Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Arabic
Bulgarian
Croatian
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
French
German
Italian
Latvian
Lithuanian
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Serbian Latin
Spanish
Terms
for subject
Environment
containing
αύξηση
|
all forms
Greek
French
αύξηση
κινδύνου διάβρωσης μετά την πυρκαγιά
augmentation du risque d'érosion après incendie
αύξηση
του
κόστους
augmentation des coûts
αύξηση
της αξίας των αλιευμάτων
accroissement du volume des prises en vue d'une sélection
αύξηση
της αξίας των αλιευμάτων
accroissement de la valeur des prises
αύξηση
της θερμοκρασίας του πλανήτη
réchauffement de la planète
αύξηση
της θερμοκρασίας του πλανήτη
réchauffement planétaire
αύξηση
της θερμοκρασίας του πλανήτη
réchauffement climatique
αύξηση
της στάθμης των υδάτων
crue
αύξηση
της τρύπας του όζοντος
extension horizontale du trou
αύξηση
της τρύπας του όζοντος
extension du trou d'ozone
αύξηση
της τρύπας του όζοντος
extension du trou
αύξηση
του θρεπτικού περιεχομένου
augmentation de la teneur en nutriment
αύξηση
του πληθυσμού
accroissement de la population
αύξηση
του στρατοσφαιρικού όζοντος
augmentation de l'ozone stratosphérique
αύξηση
του στρατοσφαιρικού όζοντος
gain d'ozone
αύξηση
του στρατοσφαιρικού όζοντος
gain d'ozone stratosphérique
αύξηση
του στρατοσφαιρικού όζοντος
augmentation d'ozone
αύξηση
των ακάθαρτων αποθέσεων
ακαθαρσιών
encrassement biologique
αύξηση
των ακάθαρτων αποθέσεων
ακαθαρσιών
salissure
αύξηση
των ακάθαρτων αποθέσεων
salissure
πλανητική
αύξηση
της θερμοκρασίας
réchauffement climatique
πλανητική
αύξηση
της θερμοκρασίας
réchauffement de la planète
πλανητική
αύξηση
της θερμοκρασίας
réchauffement planétaire
σταδιακή
αύξηση
réchauffement mondial
συνολική
αύξηση
της μέσης ετήσιας θερμοκρασίας της επιφάνειας της γής
augmentation de la température mondiale annuelle moyenne en surface
Get short URL