Subject | Greek | French |
fin. | αιτιολογημένη απόρριψη της άδειας | refus motivé de l'agrément |
environ. | ανεξέλεγκτη απόρριψη | décharge brute |
environ. | ανεξέλεγκτη απόρριψη | décharge sauvage |
environ. | ανεξέλεγκτη απόρριψη διάθεση | décharge sauvage |
environ. | ανεξέλεγκτη απόρριψη διάθεση | décharge brute |
econ. | ανεξέλεγκτη απόρριψη | décharge sauvage |
environ. | απαγορεύω την εγκατάλειψη, την απόρριψη και την ανεξέλεγκτη διάθεση αποβλήτων | interdire l'abandon, le rejet et l'élimination incontrôlée des déchets |
comp., MS | αποδοχή/απόρριψη | feu vert/feu rouge |
environ., el. | απρόβλεπτη απόρριψη ραδιενεργών καταλοίπων | rejet non concerté d'effluents radioactifs |
law, immigr. | απόρριψη αίτησης θεώρησης | refus de visa |
law, immigr. | απόρριψη αιτήματος ασύλου λόγω διάπραξης εγκλημάτων | refus de la demande d'asile pour crime |
law, immigr. | απόρριψη αιτήματος ασύλου λόγω διάπραξης εγκλημάτων | refus de l'asile pour crime |
law, immigr. | απόρριψη αιτήματος για χορήγηση θεώρησης εισόδου | refus de visa |
el. | απόρριψη αλειτουργικού σήματος | affaiblissement du signal en absence de courant de ligne |
comp., MS | απόρριψη αλλαγών | ignorer les modifications |
environ. | απόρριψη αποβλήτων | mise en décharge des déchets |
environ. | απόρριψη διάθεση αποβλήτων πλοίου | élimination des déchets des navires |
transp. | απόρριψη ασφαλείας | rejet protecteur |
agric. | απόρριψη δεμάτων | éjection des balles |
commun., IT | απόρριψη εκτός συχνότητας | rejet hors-fréquence |
environ. | απόρριψη/εκφόρτωση/απόθεση/εκκένωση/καταβύθιση | déversement" |
environ. | απόρριψη/εκφόρτωση/απόθεση/εκκένωση/καταβύθιση | décharge non réglementaire |
environ. | απόρριψη/εκφόρτωση/απόθεση/εκκένωση/καταβύθιση | "immersion d'objets, d'hydrocarbures, etc.dans la mer |
IT, dat.proc. | απόρριψη εντολής | interruption d'une commande |
IT, dat.proc. | απόρριψη εντολής | arrêt d'une commande |
IT, dat.proc. | απόρριψη εντολής | abandon d'une commande |
environ. | απόρριψη επικίνδυνων ουσιών | déversement de substances dangereuses |
law, environ., min.prod. | απόρριψη ; ηθελημένη ρίψη καταλοίπων στη θάλασσα | immersion |
law, environ., min.prod. | απόρριψη ; ηθελημένη ρίψη καταλοίπων στη θάλασσα | déversement volontaire de déchets en mer |
environ., min.prod. | απόρριψη θρεπτικών ουσιών στη θάλασσα | apports de nutriments |
environ. | απόρριψη καδμίου | rejet de cadmium |
IT | απόρριψη καναλιού-ειδώλου | atténuation du canal conjugué |
IT | απόρριψη κανονικής λειτουργίας | réjection de mode normal |
forestr. | απόρριψη κατά την ταξινόμηση | le rejet d'échelle |
environ., min.prod. | απόρριψη καταλοίπων βυθοκόρησης | matériel de dragage |
transp., avia. | απόρριψη καυσίμου | vidange en vol de combustible |
transp., avia. | απόρριψη καυσίμου | vidange de carburant |
transp., avia., energ.ind. | απόρριψη καυσίμου σε πτήση | vidange en vol du combustible |
transp., avia., energ.ind. | απόρριψη καυσίμου σε πτήση | largage de carburant |
transp., avia. | απόρριψη καυσίμων | largage de carburant |
