosion par choc,friction,feu ou autres sources d'ignition |
gen. | κίνδυνος εκρήξεως από τράνταγμα,τριβή,φωτιά ή άλλες πηγές αναφλέξεως | R2 |
gen. | καθαρό κέρδος ή ζημία από τις αγοραπωλησίες τίτλων | solde en bénéfice/perte des opérations sur titres |
gen. | καθιστάμενος πνευματικά ή σωματικά ανίκανος | atteint d'incapacité mentale ou physique |
gen. | κακή διοίκηση στα πλαίσια της δράσης των κοινοτικών οργάνων ή οργανισμών | mauvaise administration dans l'action des institutions ou organes communautaires |
gen. | καταγγελίες παραβάσεων ή κακής διοίκησης κατά την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου | allégations d'infraction ou de mauvaise administration dans l'application du droit communautaire |
gen. | καταθέσεις όψεως και προθεσμίας ή με προειδοποίηση | dépôts à vue et à terme ou à préavis |
gen. | καταργούν ή τροποποιούν τις διατάξεις | éliminer ou corriger les dispositions |
gen. | καταστατικοί ή συμβατικοί κανόνες | règles statutaires ou conventionnelles |
gen. | κατεργασία,μεταποίηση ή μορφοποίηση των μεταλλευμάτων | traitement,transformation ou mise en forme de minerais |
gen. | κεντρική ή τοπική διοικητική αρχή | administration gouvernementale ou locale |
gen. | κεφάλαιο χωρίς ασφάλειες ή εγγυήσεις | capital non gagé |
gen. | κεφαλαιουχική εταιρία ή εταιρία κεφαλαίων ανώνυμη εταιρία | société de capitaux |
gen. | κoιvή επoπτική αρ?ή | autorité de contrôle commune |
gen. | κoιvoτικό πρόγραμμα πoλιτικής και δράσης σχετικά με τo περιβάλλov και τηv αειφόρo αvάπτυξη "Στόχoς η αειφoρία" | Programme communautaire de politique et d'action en matière d'environnement et le développement durable "Vers un développement soutenable" |
gen. | κοινοβιακές ομάδες ή ανθρώπινα σύνολα κοινοβιακού τύπου | collectivités pensionnés, militaires, hospitalisés, etc. |
gen. | κοινοτικά όργανα ή οργανισμοί | institutions ou organes de la Communauté |
gen. | κοινωνικοί οργανισμοί με διαχείριση ίσης εκπροσώπησης ή αλληλοβοηθείας | organismes sociaux à gestion paritaire ou mutualiste |
gen. | κονιοποιημένος ή εύθριπτος | pulvérulent |
gen. | κράματα αλουμινίου μη σκληρυνθέντα ή μη εμβαπτισμένα | alliages d'aluminium non trempés |
gen. | κράμβη η λαχανώδης ποικ.η ερυθρά | chou rouge (Brassica oleracea convar. capitata var. rubra) |
gen. | κρεμμύδια αποξηραμένα, αφυδατωμένα ή που έχουν υποστεί εξάτμιση | oignons desséchés, déshydratés ou évaporés |
gen. | κριτήριο εργασίας κατασκευής ή μεταποίησης | critère de l'opération de fabrication ou d'ouvraison |
gen. | κρυπτoγραφημέvη επιστoλή | courrier chiffré |
gen. | κυάνωση των χειλιών ή των άκρων δακτύλων του χεριού | bleuissement des ongles ou des lèvres |
gen. | λειτoυργία πρoσαvατoλισμέvη στo ?ρήστη | service orienté vers l'utilisateur |
gen. | λογιστικές εγγραφές ή αποδείξεις | comptabilité scripturale ou documentaire |
gen. | λόγω του απορρήτου ή του επείγοντος χαρακτήρος | en raison du caractère secret ou urgent |
gen. | λύση ή αναστολή της σύμβασης | interruption ou suspension du contrat |
gen. | μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση | partie contractante requise |
gen. | μανιότη η χρησιμωτάτη, ταπιόκα | manioc amer |
gen. | μανιότη η χρησιμωτάτη, ταπιόκα | manioc |
gen. | με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπει η συνθήκη αυτή | sous réserve des exceptions prévues par le présent Traité |
gen. | μείωση ή κατάργηση του δικαιώματος συντάξεως λόγω αρχαιότητας | réduction ou suppression du droit à pension d'ancienneté |
gen. | μεθόδευση διαπραγματεύσεων και σύναψης συμφωνιών για νομισματικά ή συναλλαγματικά θέματα | arrangements relatifs aux négociations et à la conclusion des accords sur des questions se rapportant au régime monétaire ou de change |
gen. | Μεικτή επιτροπή για τη συμφωνία μεταξύ της ΕΚ, της Ισλανδίας και της Νορβηγίας για τα κριτήρια και τους μηχανισμούς καθορισμού του κράτους που είναι αρμόδιο για την εξέταση αίτησης παροχής ασύλου που υποβάλλεται σε κράτος μέλος ή στην Ισλανδία ή τη Νορβηγία | Comité mixte pour l'accord entre la CE, l'Islande et la Norvège relatif aux critères et aux mécanismes permettant de déterminer l'État responsable de l'examen d'une demande d'asile introduite dans un État membre, en Islande ou en Norvège |
