Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Arabic
English
French
Polish
Russian
Terms
for subject
Technology
containing
ειδική
|
all forms
Greek
French
ειδική
αντοχή
ténacité
ειδική
αντοχή ελαστικότητας
résistance spécifique d'épreuve
ειδική
αντοχή θραύσης
ténacité de rupture
ειδική
επιφάνεια τούφας
surface spécifique du tampon de fibres
ειδική
θερμότητα
chaleur spécifique
ειδική
θερμότητα
chaleur massique
ειδική
καλάνδρα για δημιουργία εφέ στην επιφάνεια του υφάσματος
calandre spéciale à parcours en plusieurs épaisseurs de tissu
ειδική
μηχανή
machine spéciale
ειδική
ραδιενέργεια
activité massique
ειδική
τάση ελαστικότητας
résistance spécifique d'épreuve
Μέση
ειδική
αντίσταση ενός διάχυτου στρώματος
résistivité moyenne
Get short URL