transp., avia. | απόρριψη καυσίμων | perte de carburant par la mise à l'air libre |
transp., avia. | απόρριψη καυσίμων | fuite de carburant en vol |
met. | απόρριψη κεφαλής χυτού | chutage de tête |
IT, tech. | απόρριψη κοινής λειτουργίας | réjection de mode commun |
IT, tech. | απόρριψη κοινής λειτουργίας | réaction en mode commun |
el. | απόρριψη κοινού σήματος | réjection en mode commun |
environ. | απόρριψη παροχέτευση λυμάτων | rejet d'eaux usées |
environ. | απόρριψη λυματολάσπης στα επιφανειακά ύδατα | rejet des boues d'épuration dans les eaux de surface |
IT, dat.proc. | απόρριψη μακροεντολής | interruption d'une macro |
IT, dat.proc. | απόρριψη μακροεντολής | arrêt d'une macro |
IT, dat.proc. | απόρριψη μακροεντολής | abandon d'une macro |
earth.sc. | απόρριψη μη γραμμικού θορύβου | rejet non-linéaire du bruit |
met., mech.eng. | απόρριψη μισού καλουπιού | demi-moule mobile |
commun. | απόρριψη μονάδας σηματοδοσίας | rejet des unités de signalisation |
med. | απόρριψη μοσχεύματος | phénomène de rejet en cas de greffe |
med. | απόρριψη μοσχεύματος | rejet de greffe |
med. | απόρριψη μοσχεύματος | rejet d'une greffe |
environ. | απόρριψη κενών μπαταριών | élimination, évacuation des batteries |
environ. | απόρριψη κενών μπαταριών | élimination des batteries |
environ. | απόρριψη νερού οικιακής χρήσης | rejet d'eau sanitaire |
commun. | απόρριψη ουραίου πακέτου | suppression de paquets à l'arrière |
law, agric. | απόρριψη παρτίδας | condamnation des lots |
med. | απόρριψη παρτίδας | condamnation du lot |
agric., tech. | απόρριψη πατοφύλλων | épamprage |
agric., industr. | απόρριψη πατοφύλλων | épamprement |
environ. | απόρριψη πετρελαίου | déversement de pétrole |
commun., IT | απόρριψη πλαισίου | rejet de trame |
el. | απόρριψη πολλαπλής διαδρομής | protection contre les effets de propagation par trajets multiples |
law | απόρριψη που βασίζεται σε ένσταση | refus fondé sur une opposition |
law | απόρριψη προστασίας σήματος | refus de protection d'une marque |
commun. | απόρριψη πρώιμων πακέτων | suppression de paquets anticipée |
environ. | απόρριψη πυρηνικού σταθμού | démantèlement des centrales nucléaires |
environ. | απόρριψη πυρηνικού σταθμού | démantèlement de centrale nucléaire |
environ. | απόρριψη ραδιενεργών αποβλήτων στον Aτλαντικό Ωκεανό | rejet de déchets radioactifs dans l'Océan Atlantique |
nucl.phys. | απόρριψη ραδιενεργών καταλοίπων | rejet d'effluents radioactifs |
gen. | απόρριψη ραδιενεργών καταλοίπων | évacuation des déchets radioactifs |
gen. | απόρριψη ραδιενεργών καταλοίπων | élimination des déchets radioactifs |
environ., el. | απόρριψη ραδιενεργών ουσιών | élimination de substances radioactives |
environ. | απόρριψη ραδιενεργών υλών | rejet d'effluents radioactifs |
environ. | απόρριψη σε ποταμό | rejet en cours d'eau |
environ. | απόρριψη σε χωματερή | site de versage |
environ. | απόρριψη σε χωματερή | mise en décharge |
environ. | απόρριψη στα ύδατα | déversement dans des eaux réceptrices |
environ. | απόρριψη διάθεση στην ανοικτή θάλασσα | dispositif de haute mer |
environ. | απόρριψη διάθεση στην ανοικτή θάλασσα | décharge en haute mer |