gen. | μεταβιβάσεις επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων, ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων | transferts d'entreprises, d'établissements ou de parties d'entreprises ou d'établissements |
gen. | μεταβλητός ή κατ'αξία δασμός | montants variables ou les droits "ad valorem" |
gen. | μη αποτελεσματικός -ή-ό | inopérant |
gen. | μη επιτρεπόμεvη πρόσβαση | accès non autorisé |
gen. | μη κερδοσκοπικός φορέας ο οποίος συνιστά οντότητα ενσωματωμένη σε κοινοτικό όργανο ή οργανισμό | organisme à but non lucratif constituant une entité intégrée dans une institution ou organe communautaire |
gen. | ΜΗ χρησιμοποιείτε πεπιεσμένο αέρα για το γέμισμα,το άδειασμα ή το χειρισμό | ne pas employer d'air comprimé pour remplir,vider ou manipuler |
gen. | μη χρησιμοποιηθείσα ή ακυρωθείσα κράτηση | non-présentation |
gen. | μη χρησιμοποιηθείσα ή ακυρωθείσα κράτηση | no-show |
gen. | ΜΗΝ απορροφήστε σε πριονίδι ή άλλο καύσιμο απορροφητικό υλικό | ne pas absorber avec de la sciure ou avec un autre absorbant combustible |
gen. | ΜΗΝ εκθέτετε σε τριβή ή κτυπήματα | ne pas exposer aux frottements ou aux chocs |
gen. | μην τρώτε,πίνετε ή καπνίζετε κατά τη διάρκεια της εργασίας | ne pas manger,ne pas boire ni fumer pendant le travail |
gen. | Μηνιγγοκοκκική μηνιγγίτις ή Επιδημική εγκεφαλονωτιαία μηνιγγίτις | Méningite méningococcique Lat.: Meningitis cerebrospinalis epidemica |
gen. | μηχανισμός διαχείρισης της χρηματοδότησης των κοινών εξόδων των επιχειρήσεων της ΕΕ που έχουν στρατιωτικές συνέπειες ή συνέπειες στον τομέα της άμυνας | mécanisme de gestion du financement des coûts communs des opérations de l'Union européenne ayant des implications militaires ou dans le domaine de la défense |
gen. | μηχανισμός διαχείρισης της χρηματοδότησης των κοινών εξόδων των επιχειρήσεων της ΕΕ που έχουν στρατιωτικές συνέπειες ή συνέπειες στον τομέα της άμυνας | mécanisme ATHENA |
gen. | μικροβιολογική ή ενζυματική δραστηριότητα | activité microbiologique ou enzymatique |
gen. | μούσμουλα ή μέσπιλα | nèfles |
gen. | μόνιμος ή μη μόνιμος δημόσιος υπάλληλος | fonctionnaire ou agent d'Etat |
gen. | ναυτικά ή ναυτιλιακά προνόμια | privilèges maritimes |
gen. | ναυτική ή ναυτιλιακή πίστη | crédit maritime |
gen. | νομική ή πραγματική κατάσταση | situation juridique ou situation de fait |
gen. | νόθο ντάμπινγκ ή "οιονεί ντάμπινγκ" | quasi-dumping |
gen. | ξεπλύνετε το δέρμα με άφθονο νερό ή κάντε ντους | rincer la peau abondamment à l'eau ou prendre une douche |
gen. | ξυλεία σε δίσκους ή χονδροειδώς ορθογωνισμένη | bois en plateau et en équarris |
gen. | Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου εξουσιοδοτείται να ορίσει το ή τα πρόσωπα που είναι αρμόδια να υπογράψουν τη συμφωνία εξ ονόματος της Ένωσης υπό την επιφύλαξη της σύναψής της και να προβούν στην ακόλουθη δήλωση/ κοινοποίηση, η οποία επισυνάπτεται στην (τελική πράξη) της συμφωνίας…]: | Le président du Conseil est autorisé à désigner la ou les personnes habilitées à signer l'accord au nom de l'Union, sous réserve de sa conclusion, et à procéder à la déclaration / notification suivante qui est jointe à [(l'acte final de) l'accord / …]: |
gen. | Οδηγία σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απατρίδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας | directive concernant les normes relatives aux conditions que doivent remplir les ressortissants des pays tiers ou les apatrides pour pouvoir bénéficier d'une protection internationale, à un statut uniforme pour les réfugiés ou les personnes pouvant bénéficier de la protection subsidiaire, et au contenu de cette protection |
gen. | Οδηγία σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απατρίδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας | directive relative aux conditions que doivent remplir les demandeurs d'asile |
gen. | Οδηγία σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απατρίδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας | directive "qualification" |
