Subject | Greek | German |
industr., construct., chem. | άκρο ελάσματος όπου θα γίνει συγκόλληση | Stosskante |
industr., construct., chem. | άκρο ελάσματος όπου θα γίνει συγκόλληση | Stirnkante |
industr., construct., chem. | άμεση συγκόλληση με υπερήχους | direktes Ultraschallschweissen |
industr., construct., chem. | Kακή συγκόλληση | Fehlanpassung |
met. | ακαριαία μετωπική συγκόλληση | Gratnaht |
met. | αμερικάνικη συγκόλληση | US-Schweissen |
met. | αναγόμωση με σκληρή συγκόλληση | Auftraghartloeten |
met. | αναγόμωση με συγκόλληση | Auftragschweissloeten |
met. | αναγόμωση με συγκόλληση | Auftragloeten |
met. | ανεπαρκής συγκόλληση | schlechter Flankeneinbrand |
met. | ανεπαρκής συγκόλληση | Binderfehler |
coal., industr., construct. | ανθεκτικά χαλύβδινα περιβλήματα των φιαλών χωρίς συγκόλληση | drucktragende Stahlwandung nahtloser Flaschen |
met. | ανθεκτική συγκόλληση | festigkeitsschweissen |
met. | ανιούσα συγκόλληση | Schweissen in Aufwaertsfuehrung |
chem., el. | αντίστροφη συγκόλληση | Gegenschweißung |
industr., construct. | αντεπικολλητή ξυλεία με εσωτερική συγκόλληση | innen geklebtes Sperrholz |
gen. | αντιδιαμετρική συγκόλληση σε κεκλιμένη θέση | Ueberkopfschweissen in schraeger Lage |
gen. | αντιδιαμετρική συγκόλληση σε κεκλιμένη θέση | Ueberkopfschweissen in Schraeglage |
mater.sc. | αργιλοθερμική συγκόλληση | Thermitschweissen |
industr., construct., chem. | ασυνεχής συγκόλληση | unterbrochenes Schweissen |
industr. | ασυνεχής συγκόλληση | Punktnahtschweißen |
industr. | αυτογενής συγκόλληση | Schweißen |
industr., met. | αυτογενής συγκόλληση | Schweissen |
met. | αυτορυθμιζόμενη συγκόλληση βολταϊκού τόξου | selbstregelndes lichtbogenschweissen |
met. | αυτορυθμιζόμενη συγκόλληση βολταϊκού τόξου | automatisches elektroschweissen mit konstantem drahtvorschub |
industr., construct., chem. | αυτόματη συγκόλληση | automatisches Schweissen |
gen. | αυτόματη συγκόλληση | automatisches Schweiβen |
mater.sc., mech.eng. | διαμήκης συγκόλληση ραφής | Längsfalz |
met. | διατομή για συγκόλληση | schweissquerschnitt |
met. | ελεγχομένη συγκόλληση με τόξο | spannungsabhaengiges automatisches lichtbogenschweissen |
met. | ελεγχομένη συγκόλληση με τόξο | automatisches elektroschweissen mit spannungsabhaengigem drahtvorschub |
industr., construct., chem. | ελλειμματική συγκόλληση | verhungerte Klebfuge |
met. | εναποθετική συγκόλληση | Auftragsschweißung |
industr., construct., met. | ενδιάμεσο εύτηκτο γυαλί για συγκόλληση | Glaslot |
industr., construct., met. | ενδιάμεσο εύτηκτο γυαλί για συγκόλληση | Zwischenglas |
industr., construct., met. | ενδιάμεσο εύτηκτο γυαλί για συγκόλληση | Lötglas |
industr., construct., met. | ενδιάμεσο εύτηκτο γυαλί για συγκόλληση | Einschmelzglas |
met. | εξωθερμική συγκόλληση | exothermisches Loeten |
industr., construct., chem. | εξωραφή σε οριζόντιο επίπεδο με τον άξονα της εξωραφής σε οριζόντιο επίπεδο και τα δύο προς συγκόλληση επίπεδα κεκλιμένα κατά 45° σε σχέση με το κατακόρυφο επίπεδο | Kehlnaht in Wannenlaenge |