environ. | απόρριψη στην θάλασσα | évacuation en mer |
environ. | απόρριψη στην θάλασσα | rejet en mer |
law | απόρριψη στην ουσία | rejet au fond |
environ. | απόρριψη στους ωκεανούς | rejet en mer |
commun. | απόρριψη συνέχισης | rejet de reprise |
environ. | απόρριψη σφαγίων | équarrissage |
environ. | απόρριψη σφαγίων/απόθεση νεκρών ζώων | équarrissage |
law | απόρριψη της ένστασης | rejet de la réclamation |
law | απόρριψη της αίτησης | rejet de la demande |
law, immigr. | απόρριψη της αίτησης ασύλου | refus de la demande d'asile |
law, immigr. | απόρριψη της αίτησης ασύλου | rejet de la demande d'asile |
immigr. | απόρριψη της αίτησης ασύλου | rejet d'une demande d'asile |
law, immigr. | απόρριψη της αίτησης ασύλου | rejet de l'asile |
law, immigr. | απόρριψη της αίτησης ασύλου | refus de l'asile |
law | απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως ως προδήλως αβάσιμης | rejet du pourvoi comme manifestement non fondé |
polit., law | απόρριψη της αναιρέσεως | rejet du pourvoi |
law | απόρριψη της ανακοπής με τελεσίδικη απόφαση | opposition rejetée par une décision définitive |
law | απόρριψη της ανακοπής ως απαράδεκτης | rejet de l'opposition pour irrecevabilité |
med. | απόρριψη της πραγματικότητας | refus de la réalité |
law | απόρριψη της προστασίας της καταχώρησης | refus de protection d'un enregistrement |
law, patents. | απόρριψη της προσφυγής ως απαράδεκτης | rejet du recours pour irrecevabilité |
gen. | απόρριψη της συζητήσεως | refuser le débat |
gen. | απόρριψη της Συνθήκης με δημοψήφισμα | rejet du traité par référendum |
commun., IT | απόρριψη της συχνότητας συντονισμού | rejet à la fréquence d'accord |
econ. | απόρριψη του προϋπολογισμού | rejet du budget |
agric. | απόρριψη των οργανικών λασπών | pegassage |
agric. | απόρριψη των υπεργείων τμημάτων | rejet des verts |
environ., el. | απόρριψη υγρών ραδιενεργών καταλοίπων | rejets d'effluents radioactifs liquides |
comp., MS | Απόρριψη υποψήφιου πελάτη | Exclure le prospect |
gen. | απόρριψη υποψηφιότητας | non-admission à concourir |
fin. | απόρριψη υπόθεσης | abandonner une hypothèse |
energ.ind. | απόρριψη φορτίου | délestage de consommation |
energ.ind. | απόρριψη φορτίου | délestage |
transp., avia. | απόρριψη φορτίων | largage des charges |
IT, dat.proc. | απόρριψη χαρτιού | éjection du papier |
IT, dat.proc. | απόρριψη χαρτιού | éjection de page |
environ. | απόρριψη χημικών αποβλήτων | décharge de déchets chimiques |
health., pharma. | απόρριψη χορήγησης άδειας κυκλοφορίας | refus d'octroi d'une autorisation de mise sur le marché |
environ. | διαρροή/εκροή/απόρριψη/απόχυση | fuites et écoulements accidentels |
environ. | διαρροή/εκροή/απόρριψη/απόχυση | fuite et écoulement accidentels |
transp. | διπλή απόρριψη | double désapprobation |
el. | ελάχιστη απόρριψη | affaiblissement minimal |
health., pharma. | ερωτήσεις και απαντήσεις σχετικά με την απόρριψη | questions/réponses sur le rejet de la demande |