gen. | οι αποχές παρόντων ή αντιπροσωπευομένων μελών | les abstentions des membres présents ou représentés |
gen. | οι κατεργασίες ή μεταποιήσεις | les ouvraisons ou transformations |
gen. | οι πνεύμονες ενδέχεται να προσβληθούν από επανειλημμένη ή παρατεταμένη έκθεση σε... | risque d'affection pulmonaire lors d'une exposition répétée ou prolongée |
gen. | οι τροχοί με ακτίνες είναι μεταλλικής ή ελαστικής περίστρωσης | les roues à rayons sont à bandages métalliques ou à bandages pneumatiques |
gen. | οι φορολογικές επιβαρύνσεις ή τα τέλη που εισπράττονται από τον μεταφορέα | les taxes ou redevances qui sont perçues par un transporteur |
gen. | οινοπνευματώδη ποτά, τζιν, ουίσκι, βότκα, αποστάγματα δαμασκήνων, αχλαδιών ή κερασιών | boissons spiritueuses, gin, whisky, vodka, eaux-de-vie de prunes, de poires, de cerises |
gen. | Ομάδα με θέμα τις πρόσθετες ύλες και τα προϊόντα ή ουσίες που χρησιμοποιούνται στις ζωοτροφές | groupe sur les additifs et produits ou substances utilisés en alimentation animale |
gen. | Ομάδα με θέμα τις πρόσθετες ύλες και τα προϊόντα ή ουσίες που χρησιμοποιούνται στις ζωοτροφές | groupe scientifique sur les additifs et produits ou substances utilisés en alimentation animale |
gen. | ουσία μη καύσιμη,αλλά σχηματίζει εύφλεκτο αέριο σε επαφή με το νερό ή τον υγρό αέρα | non combustible mais forme des gaz inflammables au contact de l'eau ou de l'air humide |
gen. | Παροχή υπηρεσιών εμπειρογνώμονα εκ μέρους ερευνητικών οργανισμών ή ιδιωτών ερευνητών στον τομέα της αξιολόγησης επιστημονικών και Τεχνολογικών Επιλογών-Αξιολόγηση Επιστημονικών και Τεχνολογικών Επιλογών | Prestation de services spécialisés par des organismes de recherche ou des chercheurs dans le domaine de l'évaluation des choix scientifiques et technologiques-Scientific and Technological Options Assessment |
gen. | φάση περίοδος προ των επιχειρήσεων ή προ-επιχειρησιακή φάση | phase pré-opérationnelle |
gen. | περιορισμός ή κατάργηση του δικαιώματος συντάξεως λόγω αρχαιότητας | réduction ou suppression du droit à pension d'ancienneté |
gen. | περιουσιακά δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας που απορρέουν από δημοσίευση ή δημόσια ανακοίνωση | droits patrimoniaux d'auteur découlant d'une publication ou d'une communication publique |
gen. | πληρώ τις προϋποθέσεις εισόδου ή διαμονής | remplir les conditions d'entrée ou de séjour |
gen. | πολιτικές, φιλοσοφικές ή θρησκευτικές πεποιθήσεις | opinions politiques, philosophiques ou religieuses |
gen. | πολιτικές,φιλοσοφικές ή θρησκευτικές πεποιθήσεις | opinions politiques,philosophiques ou religieuses |
gen. | πολλές αντιδράσεις ενδέχεται να προκαλέσουν πυρκαγιά ή έκρηξη | de nombreuses réactions peuvent causer un incendie ou une explosion |
gen. | πολλαπλές δραστηριότητες ή εναλλακτικά εισοδήματα | pluriactivités ou alternatives de revenus |
gen. | πολύ μεγάλος κίνδυνος εκρήξεως από τράνταγμα,τριβή,φωτιά ή άλλες πηγές αναφλέξεως | grand risque d'explosion par choc, friction, feu ou autres sources d'ignition |
gen. | πολύ μεγάλος κίνδυνος εκρήξεως από τράνταγμα,τριβή,φωτιά ή άλλες πηγές αναφλέξεως | grand risque d'explosion par choc,friction,feu ou autres sources d'ignition |
gen. | πολύ μεγάλος κίνδυνος εκρήξεως από τράνταγμα,τριβή,φωτιά ή άλλες πηγές αναφλέξεως | R3 |
gen. | ποτά ... χρησιμοποιούμενα ως ορεκτικά ή τονωτικά | boissons ... à usage d'apéritifs ou de toniques |
gen. | μέτρα που αφορούν την παραγωγή ή το εμπόριο όπλων, πολεμοφοδίων και πολεμικού υλικού | se rapporter à la production ou au commerce d'armes, de munitions ou de matériels de guerre |
gen. | πρέπει να είναι δυνατή η αναγνώριση των υλικών | les matériaux ... doivent pouvoir etre identifiables |
gen. | προβλέποντας τον ποινικό χαρακτηρισμό ορισμένων ρατσιστικών ή ξενοφόβων πράξεων | en prévoyant une incrimination de certains comportements racistes ou xénophobes |
gen. | προμηθεύει επ'ανταλλάγματι ή δωρεάν τα αρχικά υλικά | fournir à titre onéreux ou gratuit les matières brutes |
gen. | προπαρασκευή σε μάζα ή όγκο ορισμένων προϊόντων σε προσυσκευασία | préconditionnement en masse ou en volume de certains produits en préemballages |