industr., construct., chem. | εξωραφή σε οριζόντιο επίπεδο με τον άξονα της εξωραφής σε οριζόντιο επίπεδο και τα δύο προς συγκόλληση επίπεδα κεκλιμένα κατά 45° σε σχέση με το κατακόρυφο επίπεδο | Kehlnaht in w-Position |
chem. | εξωτερική ορθογώνια συγκόλληση | Überlappstoß mit Kehlnaht |
industr., construct., chem. | επί τόπου συγκόλληση | Montageschweissung |
industr., construct., chem. | επί τόπου συγκόλληση | Baustellenschweissung |
met. | επίπεδη συγκόλληση | Flachschweiβnaht |
med. | επαγγελματική νόσος των εργαζόμενων στην συγκόλληση μετάλλων ή σε άλλες εργασίες με μέταλλα | Gießfieber |
med. | επαγγελματική νόσος των εργαζόμενων στην συγκόλληση μετάλλων ή σε άλλες εργασίες με μέταλλα | Messingmalaria |
med. | επαγγελματική νόσος των εργαζόμενων στην συγκόλληση μετάλλων ή σε άλλες εργασίες με μέταλλα | Zinkfieber |
med. | επαγγελματική νόσος των εργαζόμενων στην συγκόλληση μετάλλων ή σε άλλες εργασίες με μέταλλα | Metalldampffieber |
med. | επαγγελματική νόσος των εργαζόμενων στην συγκόλληση μετάλλων ή σε άλλες εργασίες με μέταλλα | Gießerfieber |
met. | επιφανειακή ανωμαλία από τη συγκόλληση | Schweisspritzer |
met. | ετερογενής συγκόλληση | Loeten |
met. | ετερογενής συγκόλληση | Fugenloeten |
met. | ετερογενής συγκόλληση | Schweissloeten |
met. | ετερογενής συγκόλληση | Lotschweissen |
met. | ετερογενής συγκόλληση | Hartloeten |
met. | ηλεκτρική συγκόλληση | elektrisches schweissen |
met. | ηλεκτρική συγκόλληση | elektrische Schweißung |
met. | ηλεκτρική συγκόλληση | elektroschweissen |
met. | ηλεκτρική συγκόλληση | Elektroschweissen |
met. | ηλεκτρική συγκόλληση με αέριο αργό | Argonarc-Schweißen |
met. | ηλεκτρική συγκόλληση με τήξη | elektroschmelzschweissen |
industr., construct., chem. | ημιαυτόματη συγκόλληση | teilmechanisiertes Schweissen |
industr., construct., chem. | θέση ρίζας με πλήρη συγκόλληση | durchgeschweisste Wurzellage |
chem., el. | θερμική κατεργασία μετά τη συγκόλληση | Wärmenachbehandlung |
industr. | ισχυρή συγκόλληση | Hartlöten |
industr., construct. | καιράντοχη συγκόλληση | wetterbeständige Verleimung |
met. | καμινέτο για τη συγκόλληση με εξαερίωση | Loetlampe mit Vergaser |
met. | καμμένη συγκόλληση | verbrannte Schweissung |
industr., construct., chem. | κατακόρυφη προς τα κάτω συγκόλληση | senkrechtes Fallnahtschweissen |
industr., construct., chem. | κατακόρυφη προς τα κάτω συγκόλληση | Senkrechtschweissen in f-Position |
industr., construct., chem. | κατακόρυφη προς τα πάνω συγκόλληση | senkrechtes Steignahtschweissen |
industr., construct., chem. | κατακόρυφη προς τα πάνω συγκόλληση | Senkrechtschweissen in s-Position |
industr., construct., chem. | κατακόρυφη συγκόλληση | senkrechtes Schweissen |
industr., construct., chem. | κατακόρυφη συγκόλληση | Senkrechtschweissen |
industr., construct., chem. | κατεργασμένα άκρα προς συγκόλληση που ακουμπάνε μεταξύ τους | Stoss ohne Spalt |
industr., construct., chem. | κατεργασμένα άκρα προς συγκόλληση που απέχουν μεταξύ τους | Stoss mit Spalt |
