Subject | Greek | German |
gen. | άφλεκτο υποστήριγμα | feuerfeste Unterlage |
earth.sc., mech.eng. | αντικραδαστικό υποστήριγμα | Schwingungsgedämpfte Montage |
earth.sc., mech.eng. | αντλία σε αγωγό υποστήριγμα | Pumpe in Fusslaternenausfuehrung |
earth.sc., mech.eng. | αντλία σε αγωγό υποστήριγμα | Fusslaternen/pumpe |
cultur. | βέργα-υποστήριγμα | Aufhaengestange |
transp. | διπλό υποστήριγμα συσκευής πομπού-δέκτη | doppelte Gummilager für Sender-Empfänger |
transp. | διπλό υποστήριγμα συσκευής πομπού-δέκτη | Doppelbefestigungsplatte für Sender-Empfänger |
el. | ελαστικό υποστήριγμα | biegsamer Träger |
transp. | ενδιάμεσο υποστήριγμα πτερώματος | Tragwerksträger |
med. | ενδοκολπικόν υποστήριγμα του BECKER | Becker Intravaginaltraeger |
construct. | ενισχυμένο μεταλλικό υποστήριγμα στοίβαξης μάζας | Putztraeger |
cultur. | κάθετο ρυθμιζόμενο υποστήριγμα | verstellbares vertikales Gestell |
transp., tech., law | καθ'ύψος ρυθμιζόμενο υποστήριγμα κεφαλής | höhenverstellbare Kopfstütze |
construct. | κατακόρυφον υποστήριγμα | vertikale Stuetze |
construct. | κατακόρυφον υποστήριγμα | tote Strebe |
mater.sc. | κινητό υποστήριγμα ρολού | frei rotierender Tragstab |
mater.sc. | κινητό υποστήριγμα ρολού | frei rotierender Querstab |
el. | κυλινδρικό μονωτικό υποστήριγμα με μεταλλικά εξαρτήματα | zylindrischer Stützisolator |
agric., mech.eng. | μεταλλικό υποστήριγμα δίσκου | Haltestiel |
agric., mech.eng. | μεταλλικό υποστήριγμα δίσκου | Ständer |
agric., mech.eng. | μεταλλικό υποστήριγμα δίσκου | Halter |
transp., construct. | μικρό υποστήριγμα | Stuetzpunkt des Gegentors |
el. | μονωτικό υποστήριγμα | Stützisolator |
el. | μονωτικό υποστήριγμα εξωτερικού χώρου | Freiluft-Stützisolator |
el. | μονωτικό υποστήριγμα εσωτερικού χώρου | Innenraum-Stützisolator |
cultur. | οριζόντιο ρυθμιζόμενο υποστήριγμα | verstellbarer horizontales Gestell |
industr., construct. | πλάγιο υποστήριγμα βιβλίων | Buchstuetze |
chem. | πτυσσόμενο υποστήριγμα με γλίστρα | Abkantklappe |
med. | πυελικό υποστήριγμα | Beckenstuetze |
gen. | ρυθμιζόμενο υποστήριγμα | Giraffe |
gen. | ρυθμιζόμενο υποστήριγμα | Kran |
gen. | ρυθμιζόμενο υποστήριγμα | Galgen |
tech., industr., construct. | συσκευασία χωρίς υποστήριγμα | Aufmachung ohne Hülse |
transp. | σφυρήλατο υποστήριγμα | gesenkgeschmiedete Tragkonsole |
mech.eng. | τράπεζα εργασίας με υποστήριγμα | Konsoltisch |
mech.eng. | τράπεζα εργασίας με υποστήριγμα | Aufspanntisch mit Konsole |
transp. | τρίποδο υποστήριγμα | Lagergestell |
mech.eng., el. | υποστήριγμα έδρανου | Lagertraeger |
mech.eng., el. | υποστήριγμα έδρανου | Lagerbock |
med. | υποστήριγμα ίγματος | Stütze |
mun.plan. | υποστήριγμα αγκώνων | Armlehne |
transp. | υποστήριγμα ακροφυσίου | Düsenhalterung |
med. | υποστήριγμα από γυψωμένες ταινίες | Gipsschiene |
med. | υποστήριγμα από γύψο | Gipsschiene |
transp. | υποστήριγμα αρμού σιδηροτροχιών | Stoßbrücke |
transp. | υποστήριγμα αρμού σιδηροτροχιών | Schienenstoßbrücke |
mech.eng. | υποστήριγμα ασφαλείας | Sicherheitssporn |
transp. | υποστήριγμα ατράκτου | Achsschenkelhalter |
mun.plan. | υποστήριγμα βραχιόνων | Armstuetze |
construct. | υποστήριγμα γέφυρας | Brückenlager |