gen. | προσαυξήσεις ή/και μειώσεις | bonifications et/ou réfactions |
gen. | προσπαθούν να επιτύχουν,ώστε η μείωση να φθάσει... | ils s'efforcent d'aboutir à ce que la réduction atteigne... |
gen. | Προïστάμενος ομάδας μεταφραστών ή διερμηνέων | Chef d'équipe de traduction ou d'interprétation |
gen. | Προïστάμενος τμήματος μεταφραστών ή διερμηνέων | Chef de division d'une division de traduction ou d'interprétation |
gen. | πρoστιθέμεvη αξία | valeur ajoutée |
gen. | Πρωτόκολλο για την απαγόρευση της χρήσεως κατά τον πόλεμο ασφυξιογόνων, τοξικών ή παρομοίων αερίων και βακτηριολογικών μέσων | Protocole concernant la prohibition de l'emploi à la guerre de gaz asphyxiants, toxiques ou similaires et de moyens bactériologiques |
gen. | Πρωτόκολλο για την προσαρμογή των θεσμικών πτυχών της Ευρωπαϊκής Συμφωνίας συνδέσεως μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους αφ' ενός και της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας αφ' ετέρου προκειμένου να ληφθεί υπόψιν η προσχώρηση της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας και του Βασιλείου της Σουηδίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση | Protocole portant adaptation des aspects institutionnels de l'accord européen établissant une association entre les Communautés européennes et leurs Etats membres, d'une part, et la République de Bulgarie, d'autre part, afin de tenir compte de l'adhésion de la République d'Autriche, de la République de Finlande et du Royaume de Suède à l'Union européenne |
gen. | Πρωτόκολλο προσχωρήσεως της Κυβερνήσεως της Δημοκρατίας της Πορτογαλίας στη Συμφωνία μεταξύ των Κυβερνήσεων των κρατών της Οικονομικής Ενώσεως Μπενελούξ, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Γαλλικής Δημοκρατίας σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα η οποία υπεγράφη στο Σένγκεν την 14η Ιουνίου 1985, ... βλ. NOTES | Protocole d'adhésion du Gouvernement de la République portugaise à l'Accord entre les Gouvernements des Etats de l'Union économique Benelux, de la République fédérale d'Allemagne et de la République française relatif à la suppression graduelle des contrôles aux frontières communes signé à Schengen le 14 juin 1985 tel qu'amendé par le Protocole d'adhésion de la République italienne signé à Paris le 27 novembre 1990 |
gen. | Πρωτόκολλο προσχωρήσεως της Κυβερνήσεως της Ιταλικής Δημοκρατίας στη Συμφωνία μεταξύ των Κυβερνήσεων των κρατών της Οικονομικής Ενώσεως Μπενελούξ, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Γαλλικής Δημοκρατίας σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα η οποία υπεγράφη στο Σένγκεν την 14η Ιουνίου 1985 | Protocole d'adhésion du Gouvernement de la République italienne à l'Accord entre les Gouvernements des Etats de l'Union économique Benelux, de la République fédérale d'Allemagne et de la République française relatif à la suppression graduelle des contrôles aux frontières communes signé à Schengen le 14 juin 1985 |
gen. | Πρωτόκολλο προσχωρήσεως της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ισπανίας στη Συμφωνία μεταξύ των Κυβερνήσεων των κρατών της Οικονομικής Ενώσεως Μπενελούξ, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Γαλλικής Δημοκρατίας σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα η οποία υπεγράφη στο Σένγκεν την 14η Ιουνίου 1985, όπως τροποποιήθηκε...βλ. NOTES | Protocole d'adhésion du Gouvernement du Royaume d'Espagne à l'Accord entre les Gouvernements des Etats de l'Union économique Benelux, de la République fédérale d'Allemagne et de la République française relatif à la suppression graduelle des contrôles aux frontières communes signé à Schengen le 14 juin 1985, tel qu'amendé par le Protocole d'adhésion du Gouvernement de la République italienne signé à Paris le 27 novembre 1990 |
gen. | Πρωτόκολλο σχετικά με τις απαγορεύσεις ή τους περιορισμούς στη χρήση των ναρκών, των παγίδων και άλλων μηχανισμών | Protocole sur l'interdiction ou la limitation de l'emploi des mines, pièges et autres dispositifs, tel qu'il a été modifié le 3 mai 1996 |
