DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Technology containing ειδική | all forms
GreekFrench
ειδική αντοχήténacité
ειδική αντοχή ελαστικότηταςrésistance spécifique d'épreuve
ειδική αντοχή θραύσηςténacité de rupture
ειδική επιφάνεια τούφαςsurface spécifique du tampon de fibres
ειδική θερμότηταchaleur spécifique
ειδική θερμότηταchaleur massique
ειδική καλάνδρα για δημιουργία εφέ στην επιφάνεια του υφάσματοςcalandre spéciale à parcours en plusieurs épaisseurs de tissu
ειδική μηχανήmachine spéciale
ειδική ραδιενέργειαactivité massique
ειδική τάση ελαστικότηταςrésistance spécifique d'épreuve
Μέση ειδική αντίσταση ενός διάχυτου στρώματοςrésistivité moyenne