relig., construct. | υποστήριγμα για καμπάνα εκκλησίας | Glockengeruest fuer Kirchenglocken |
med. | υποστήριγμα για τη θωρακική κοιλότητα | Brustkorbstuetze |
cultur. | υποστήριγμα για την πλάκα ή για το πηνίο | Haltevorrichtung fuer die Platte oder Filmspule |
transp. | υποστήριγμα διάταξης ελέγχου κλίσεων | Quersteuerungshalterung |
transp. | υποστήριγμα διάταξης ελέγχου ύψους-βάθους | Nicksteuerungshalterung |
el. | υποστήριγμα διατηρήσεως των αποστάσεων για πολύκλωνους αγωγούς | Abstandhalter fuer Buendelleiter |
el. | υποστήριγμα διατηρήσεως των αποστάσεων για πολύκλωνους αγωγούς | Abstandhalter |
transp. | υποστήριγμα διαφράγματος | Schottverschraubungsträger |
transp. | υποστήριγμα διαφράγματος | Schottdurchführungsträger |
mech.eng. | υποστήριγμα διωστήρα | Triebstangenlager |
el. | υποστήριγμα ειδικής κατατομής | profilierter Suszeptor |
earth.sc., mech.eng. | υποστήριγμα εκκρεμούς | Halterung des Pendels |
chem., el. | υποστήριγμα εμβόλου | Scheibengerüst |
transp. | υποστήριγμα εξοπλισμένου υαλοπίνακα | vollständiger Fensterhalter |
mun.plan. | υποστήριγμα εσπανολέττας | Stuetze fuer Drehriegel |
transp., mech.eng. | υποστήριγμα ευθυγράμμισης γλυφάνου | Ausrichtwerkzeug für Ausbohrungsarbeiten |
tech., chem. | υποστήριγμα εφοδιασμένο με ανυψωτικούς κοχλίες | Stativ |
transp. | υποστήριγμα ηλεκτρικής αντλίας | Elektropumpenhalterung |
transp. | υποστήριγμα θέσης ελέγχου | Kommandantenstand |
transp. | υποστήριγμα θέσης εργασίας | Halterung für Bedienpult |
transp. | υποστήριγμα θέσης πυροβολητή | Schütze für Bedienungspult |
transp. | υποστήριγμα θέσης πυροβολητή | Halterung für Bedienungspult |
transp. | υποστήριγμα θεοδόλιχου | Richtgestell des Theodoliten |
transp., construct. | υποστήριγμα θυροφράγματος | Gegentor |
transp. | υποστήριγμα καλωδίου φωτισμού | Strahlkanalträger |
industr., construct., mech.eng. | υποστήριγμα καμπύλωσης του ξύλου | Biegeband |
transp. | υποστήριγμα κεραίας ραντάρ βολής | Lenkradar Antennehalterung |
transp., tech., law | υποστήριγμα κεφαλής ρυθμιζόμενου ύψους | höhenverstellbare Kopfstütze |
transp. | υποστήριγμα κονσόλας | Halterung für Bedienpult |
met. | υποστήριγμα κοπής | Brennschneidauflage |
met. | υποστήριγμα κοπής με σχάρα | Schneidrost |
met. | υποστήριγμα κοπής με σχάρα | Brennschneidrost |
transp., mech.eng. | υποστήριγμα κορμού σκέλους προσγείωσης | Fahrwerksstrebenhalterung |
mech.eng. | υποστήριγμα με κυλίνδρους ολίσθησης | Rollenbock |
mech.eng. | υποστήριγμα με σφαιρίδια | Staender mit Kugeln |
mech.eng. | υποστήριγμα με τριβείς | Stuetzrollentisch |
el. | υποστήριγμα με φριτζίστορ | Frigistorhalterung |
transp. | υποστήριγμα μετασχηματιστή | Transformatorstütze |
commun. | υποστήριγμα μετρητικής κεραίας | Halterung für die Messantenne |
transp. | υποστήριγμα μηρών | Oberschenkelstütze |
transp. | υποστήριγμα μηρών | Oberschenkelträger |
transp. | υποστήριγμα μηρών | Oberschenkelauflager |
transp. | υποστήριγμα μικροδιακόπτη | Kleinschalterfassung |
mun.plan. | υποστήριγμα οδοντόβουρτσας | Zahnbürstenhalter |
transp. | υποστήριγμα οπτικού στοιχείου | Leuchtfeuertisch |
mech.eng. | υποστήριγμα ουράς | Hecksporn |
transp. | υποστήριγμα πάγκου κωπηλάτη | Duchtstuetze |
