DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Mechanic engineering containing εκτός | all forms
GreekFrench
ένδειξη "εκτός λειτουργίας"indicateur hors service
διακόπτης θέσεως εκτός λειτουργίαςinterrupteur de mise hors service
"εκτός" τάσεωςhors tension
εξαρτήματα εντός και εκτός ανοχώνpièces au-dessus et au-dessous des mesures
θέση "εκτός" διακόπτη ασφαλείας ηλεκτρικού κυκλώματοςdisjoncteur déclenché
θέση εκτός λειτουργίαςposition hors fonction
καθήλωση σε θέση εκτός λειτουργίαςblocage en position off
καθήλωση σε κατάσταση εκτός λειτουργίαςblocage en position off
τερματικός διακόπτης εκτός διαδρομής ασφαλείαςinterrupteur de hors course de sécurité
φορτίο εκτός θέσεως ισορροπίαςcharge déséquilibrée