industr., construct., chem. | κατεργασμένα άκρα προς συγκόλληση που απέχουν μεταξύ τους | Fugenstoss |
met. | κατιούσα συγκόλληση | schweissen mit abwaertsfuehrung |
met. | κατιούσα συγκόλληση | abwaertsschweissen |
mater.sc. | κλείσιμο με συγκόλληση | Klebverschluss |
mater.sc., met. | κυκλική συγκόλληση | Rundnaht |
industr., construct. | κόλλα για συγκόλληση εν ψυχρώ | kalt abbindender Leim |
industr., construct. | κόλλα για συγκόλληση εν ψυχρώ | Kaltleim |
industr., construct., mech.eng. | λευκή συγκόλληση | Blankloetung |
tech., industr., construct. | μέθοδος τοποθέτησης με μερική συγκόλληση | Teil-Verklebung |
tech., industr., construct. | μέθοδος τοποθέτησης με πλήρη συγκόλληση | vollflächige Verklebung |
industr., construct., chem. | μήκος της ραφής πριν τη συγκόλληση | Fugenlaenge |
met. | μετωπική συγκόλληση με αντίσταση | pressstumpfschweissen |
met. | μετωπική συγκόλληση με ηλεκτρική αντίσταση | widerstandsstumpfschweissen |
met. | μετωπική συγκόλληση με προθέρμανση | Abbrennstumpfschweissen mit Widerstandvorwaermen |
met. | μετωπική συγκόλληση με προθέρμανση | abbrennstumpfschweissen mit vorwaermen durch reversieren |
gen. | μετωπική συγκόλληση οριζοντίας διάταξης | waagerechtes Stumpfnahtschweissen |
gen. | μετωπική συγκόλληση οριζοντίας διάταξης | horizontales Stossnahtschweissen |
met. | μετωπική συγκόλληση ραφής | rollennahtschweissen von stumpfstoessen |
met. | μετωπική συγκόλληση χωρίς προθέρμανση | abbrennstumpfschweissen aus dem kalten |
gen. | μη ικανοποιητική συγκόλληση | ungenuegende Durchschweissung |
gen. | μη ικανοποιητική συγκόλληση | schlechter Wurzeleinbrand |
met. | μηχανική συγκόλληση | mechanisiertes Loeten |
met. | μηχανική συγκόλληση | maschinelles Schweissen |
gen. | μονοστρωματική συγκόλληση | Einlagenschweissung |
nat.sc. | μοριακή συγκόλληση βασιζόμενη στη φυσική στερεού | molekulares Zusammenfügen im festen Zustand |
industr., construct., chem. | Aνώμαλη συγκόλληση | verworfene Verschmelzung |
gen. | ολική συγκόλληση | vollstaendige Wurzelverschweissung |
gen. | ολική συγκόλληση | vollstaendige Durchschweissung |
gen. | οριζόντια συγκόλληση | waagerechtes Kehlnahtschweissen |
gen. | οριζόντια συγκόλληση | horizontales Kehlnahtschweissen |
gen. | οριζόντια συγκόλληση σε τοιχώματα | waagerechtes Schweissen an senkrechter Wand |
gen. | οριζόντια συγκόλληση σε τοιχώματα | horizontales Schweissen an senkrechter Wand |
mater.sc., industr., construct. | παράλληλη συγκόλληση | Parallelklebung |
mater.sc., met. | περιμετρική συγκόλληση | Rundnaht |
chem. | πλάγια συγκόλληση | Längsschweißen |
chem. | πλάγια συγκόλληση | Kantenschweißen |
met. | προεξέχον πάχος ραφής στη συγκόλληση της ρίζας | Wurzelueberhoehung |
met. | ραφή σε κατακόρυφη προς τα πάνω συγκόλληση | Vertikalnaht |
met. | ραφή σε κατακόρυφη προς τα πάνω συγκόλληση | aufwaertsgeschweisste Naht |
met. | ραφή σε κατακόρυφη προς τα πάνω συγκόλληση | Steignaht |
met. | ραφή συγκολλήσεως μεταξύ εξαρτημάτων με διαμορφωμένα τα προς συγκόλληση άκρα | Stumpfnaht mit Fugenvorbereitung |
