DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Environment containing αύξηση | all forms
GreekFrench
αύξηση κινδύνου διάβρωσης μετά την πυρκαγιάaugmentation du risque d'érosion après incendie
αύξηση του κόστουςaugmentation des coûts
αύξηση της αξίας των αλιευμάτωνaccroissement du volume des prises en vue d'une sélection
αύξηση της αξίας των αλιευμάτωνaccroissement de la valeur des prises
αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτηréchauffement de la planète
αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτηréchauffement planétaire
αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτηréchauffement climatique
αύξηση της στάθμης των υδάτωνcrue
αύξηση της τρύπας του όζοντοςextension horizontale du trou
αύξηση της τρύπας του όζοντοςextension du trou d'ozone
αύξηση της τρύπας του όζοντοςextension du trou
αύξηση του θρεπτικού περιεχομένουaugmentation de la teneur en nutriment
αύξηση του πληθυσμούaccroissement de la population
αύξηση του στρατοσφαιρικού όζοντοςaugmentation de l'ozone stratosphérique
αύξηση του στρατοσφαιρικού όζοντοςgain d'ozone
αύξηση του στρατοσφαιρικού όζοντοςgain d'ozone stratosphérique
αύξηση του στρατοσφαιρικού όζοντοςaugmentation d'ozone
αύξηση των ακάθαρτων αποθέσεων ακαθαρσιώνencrassement biologique
αύξηση των ακάθαρτων αποθέσεων ακαθαρσιώνsalissure
αύξηση των ακάθαρτων αποθέσεωνsalissure
πλανητική αύξηση της θερμοκρασίαςréchauffement climatique
πλανητική αύξηση της θερμοκρασίαςréchauffement de la planète
πλανητική αύξηση της θερμοκρασίαςréchauffement planétaire
σταδιακή αύξησηréchauffement mondial
συνολική αύξηση της μέσης ετήσιας θερμοκρασίας της επιφάνειας της γήςaugmentation de la température mondiale annuelle moyenne en surface