DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Earth sciences containing δίοδος | all forms
GreekFrench
δίοδος βαλβίδα ελέγχου παροχήςrégulateur de débit série
δίοδος βαλβίδα ελέγχου ροήςrégulateur de débit série
δίοδος μεταβαλομένης φωτεινότητας εξαρτώμενη από την τάσηdiode à luminosité dépendante de la tension
δίοδος μεταβλητής χωρητικότητας εξαρτώμενη από την τάσηdiode à capacité variable
δίοδος μεταβλητής χωρητικότητας εξαρτώμενη από την τάσηvaricap
δίοδος μεταβλητής χωρητικότητας εξαρτώμενη από την τάσηdiode varicap
δίοδος ρευστούdiode fluide
δίοδος σερβοβαλβίδαdistributeur progressif à deux voies
ελεύθερη δίοδος ανάμεσα σε δυο διαδοχικά πτερύγια του συμπιεστήpassage entre ailettes
ελεύθερη δίοδος ρήγματοςchenal de séparation
ιδανική δίοδοςdiode idéale