gen. | Πρωτόκολλο σχετικά με τις απαγορεύσεις ή τους περιορισμούς στη χρήση των ναρκών, των παγίδων και άλλων μηχανισμών | Protocole II à la Convention de 1980, tel qu'il a été modifié le 3 mai 1996 |
gen. | Πρωτόκολλο σχετικά με τις απαγορεύσεις ή τους περιορισμούς στη χρήση των ναρκών, των παγίδων και άλλων μηχανισμών | Protocole II modifié sur les mines, les pièges et autres dispositifs |
gen. | Πρωτόκολλο σχετικό με τις απαγορεύσεις ή τους περιορισμούς στη χρήση των εμπρηστικών όπλων | Protocole sur l'interdiction ou la limitation de l'emploi des armes incendiaires |
gen. | Πρωτόκολλο σχετικό με τις απαγορεύσεις ή τους περιορισμούς στη χρήση των εμπρηστικών όπλων | Protocole III sur les armes incendiaires |
gen. | πρόσωπο του οποίου επετράπη η διέλευση | personne admise à des fins de transit |
gen. | πόα η αβησσυνιακή | teff (Eragrostis abessinica, Eragrostis tef, Poa abyssinica) |
gen. | πόροι που υπάγονται ή όχι στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης | ressources statutaires et non statutaires |
gen. | πόσιμη αλκοόλη; αλκοόλη που προορίζεται ή είναι κατάλληλη για την ανθρώπινη κατανάλωση | alcool de consommation de bouche |
gen. | πόσιμη αλκοόλη; αλκοόλη που προορίζεται ή είναι κατάλληλη για την ανθρώπινη κατανάλωση | alcool de bouche |
gen. | ρέγκες νωπές ή διατηρημένες με απλή ψύξη | harengs frais ou réfrigérés |
gen. | ραδιοφωνικές ή τηλεοπτικές εκπομπές | radiodiffusion sonore ou télévisuelle |
gen. | σε επαφή με θερμές επιφάνειες ή φλόγες η ουσία αυτή αποσυντίθεται σχηματίζοντας... | la substance se décompose au contact de surfaces chaudes ou de flammes en formant... |
gen. | σε περίπτωση ατυχήματος ή αν αισθανθείτε αδιαθεσία,ζητήστε αμέσως ιατρική συμβουλήδείξτε την ετικέτα όπου αυτό είναι δυνατό | S45 |
gen. | σε περίπτωση ατυχήματος ή αν αισθανθείτε αδιαθεσία,ζητήστε αμέσως ιατρική συμβουλήδείξτε την ετικέτα όπου αυτό είναι δυνατό | en cas d'accident ou de malaise, consulter immédiatement un médecin si possible, lui monerer l'étiquette |
gen. | σε περίπτωση καταπόσεως,να ζητηθεί αμέσως ιατρική συμβουλή και να επιδειχθεί το δοχείο ή η ετικέτα | en cas d'ingestion, consulter immédiatement un médecin, et lui montrer l'emballage ou l'étiquette |
gen. | σε περίπτωση καταπόσεως,να ζητηθεί αμέσως ιατρική συμβουλή και να επιδειχθεί το δοχείο ή η ετικέτα | en cas d'ingestion consulter immédiatement un médecin et lui montrer l'emballage ou l'étiquette |
gen. | σε περίπτωση καταπόσεως,να ζητηθεί αμέσως ιατρική συμβουλή και να επιδειχθεί το δοχείο ή η ετικέτα | S46 |
gen. | σε περίπτωση παραγωγής καπνού ή εκνεφώματος χρησιμοποιείτε κατάλληλη αναπνευστική συσκευή ο(οι)κατάλληλος(οι)όρος(οι)να υποδειχθεί(ούν)από τον κατασκευαστή | S42 |
gen. | σε περίπτωση παραγωγής καπνού ή εκνεφώματος χρησιμοποιείτε κατάλληλη αναπνευστική συσκευή ο(οι)κατάλληλος(οι)όρος(οι)να υποδειχθεί(ούν)από τον κατασκευαστή | pendant les fumigations / pulvérisations, porter un appareil respiratoire approprié terme approprié / termes appropriés à indiquer par le fabricant |
gen. | σε περίπτωση πολέμου ή σοβαρής διεθνούς εντάσεως που αποτελεί απειλή πολέμου | en cas de tension internationale grave constituant une menace de guerre |
gen. | σε περίπτωση πυρκαϊάς ή/και εκρήξεως μην αναπνέεται τους καπνούς | en cas d'incendie et/ou d'explosion, ne pas respirer les fumées |
gen. | σε περίπτωση πυρκαϊάς ή/και εκρήξεως μην αναπνέεται τους καπνούς | S41 |
gen. | σε περίπτωση πυρκαϊάς ή/και εκρήξεως μην αναπνέετε τους καπνούς | en cas d'incendie et/ou d'explosion ne pas respirer les fumées |
gen. | σε χρήματα ή σε είδος | en espèces ou en nature |
gen. | σινγκίτ ή δολάρια της Σινγκαπούρης | Singgit |
gen. | σιωπηρή/ρητή μείωση ή προεξόφληση | déduction ou escompte implicite/explicite |
gen. | σκοτεινές περιοχές ή θάλασσες | mer |
gen. | σοβαρή παράλειψη εκπλήρωσης του υπηρεσιακού καθήκοντος εκ προθέσεως ή εξ αμελείας | commettre volontairement ou par négligence un manquement grave aux obligations |
gen. | σταθερ·ή θ·έση απασχόλησης | emploi durable |