agric., mech.eng. | υποστήριγμα πασσάλου | Spornschaft |
mun.plan. | υποστήριγμα ποδιών | Fussraste |
transp. | υποστήριγμα προστατευτικής σκηνής | Sonnensegellatte |
transp. | υποστήριγμα προστατευτικής τέντας | Sonnensegellatte |
leath. | υποστήριγμα πτέρνας για το φόρεμα των παπουτσιών | Schuhloeffel |
leath. | υποστήριγμα πτέρνας για το φόρεμα των παπουτσιών | Schuhanzieher |
med. | υποστήριγμα πυέλου BORCHARDT | Borchardt Beckenstuetze |
med. | υποστήριγμα πυέλου BORCHARDT | Beckenbaenkchen |
mech.eng., el. | υποστήριγμα πυρήνα εδρασμένο στον άξονα | Armstern |
met. | υποστήριγμα πυρήνα χυτηρίου | Stuetze fuer Formkerne in Giessereien |
transp., mech.eng. | υποστήριγμα ριναίου σκέλους προσγείωσης | Bugfahrwerkssattel |
tech., mater.sc. | υποστήριγμα ρολού | Tragstab |
tech., mater.sc. | υποστήριγμα ρολού | Querstab |
mater.sc. | υποστήριγμα ρολού εξαναγκασμένης περιστροφής | zwangsrotierender Tragstab |
mater.sc. | υποστήριγμα ρολού εξαναγκασμένης περιστροφής | zwangsrotierender Querstab |
commun. | υποστήριγμα σήματος | Signalträger |
commun. | υποστήριγμα σήματος | Signalstütze |
transp. | υποστήριγμα σερβοσυσκευής | Servokoffer-Halterung |
agric., mech.eng. | υποστήριγμα σπηρουνιού | Spornschaft |
mech.eng. | υποστήριγμα στεγανοποιητικού | Dichtungshalterung |
transp. | υποστήριγμα συσκευής ελέγχου και επιλογής | Halterung für die Bedienungseinheit |
transp. | υποστήριγμα συσκευής ελέγχου σκοπευτικού | Konsole für Visiersteuerung |
transp. | υποστήριγμα συσκευής ελέγχου σκοπευτικού | Halterung für das visier Bedienungsgerät |
transp. | υποστήριγμα συσκευής ζεύκτη | Kopplerhalterung |
tech. | υποστήριγμα συσκευής σύγκρισης | Gestell fuer Feintaster |
transp. | υποστήριγμα συσσωρευτών | Speicherträger |
chem., el. | υποστήριγμα σχάρας ψησίματος | Auflage für Tragrippen |
mech.eng. | υποστήριγμα σύνδεσης | Eckblech |
mech.eng. | υποστήριγμα σύνδεσης | Befestigungsbock |
el. | υποστήριγμα σύνδεσης | Verbindungsstueck |
mun.plan. | υποστήριγμα τηλεφώνου | Telefonstaender |
mech.eng. | υποστήριγμα της ελικοφόρου ατράκτου | Propellerwellenbock |
transp., mech.eng. | υποστήριγμα της κουπαστής | Handstangenstütze |
transp., mech.eng. | υποστήριγμα της κουπαστής | Geländerstütze |
med. | υποστήριγμα της περικνημίδος | Beinhalter |
transp. | υποστήριγμα τιμονιού | Stütze |
transp. | υποστήριγμα τιμονιού | Deichselstütze |
mech.eng. | υποστήριγμα του άξονα | Propellerwellenbock |
coal. | υποστήριγμα του μετώπου | Abbaustossspreize |
coal. | υποστήριγμα του μετώπου | Abbaustossfänger |
mech.eng. | υποστήριγμα του προωθητήρα | Schubgerüst |
transp. | υποστήριγμα του συστήματος διεύθυνσης | Lenksaeulenhalter |
transp. | υποστήριγμα υποδοχής οπτικής διάταξης | Vorsatzoptikaufnahme |
transp., el. | υποστήριγμα φαναριού | Laternenstütze |
transp. | υποστήριγμα φωτογραφικού φακού | Vorsatzlinsenaufnahme |
cultur. | υποστήριγμα χορδών | Saitenhalter |
hobby | υποστήριγμα χριστουγεννιάτικου δέντρου | Weihnachtsbaumstand |
chem. | υποστήριγμα χωνευτηρίου | Schmelztiegel Staender |
transp. | υποστηρίγμα σέλματος κωπηλάτη | Duchtstuetze |
el. | ψηφίδα σε μεταλλικό υποστήριγμα | Chip mig Lötfahne |