Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Arabic
Basque
Bulgarian
Catalan
Chinese
Croatian
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
Finnish
French
German
Hungarian
Irish
Italian
Latvian
Lithuanian
Maltese
Norwegian Bokmål
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Serbian
Slovak
Slovene
Spanish
Swedish
Turkish
Ukrainian
Terms for subject
Medical
containing
γάλα
|
all forms
Greek
French
γάλα
εμπλουτισμένο με οξεόφιλο λακτοβάκιλο
lait inoculé par lactobacille acidophile
γάλα
με βακτηρίδιο BIFIDUS
lait bifide
δηλητηρίαση από
γάλα
μητέρας πάσχουσας από τη νόσο beri-beri
intoxication par le lait de femme béribérique
διατροφή συνιστάμενη από
γάλα
,αυγά και λαχανικά
régime sans viande
διατροφή συνιστάμενη από
γάλα
,αυγά και λαχανικά
alimentation-lacto-végétale
διατροφή συνιστάμενη από
γάλα
,αυγά και λαχανικά
alimentation ovo-lacto-végétale
λιπαρό
γάλα
Gaertner
lait gras de Gaertner
μητρικό
γάλα
lait humain
μητρικό
γάλα
lait de femme
τροποποιημένο μητρικό
γάλα
falsification du lait de femme
Get short URL