DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Earth sciences containing απόλυτη | all forms
GreekFrench
απόλυτη διαπερατότηταperméabilité absolue
απόλυτη διηλεκτρική σταθερά του κενούpermittivité absolue du vide
απόλυτη διηλεκτρική σταθερά του κενούconstante électrique
απόλυτη διηλεκτρική σταθερά του κενούconstante d'influence
απόλυτη ελάχιστη μηνιαία θερμοκρασίαtempérature minimale absolue mensuelle
απόλυτη ευστάθειαstabilité absolue
απόλυτη ικανότητα διηθήσεωςpouvoir d'arrêt absolu
απόλυτη μέγιστη μηνιαία θερμοκρασίαtempérature maximale absolue mensuelle
απόλυτη μαγνητική διαπερατότητα του κενούconstante magnétique
απόλυτη μαγνητική διαπερατότητα του κενούperméabilité absolue du vide
απόλυτη μαγνητική διαπερατότητα του κενούconstante d'induction
απόλυτη ρευματική γραμμή,απόλυτη γραμμή ροήςligne de courant en écoulement absolu
απόλυτη ρευματική γραμμή,απόλυτη γραμμή ροήςligne de courant absolue
απόλυτη ταχύτηταvitesse absolue
προσεγγιστική απόλυτη θερμομετρική κλίμακαéchelle thermométrique absolue approximative