polit., law | ισχυρισμοί του παρεμβαίνοντος προς υποστήριξη ή προς μερική ή ολική απόρριψη των αιτημάτων ενός των διαδίκων | conclusions de l'intervenant tendant au soutien ou au rejet, total ou partiel, des conclusions d'une des parties |
environ. | καταναλωτικό αγαθό μη αποσυντιθέμενο κατά την απόρριψη | bien de consommation durable hors d'usage |
IT, environ. | Κοινοτικό σύστημα πληροφόρησης για τον έλεγχο και τη μείωση της ρύπανσης που προξενεί η απόρριψη υδρογονανθράκων στη θάλασσα | Système communautaire d'information pour le contrôle et la réduction de la pollution causée par le déversement d'hydrocarbures en mer |
social.sc. | κοινωνική απόρριψη | marginalisation sociale |
social.sc. | κοινωνική απόρριψη | exclusion sociale |
law | μερική απόρριψη της αναιρέσεως | rejet partiel du pourvoi |
el. | νόμιμη απόρριψη | champ DE |
law | ολική απόρριψη της αναιρέσεως | rejet total du pourvoi |
polit. | ολική απόρριψη του σχεδίου προϋπολογισμού | rejet global du projet de budget |
commun. | ομοκαναλική απόρριψη | rejet dans un même canal |
environ. | πετρελαιοκηλίδα/απόρριψη πετρελαίου | marée noire |
environ. | πετρελαιοκηλίδα/απόρριψη πετρελαίου | déversement de pétrole |
transp., avia., environ. | Πρωτόκολλο για την πρόληψη και καταπολέμηση της ρύπανσης της Μεσογείου Θαλάσσης από την απόρριψη ουσιών από τα πλοία και τα αεροσκάφη ή την καύση στη θάλασσα | Protocole relatif à la prévention et à l'élimination de la pollution de la mer Méditerranée par les opérations d'immersion effectuées par les navires et aéronefs ou d'incinération en mer |
transp., avia., environ. | Πρωτόκολλο για την πρόληψη και καταπολέμηση της ρύπανσης της Μεσογείου Θαλάσσης από την απόρριψη ουσιών από τα πλοία και τα αεροσκάφη ή την καύση στη θάλασσα | Protocole relatif à la prévention de la pollution de la mer Méditerranée par les opérations d'immersion effectuées par les navires et aéronefs |
transp., avia., environ. | Πρωτόκολλο για την πρόληψη και καταπολέμηση της ρύπανσης της Μεσογείου Θαλάσσης από την απόρριψη ουσιών από τα πλοία και τα αεροσκάφη ή την καύση στη θάλασσα | protocole "immersions" |
gov. | ρητή απόφαση για την απόρριψη ένστασης | décision explicite de rejet d'une réclamation |
gen. | ρητή απόφαση για την απόρριψη αιτήματος | décision explicite de rejet d'une réclamation |
gen. | ρητή απόφαση για την απόρριψη ενστάσεως | décision explicite de rejet d'une réclamation |
law, min.prod. | ρύπανση από απόρριψη άχρηστων υλικών | pollution par immersion |
law | σιωπηρή απόρριψη | rejet tacite |
environ. | συμπτωματική απόρριψη | rejet accidentel |
earth.sc. | τήξη προς απόρριψη μετάλλων | fusion de déchets métalliques |
tech., mater.sc. | τελική απόρριψη | refus définitif |
environ. | τυχαία απόρριψη | rejet accidentel |
environ. | τυχαία απόρριψη | déversement accidentel |
environ. | τυχαία απόρριψη υδρογονανθράκων | déversement accidentel d'hydrocarbures |
environ. | τυχαία και ελεγχόμενη απόρριψη ραδιενεργών ουσιών | rejet accidentel et rejet volontaire contrôlé de substances radioactives |
environ. | υπόγεια απόρριψη | décharge souterraine |
environ., industr. | όροι με τους οποίους πραγματοποιείται η απόρριψη | conditions de rejet |