DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Technology containing δύναμη | all forms
GreekFrench
δύναμη έλξηςforce de traction
ελκτική δύναμηforce de traction
εναλλασσόμενη δύναμη της δοκιμήςforce d'essai alternée
ηλεκτρεγερτική δύναμη πηγήςforce électromotrice de la source
ηλεκτρεγερτική δύναμη πηγήςf.é.m.de la source
ηλεκτροκινητική δύναμηforce électromotrice
ηλεκτροκινητική δύναμηtension
ηλεκτροκινητική δύναμηdifférence de potentiel
λίβρα δύναμη ανά τετραγωνική ίντσαlivre par pouce carré
λίβρα δύναμη ανά τετραγωνικό πόδιlivre par pied carré
μέτρο επί χιλιόγραμμο δύναμη1 mètre-kilogramme force
μέτρο στην τέταρτη δύναμηm4
μέτρο στην τέταρτη δύναμη1 mètre à la puissance quatre
πόδι χ λίβρα δύναμηpied-livre
χιλιόγραμμο δύναμη ανά τετραγωνικό εκατοστόkgf-cm2
χιλιόγραμμο δύναμη ανά τετραγωνικό εκατοστό1 kilogramme force par centimètre carré
χιλιόγραμμο δύναμη ανά τετραγωνικό μέτροkgf-m2
χιλιόγραμμο δύναμη ανά τετραγωνικό μέτρο1 kilogramme force par mètre carré