DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Medical containing γάλα | all forms
GreekFrench
γάλα εμπλουτισμένο με οξεόφιλο λακτοβάκιλοlait inoculé par lactobacille acidophile
γάλα με βακτηρίδιο BIFIDUSlait bifide
δηλητηρίαση από γάλα μητέρας πάσχουσας από τη νόσο beri-beriintoxication par le lait de femme béribérique
διατροφή συνιστάμενη από γάλα,αυγά και λαχανικάrégime sans viande
διατροφή συνιστάμενη από γάλα,αυγά και λαχανικάalimentation-lacto-végétale
διατροφή συνιστάμενη από γάλα,αυγά και λαχανικάalimentation ovo-lacto-végétale
λιπαρό γάλα Gaertnerlait gras de Gaertner
μητρικό γάλαlait humain
μητρικό γάλαlait de femme
τροποποιημένο μητρικό γάλαfalsification du lait de femme