gen. | στρίψιμο ή στρίψιμο μεταξωτών νημάτων, αναστρίψιμο, ή κορδόνωση και ύφανση έστω και σε συνδυασμό με άλλες επεξεργασίες τελειοποίησης νημάτων | tordage ou moulinage, retordage, câblage et texturisation même combinés avec d'autres traitements de perfectionnement des fils |
gen. | Στόμια ή Κόλπος του Καττάρου | Bouches de Kotor |
gen. | συγκομιδή ή εσοδεία | récoltes |
gen. | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Δημοκρατίας της Βολιβίας σχετικά με τις πρόδρομες και χημικές ουσίες που χρησιμοποιούνται συχνά για την παράνομη παρασκευή ναρκωτικών ή ψυχοτρόπων ουσιών | Accord entre la Communauté européenne et la république de Bolivie relatif aux précurseurs et aux substances chimiques utilisés fréquemment pour la fabrication illicite de drogues ou de substances psychotropes |
gen. | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Δημοκρατίας της Τουρκίας για τις πρόδρομες και χημικές ουσίες που χρησιμοποιούνται συχνά στην παράνομη παρασκευή ναρκωτικών ή ψυχοτρόπων ουσιών | Accord entre la Communauté européenne et la République de Turquie concernant les précurseurs et les substances chimiques utilisés fréquemment pour la fabrication illicite de drogues ou de substances psychotropes |
gen. | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των Ηνωμένων Πολιτειών του Μεξικού σχετικά με τη συνεργασία στον τομέα των προδρόμων και των χημικών ουσιών που χρησιμοποιούνται συχνά για την παράνομη παραγωγή ναρκωτικών ή ψυχοτρόπων ουσιών | Accord de coopération entre la Communauté européenne et les Etats-Unis mexicains pour le contrôle des précurseurs et des substances chimiques utilisés fréquemment pour la fabrication illicite de drogues ou de substances psychotropes |
gen. | Συμφωνία των κρατών μελών της ΕΕ σχετικά με τις αξιώσεις που εγείρονται από κράτος μέλος κατά κράτους μέλους για ζημίες περιουσιακού στοιχείου ιδιοκτησίας του, χρησιμοποιούμενου ή χειρόμενου υπ' αυτού ή για σωματικές βλάβες ή θάνατο μέλους του πολιτικού ή στρατιωτικού προσωπικού των υπηρεσιών του, που συνέβηχαν στο πλαίσιο επιχείρησης της ΕΕ για τη διαχείριση κρίσης | Accord entre les États membres de l'Union européenne concernant les demandes d'indemnités présentées par un État membre à l'encontre d'un autre État membre en cas de dommages causés aux biens lui appartenant, qu'il utilise ou qu'il exploite, ou de blessure ou de décès d'un membre du personnel militaire ou civil de ses services dans le cadre d'une opération de gestion de crises menée par l'Union européenne |
gen. | Συνέδριο ή ΦΣρουμ "Επιστήμη, Τεχνολογία και Κοινωνία: Η πρΣκληση της Μεγάλης Ευρώπης" | Forum "Science, Technologie et Société : le défi de la Grande Europe" |
gen. | συναλλαγές τίτλων όλων των μορφών βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό πελατών | transactions pour compte propre ou pour compte de la clientèle sur toutes les formes de valeurs mobilières à court et à long terme |
gen. | σχεδίαση αντιμετώπισης ενδεχόμενων ή έκτακτων καταστάσεων | planification de circonstance |
gen. | σύζυγος του πατέρα ή της μητέρας | beau-parent |
gen. | σύμβαση αγοράς ή μίσθωσης ακινήτου | contrat immobilier |
gen. | σύμβαση αγοράς ή μίσθωσης ακινήτου | marché immobilier |
gen. | σύμβαση αγοράς ή μίσθωσης ακινήτου | marché portant sur les achats et locations d'immeubles |
gen. | σύμβαση αγοράς ή μίσθωσης ακινήτου | marché portant sur l'achat ou la location d'un immeuble |
gen. | Σύμβαση για την απαγόρευση ή περιορισμό χρήσης ορισμένων συμβατικών όπλων που μπορούν να θεωρηθούν ως εξαιρετικώς επιβλαβή ή ως προκαλούντα αδιακρίτως αποτελέσματα | Convention sur l'interdiction ou la limitation de l'emploi de certaines armes classiques qui peuvent être considérées comme produisant des effets traumatiques excessifs ou comme frappant sans discrimination |
gen. | Σύμβαση για την απαγόρευση ή περιορισμό χρήσης ορισμένων συμβατικών όπλων που μπορούν να θεωρηθούν ως εξαιρετικώς επιβλαβή ή ως προκαλούντα αδιακρίτως αποτελέσματα | convention sur les armes classiques |
gen. | Σύμβαση για την απαγόρευση ή περιορισμό χρήσης ορισμένων συμβατικών όπλων που μπορούν να θεωρηθούν ως εξαιρετικώς επιβλαβή ή ως προκαλούντα αδιακρίτως αποτελέσματα | convention sur les armes inhumaines |