met. | ραφή συγκολλήσεως μεταξύ εξαρτημάτων με διαμορφωμένα τα προς συγκόλληση άκρα | Stossnaht mit bearbeiteten Kanten |
met. | ραφή συγκολλήσεως μεταξύ εξαρτημάτων με διαμορφωμένα τα προς συγκόλληση άκρα | Schweissung an abgeschraegten Kanten |
industr., construct., chem. | ραφή συγκολλήσεως μεταξύ εξαρτημάτων με διαμορφωμένα τα προς συγκόλληση άκρα | Fugennaht |
industr., construct., chem. | ραφή συγκολλήσεως σε γωνιακή σύνδεση με κάμψη των προς συγκόλληση τεμαχίων χρησιμοποιώντας θερμό εργαλείο | Abkantschweissnaht |
industr. | σημειακή συγκόλληση | Punktschweissen |
met., el. | στήριγμα για ένα ή περισσότερα ηλεκτρόδια στην συγκόλληση με προεξέχοντα σημεία | Buckelelektrodenhalter |
met., el. | στήριγμα για ένα ηλεκτρόδιο στη συγκόλληση με προεξέχοντα σημεία | Buckelelektrodenhalter fuer eine Elektrode |
industr., construct., met. | στεγανή συγκόλληση | Dichtschweissung |
met. | συγκόλληση άκρη με άκρη | Widerstandsabschmelzschweißung |
met. | συγκόλληση άκρων | Verbindungsschweissnaht |
industr., construct., chem. | συγκόλληση άκρων | Endverschweissen |
industr., construct., chem. | Συγκόλληση άκρων | Vorverklebung |
med. | συγκόλληση έξω στόμιου τραχήλου μήτρας | Conglutinatio orificii externi cervicis |
industr., construct. | συγκόλληση ανθεκτική στις καιρικές συνθήκες | wetterbeständige Verleimung |
industr., construct., chem. | συγκόλληση αντοχής | Festigkeitsschweissung |
industr., construct., chem. | συγκόλληση αντοχής | Festigkeitsnaht |
chem. | συγκόλληση απλής γωνιοτομής | HV-Naht |
met. | συγκόλληση αρμού | Spaltloeten |
met. | συγκόλληση βαθείας διεισδύσεως με καύσιμο αέριο | Tiefschweissung |
met. | συγκόλληση για αναγόμωση | panzern |
met. | συγκόλληση για αναγόμωση | hartauftragschweissung |
met. | συγκόλληση για ηλεκτρική αγωγιμότητα | Stromleiterschweissung |
industr., construct., met. | συγκόλληση για στεγανότητα | Dichtschweissung |
industr., construct., chem. | Συγκόλληση δια τήξεως | Schmelz-Spleiß |
met. | συγκόλληση διακένου | Spaltloeten |
chem. | συγκόλληση δύο επιφανειών με κόλλα | Klebekaschieren |
chem. | συγκόλληση δύο επιφανειών με κόλλα | Klebebondieren |
met. | συγκόλληση εμβάπτισης | Tauchloeten |
met. | συγκόλληση εν θερμώ | Hartloeten |
met. | συγκόλληση εν θερμώ | Loeten |
industr. | συγκόλληση εν θερμώ | Hartlöten |
met. | συγκόλληση ενίσχυσης | Gegennaht |
met. | συγκόλληση εναπόθεσης | Bestueckung |
met. | συγκόλληση εναπόθεσης | Auftragschweissnaht |
met. | συγκόλληση ενός πάσσου | einlagenschweissen |
industr., construct., chem. | συγκόλληση εξωραφής οροφής | Ueberkopfschweissen einer Kehlnaht |
industr., construct., chem. | συγκόλληση εξωραφής οροφής | Kehlnahtschweissen in ue-Position |
met. | συγκόλληση εξωραφής σε θέση οροφής | Ueberkopfschweissen einer Kehlnaht |
met. | συγκόλληση εξωραφής σε οριζόντιο επίπεδο | Schweissen in Wannenlage |
met. | συγκόλληση εξωραφής σε οριζόντιο επίπεδο | Schweissen in Rinnenlage |
industr., construct., chem. | συγκόλληση εξωραφής σε οριζόντιο επίπεδο με τον άξονα της συγκολλήσεως σε οριζόντιο επίπεδο και από τα δύο επίπεδα που συγκολλώνται το ένα είναι οριζόντιο και το άλλο κατακόρυφο | Kehlnahtschweissen in h-Position |
