Subject | Greek | German |
commun., transp., el. | αντίθετα προς τη φορά της κίνησης | gegen Bandlaufrichtung |
transp. | αντίθετα προς την επιτρεπόμενη φορά κυκλοφορίας | auf falschem Gleis |
transp. | αντίθετα προς την επιτρεπόμενη φορά κυκλοφορίας | Falschfahrt |
mech.eng. | αντιστρέψιμη φορά περιστροφής | umkehrbarer Drehsinn |
earth.sc., mech.eng. | αντλία διπλής κατευθύνεως ροής υπό σταθερή φορά περιστροφής | Reversierpumpe |
earth.sc., mech.eng. | αντλία μεταβλητής κατευθύνσεως ροής υπό σταθερή φορά περιστροφής | Reversierpumpe |
el. | απεύθυνση "μία γραμμή τη φορά" | zeilenweise Adressierung |
commun. | αποκατάσταση επικοινωνίας κατά την ορθή φορά | Fernmeldepunkt in Vorwärtsrichtung |
gen. | αρμόδια διεθνή φόρα | zuständige internationale Gremien |
gen. | γεννήτρια με άξονα κατά τη φορά του ανέμου | Horizontalachsen-Windrad |
gen. | γεννήτρια με άξονα κατά τη φορά του ανέμου | Horizontalachsen-Windkraftanlage |
gen. | γεννήτρια με άξονα κατά τη φορά του ανέμου | Horizontalläufer |
gen. | γεννήτρια με άξονα κατά τη φορά του ανέμου | Windturbine mit horizontaler Achse |
gen. | γεννήτρια με άξονα κατά τη φορά του ανέμου | Windanlage mit horizontaler Rotorachse |
gen. | γεννήτρια με άξονα κατά τη φορά του ανέμου | Horizontalachsen-Maschine |
IT | γράφεται μια φορά, διαβάζεται πολλές | einmal beschreiben, mehrmals lesen |
IT | γράφεται μια φορά, διαβάζεται πολλές | Speicherplatte, die nur einmal beschreibbar ist |
transp. | δρομολογώ για πρώτη φορά μια αμαξοστοιχία | einen Zug einlegen |
IT, dat.proc. | εκτυπώνω σε αντίστροφη φορά | in umgekehrter Reihenfolge abdrucken |
met. | ελασματοποιημένο μία φορά | einfach gewalzt |
commun., transp., el. | κατά τη φορά της κίνησης | in Bandlaufrichtung |
fish.farm. | Κοινοτική πρωτοβουλία που ᄆφορά την αναδιάρθρωση του αλιευτικού τομέα | Gemeinschaftsinitiative zur Umstrukturierung des Fischereisektors |
earth.sc., tech. | ορθή φορά | Leitrichtung |
el. | ορθή φορά | Vorwärtsrichtung |
el. | ορθή φορά | Flussrichtung |
el. | ορθή φορά | Durchlassrichtung |
life.sc. | ορθή φορά | rechtläufige Bewegung |
comp., MS | παράκαμψη μία φορά | Einmalumgehung |
earth.sc., mech.eng. | περιστροφή δύο τμημάτων κατ'αντίστροφη φορά | Gegenlaeufigkeit |
earth.sc. | περιστροφή κατά τη φορά περιστροφής των δεικτών του ρολογιού | Rechtsdrehung |
earth.sc. | περιστροφή κατά τη φορά περιστροφής των δεικτών του ρολογιού | Drehung im Uhrzeigersinn |
earth.sc. | περιστροφή κατά φορά ανάστροφη προς αυτήν των δεικτών του ρολογιού | Linksdrehung |
earth.sc. | περιστροφή κατά φορά ανάστροφη προς αυτήν των δεικτών του ρολογιού | Drehung entgegen dem Uhrzeigersinn |
earth.sc. | περιστροφή κατά φορά ανάστροφη προς αυτήν των δεικτών του ρολογιού | Drehung entgegen dem Uhrzeiger |
industr., construct., mech.eng. | πλάνισμα κατά την αντίθετη φορά της κίνησης του ξύλου | Gegenlaufspanen |
industr., construct., mech.eng. | πλάνισμα κατά την αντίθετη φορά της κίνησης του ξύλου | Gegenlauffräsen |
mech.eng. | προσανατολίζω προς τη φορά του ανέμου | in die Windrichtung stellen |
transp. | πόρτα ανοιγόμενη κατά μία μόνο φορά | Tür mit Durchgang in einer Richtung |
transp. | σήμα ένδειξης κίνησης κατά την αντίθετη φορά | Gleiswechselanzeiger |
gen. | στροφή του ανεμοκινητήρα προς τη φορά του ανέμου | Ausrichtung nach der Windrichtung |