gen. | Σύμβαση για την απαγόρευση ή περιορισμό χρήσης ορισμένων συμβατικών όπλων που μπορούν να θεωρηθούν ως εξαιρετικώς επιβλαβή ή ως προκαλούντα αδιακρίτως αποτελέσματα | convention sur l'emploi de certaines armes conventionnelles |
gen. | Σύμβαση για την προσχώρηση του Βασιλείου της Ισπανίας και της Πορτογαλικής Δημοκρατίας στη Σύμβαση για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, η οποία άνοιξε προς υπογραφή στη Ρώμη στις 19 Ιουνίου 1980 | Convention relative à l'adhésion du Royaume d'Espagne et de la République portugaise à la Convention sur la loi applicable aux obligations contractuelles ouverte à la signature à Rome le 19 juin 1980 |
gen. | Σύμβαση η οποία καταρτίζεται βάσει του άρθρου Κ.3 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων | Convention établie sur la base de l'article K.3 du traité sur l'Union européenne, relative à la protection des intérêts financiers des Communautés européennes |
gen. | Σύμβαση η οποία καταρτίζεται βάσει του άρθρου Κ.3 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων | convention PIF |
gen. | σύμβαση θαλάσσιας ασφάλισης ή ναυτασφάλιση | contrat d'assurance maritime |
gen. | Σύμβαση "περί ενοποιήσεως ωρισμένων κανόνων σχετικών με την ποινικήν δικαιοδοσίαν επί συγκρούσεως πλοίων ή άλλων συμβάντων εν τη ναυσιπλοϊα" | Convention internationale pour l'unification de certaines règles relatives à la compétence pénale en matière d'abordage et autres événements de navigation |
gen. | Σύμβαση "περί κατωτάτου ορίου ηλικίας προς πρόσληψιν νέων υπό την ιδιότητα θερμαστού ή ανθρακέως" | Convention sur l'âge minimum soutiers et chauffeurs, de 1921 C15 |
gen. | Σύμβαση "περί κατωτάτου ορίου ηλικίας προς πρόσληψιν νέων υπό την ιδιότητα θερμαστού ή ανθρακέως" | Convention fixant l'âge minimum d'admission des jeunes gens au travail en qualité de soutiers ou chauffeurs |
gen. | Σύμβαση της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών μεταξύ κρατών και διεθνών οργανισμών ή μεταξύ διεθνών οργανισμών | Convention de Vienne sur le droit des traités entre Etats et organisations internationales ou entre organisations internationales |
gen. | σύμφωνα με τους όρους που προβλέπει η παρούσα συνθήκη | dans les conditions prévues par le présent Traité |
gen. | σύνθετα μπαχαρικά ή καρυκεύματα | condiments ou assaisonnements composés |
gen. | σύστημα αναγνωρίσεως φίλων ή εχθρών | identification ami-ennemi |
gen. | σύστημα αναγνωρίσεως φίλων ή εχθρών | Interrogateur-répondeur d'identification |
gen. | σώμα των δημοτικών ή κοινοτικών αντιπροσώπων | assemblée représentative municipale |
gen. | τα καθήκοντα λήγουν κατόπιν παραιτήσεως ή απαλλαγής από αυτά | les fonctions prennent fin par démission volontaire ou d'office |
gen. | Τα χρώματα του αντιγράφου μπορεί να μην αντιστοιχούν ακριβώς σε αυτά του πρωτοτύπου. Η επισήμανση του πλαστού δεν μπορεί συνεπώς να βασίζεται μόνον στη σύγκριση των χρωμάτων. | La couleur de cette reproduction peut ne pas correspondre exactement à la couleur de l'original. La détection de faux documents ne peut donc se faire sur la seule base de la couleur. |
gen. | τα όργανα διαχειρίσεως ή εποπτείας | les organes de gestion ou de surveillance |
gen. | τεκμήριο συναίνεσης του κράτους μέλους από το οποίο ζητείται η έκδοση | présomption de consentement de l'Etat membre requis |
gen. | τελικός πλειοδότης ή μειοδότης | attributaire |
gen. | τελικός πλειοδότης ή μειοδότης | attributaire du marché |
gen. | τελικός πλειοδότης ή μειοδότης | adjudicataire |
gen. | τηλετυπική συσκευή 2. τηλεκτυπωτής ή τηλεκτυπώτρια | téléscripteur |
gen. | τηλετυπική συσκευή 2. τηλεκτυπωτής ή τηλεκτυπώτρια | téléimprimeur |
gen. | το Κράτος στο οποίο γίνεται η διαπίστευση | Etat accréditaire |
gen. | το Συμβούλιο και η Eπιτροπή προβαίνουν σε αμοιβαίες διαβουλεύσεις | le Conseil et la Commission procèdent à des consultations réciproques |
gen. | το Συμβούλιο και η Eπιτροπή ρυθμίζουν τους τρόπους συνεργασίας τους | le Conseil et la Commission organisent les modalités de leur collaboration |
gen. | το σύστημα σταθερών ανταλλαγών εφαρμόζεται και στην περίπτωση αποκατάστασης ή ρύθμισης για λειτουργία | le système des échanges standard s'applique également en cas de remise en l'état ou de mise au point |
gen. | το υλικό αυτό και/ή το περίβλημά του να θεωρηθούν κατά τη διάθεσή τους επικίνδυνα απόβλητα | éliminer le produit et/ou son récipient comme un déchet dangereux |
gen. | το υλικό αυτό και/ή το περίβλημά του να θεωρηθούν κατά τη διάθεσή τους επικίνδυνα απόβλητα | éliminer le produit et son récipient comme un déchet dangereux |
gen. | το υλικό αυτό και/ή το περίβλημά του να θεωρηθούν κατά τη διάθεσή τους επικίνδυνα απόβλητα | S60 |
gen. | το όργανο,του οποίου η παράλειψη εκηρύχθη αντίθετη προς την παρούσα συνθήκη | l'institution dont l'abstention a été déclarée contraire au présent Traité |
gen. | το όργανο,του οποίου η πράξη εκηρύχθη άκυρη | l'institution dont émane l'acte annulé |
gen. | το ύψος των διαφυγόντων ιδίων πόρων ή δαπανών εις βάρος του κοινοτικού προϋπολογισμού που έχουν πραγματοποιηθεί αντικανονικά ή έχουν δολίως εκτραπεί του σκοπού τους | les montants de ressources propres éludées ou de dépenses à charge du budget communautaire effectuées irrégulièrement ou détournées frauduleusement |
gen. | τρισδιάστατη μηχανή προσδιορισμού του σημείου Η | machine 3-D H |
gen. | τρισδιάστατη μηχανή σημείου Η | machine tridimensionnelle point H |
gen. | τρισδιάστατη μηχανή σημείου Η | machine 3-D H |
gen. | τροπολογία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου την οποία η Επιτροπή δεν περιέλαβε | amendement que la Commission n'a pas repris |
gen. | υπάλληλοι του επιστημονικού ή τεχνικού κλάδου | fonctionnaires des cadres scientifique et technique |
gen. | υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου | la voix du président est prépondérante |
gen. | υπολογιστές που η λειτουργία τους στηρίζεται στην οπτική | ordinateurs optiques |
gen. | Υπουργός Οικογένειας, Υπουργός Προώθησης των Γυναικών, υπεύθυνος και για την πολιτική υπέρ των ατόμων με φυσική ή επίκτητη αναπηρία | ministre de la famille, ministre de la promotion féminine, chargé également de la politique en faveur des handicapés et des accidentés de la vie |
gen. | υποχρεώσεις που τους επιβάλλει η παρούσα συνθήκη στον τομέα...... | obligations qui leur incombent en matière de ... |
gen. | υποψήφιες χώρες ή δυνάμει υποψήφιοι | pays de l'élargissement |
gen. | φύλλο επί του οποίου τίθεται η θεώρηση | feuillet pour l'apposition d'un visa |
gen. | φύτρα δημητριακών ολόκληρα, πλατυσμένα σε νιφάδες ή αλεσμένα | germes de céréales entiers aplatis en flocons ou moulus |
gen. | χαρτί εφημερίδων, σε κυλίνδρους ή σε φύλλα | papier journal, en rouleaux ou en feuilles |
gen. | χωρίς διάκριση φυλής, θρησκείας ή φύλου | sans distinction de race, de croyance ou de sexe |
gen. | χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η ιθαγένεια | sans considération de nationalité |
gen. | χωρίς προειδοποίηση ή αποζημίωση | sans préavis ni indemnité |
gen. | χωροδιατακτική ανάλυση ή ανάλυση διαμορφώσεων | analyse conformationelle |
gen. | χώρα που αφορά η προένταξη | pays en phase de préadhésion |
gen. | χώρα στην οποία έχει αρθεί η απαγόρευση | pays qui n'est plus frappé par l'embargo |
gen. | ψευδομέλια η Αζεραδάχη, κοινώς ψευδομέλια, πασχαλιά ή σολομός; ψευδοπασχαλιά | lilas des Indes (melia azeradach) |
gen. | ψευδομέλια η Αζεραδάχη, κοινώς ψευδομέλια, πασχαλιά ή σολομός; ψευδοπασχαλιά | arbre à chapelet (melia azeradach) |
gen. | όπλο ισχύος ενός ή περισσοτέρων μεγατόνων | arme mégatonnique |
gen. | όταν η απαιτουμένη πλειοψηφία δεν έχει επιτευχθεί | si la majorité requise n'est pas atteinte |
gen. | όταν το χρησιμοποιείτε μην τρώτε,πίνετε ή καπνίζετε | ne pas manger,ne pas boire et ne pas fumer pendant l'utilisation |
gen. | όταν το χρησιμοποιείτε μην τρώτε,πίνετε ή καπνίζετε | S2021 |
gen. | όταν το χρησιμοποιείτε μην τρώτε,πίνετε ή καπνίζετε | ne pas manger, ne pas boire et ne pas fumer pendant l'utilisation |
gen. | όταν το χρησιμοποιείτε μην τρώτε,πίνετε ή καπνίζετε | S20/21 |
gen. | όταν το χρησιμοποιείτε μην τρώτε,πίνετε ή καπνίζετε | S20-21 |
gen. | Kύριος επιστημονικός ή τεχνικός υπάλληλος | Fonctionnaire scientifique ou technique principal |