gen. | στροφή του ανεμοκινητήρα προς τη φορά του ανέμου | Einschwenken in die Windrichtung |
gen. | στροφή του ανεμοκινητήρα προς τη φορά του ανέμου | Gieren |
gen. | στροφή του ανεμοκινητήρα προς τη φορά του ανέμου | Windrichtungsausrichtung |
gen. | στροφή του ανεμοκινητήρα προς τη φορά του ανέμου | die Turbine in den Wind drehen |
gen. | στροφή του ανεμοκινητήρα προς τη φορά του ανέμου | Windrichtungsnachführung |
gen. | στροφή του ανεμοκινητήρα προς τη φορά του ανέμου | Nachführung |
gen. | στροφή του ανεμοκινητήρα προς τη φορά του ανέμου | Ausrichtung in die Windrichtung |
gen. | Συμφωνία για την τροποποίηση για δεύτερη φορά της συμφωνίας εταιρικής σχέσης μεταξύ της ομάδας κρατών της Αφρικής, της Καραϊβικής και του Ειρηνικού, αφενός, και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφετέρου | Abkommen zur zweiten Änderung des Partnerschaftsabkommens zwischen den Mitgliedern der Gruppe der Staaten in Afrika, im karibischen Raum und im Pazifischen Ozean einerseits und der Europäischen Gemeinschaft und ihren Mitgliedstaaten andererseits |
gen. | Συμφωνία για την τροποποίηση για δεύτερη φορά της συμφωνίας εταιρικής σχέσης μεταξύ της ομάδας κρατών της Αφρικής, της Καραϊβικής και του Ειρηνικού, αφενός, και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφετέρου | Abkommen zur zweiten Änderung des Cotonou-Abkommens |
polit. | σύνοδοι ειδικής συνθέσεως του Συμβουλίου που πραγματοποιούνται μια φορά ανά εξάμηνο | die Tagungen des Rates in den Zusammensetzungen, in denen er einmal je Halbjahr zusammentritt |
agric. | τύμπανο με περιστροφή αντίθετη στη φορά κίνησης | Gegenlauftrommel |
agric. | τύμπανο με περιστροφή σύμφωνα με τη φορά κίνησης | Gleichlauftrommel |
busin. | υστέρηση ζήτησης για πρώτη φορά | erstmaliges Auftreten der Unternachfrage |
busin. | υστέρηση ζήτησης για πρώτη φορά | erstmalige Unternachfrage |
transp., mater.sc. | φθίνουσα φορά | abnehmende Richtung |
transp., mater.sc. | φορά έλξης προς επάνω | Einziehrichtung |
transp., mater.sc. | φορά ανάσυρσης | Einziehrichtung |
earth.sc. | φορά δύναμης | Kraftrichtung |
earth.sc., mech.eng. | φορά κεκλιμένου επίπεδου | Hangrichtung |
IT | φορά μετάδοσης | Übertragungsrichtung |
earth.sc. | φορά μετακίνησης | Richtungssinn einer Bewegung |
earth.sc. | φορά μετακίνησης | Bewegungssinn |
met. | φορά περιέλιξης ρόλλων ελάσματος | Haspelrichtung der Ringe |
earth.sc. | φορά περιστροφής | Drehsinn |
mech.eng. | φορά περιστροφής αντίθετη από αυτήν των δεικτών του ρολογιού | linksgängig |
mech.eng. | φορά περιστροφής αντίθετη από αυτήν των δεικτών του ρολογιού | gegen den Uhrzeigersinn |
mech.eng. | φορά περιστροφής κινητήρα | Motordrehrichtung |
mech.eng. | φορά περιστροφής στροφείου | Rotordrehsinn |
el. | φορά ρεύματος | Stromrichtung |
el. | φορά σταθεροποιητή | Stabilisatorrichtung |
fish.farm. | φορά συστροφής | Drehungsrichtung |
fish.farm. | φορά σύστρεψης | Drehungsrichtung |
fish.farm. | φορά τεντώματος του διχτυού | Streckrichtung |
gen. | φορά της παλίρροιας | Stromrichtung |
industr., construct. | φορά τραβήγματος του δέρματος | Zugrichtung |
med. | φορά υπέρκαμψης σπονδυλικής στήλης εμβρύου | Biegungsdiffizillimum |
transp., mater.sc. | φορά ώθησης προς επάνω | Heberichtung |
environ. | χρόνος/καιρός/ώρα/φορά/χρονικό διάστημα | Zeit |