industr., construct., chem. | συγκόλληση εξωραφής σε οριζόντιο επίπεδο με τον άξονα της συγκολλήσεως σε οριζόντιο επίπεδο και από τα δύο επίπεδα που συγκολλώνται το ένα είναι οριζόντιο και το άλλο κατακόρυφο | horizontales Kehlnahtschweissen |
met. | συγκόλληση εξωραφής σε οριζόντιο-κατακόρυφο επίπεδο | waagerechtes kehlnahtschweissen |
met. | συγκόλληση εξωραφής σε οριζόντιο-κατακόρυφο επίπεδο | horizontales kehlnahtschweissen |
met. | συγκόλληση εξωραφής υπό γωνία | aeussere Kehlnaht |
met. | συγκόλληση εξωραφής υπό γωνία | Ecknaht |
industr., construct., chem. | συγκόλληση επαγωγής | Induktionsschweissen |
met. | συγκόλληση επαφής | heftschweissen |
industr., construct., chem. | συγκόλληση επικαλύψεως με ηλεκτρικά θερμαινόμενο στοιχείο | Heizwendelschweissen |
industr., construct., chem. | συγκόλληση επικαλύψεως σε συνεχή γραμμή | Schweissen einer Ueberlappnaht |
met. | συγκόλληση εσωραφής με ραφή I σε οριζόντιο επίπεδο | waagrechtes Stumpfnahtschweissen |
met. | συγκόλληση εσωραφής με ραφή I σε οριζόντιο επίπεδο | horizontales Stossnahtschweissen |
industr., construct., chem. | συγκόλληση εσωραφής με χρήση θερμαινόμενου εργαλείου και τριγωνικής ράβδου εναποθέσεως για το γέμισμα της αυλακώσεως | Heizelement-Keilschweissen |
met. | συγκόλληση εσωραφής σε οριζόντια διεύθυνση σε κατακόρυφο επίπεδο | waagerechtes schweissen an senkrechter wand bei stumpfnaehten |
industr., construct., chem. | συγκόλληση εσωραφής σε οριζόντια διεύθυνση σε κατακόρυφο επίπεδο | waagerechtes Schweissen an senkrechter Wand |
met. | συγκόλληση εσωραφής σε οριζόντια διεύθυνση σε κατακόρυφο επίπεδο | horizontales schweissen an senkrechter wand bei stossnaehten |
industr., construct., chem. | συγκόλληση εσωραφής σε οριζόντια διεύθυνση σε κατακόρυφο επίπεδο | Stumpfnahtschweissen in q-Position |
industr., construct., chem. | συγκόλληση θερμάνσεως | Waermekontaktschweissen |
industr., construct., chem. | συγκόλληση θερμής πλάκας | Heizplattenschweissen |
industr., construct., chem. | συγκόλληση θερμής πλάκας | Spiegelschweissen |
industr., construct., chem. | συγκόλληση θερμής πλάκας | Heizelement-Stumpfschweissen |
industr., construct., chem. | συγκόλληση θερμής ταινίας | Thermobandschweissen |
industr., construct., chem. | συγκόλληση θερμού αέρα με κυματοειδή κίνηση στη ράβδο εναποτιθέμενου υλικού | Warmgasschweissen unter Hin-und Herdrehen des Schweissstabes |
met. | συγκόλληση ικανή να αναλαμβάνει τάσεις | Festigkeitsschweissung |
industr., construct. | συγκόλληση ινών ξύλου | Zusammenkleben der Holzfasern |
chem. | συγκόλληση κάθετα στα "νερά" του ξύλου | Verleimung senkrecht zur Faserrichtung |
chem. | συγκόλληση κάθετα στα "νερά" του ξύλου | Hirnholzverleimung |
met. | συγκόλληση κατά βήματα ανάστροφα | Pilgerschrittschweissen |
met. | συγκόλληση κατά πηδήματα | absatzweises Mehrlagenschweissen |
immigr., tech. | συγκόλληση κατά σημεία | Schweisspunkt |
met. | συγκόλληση κατά σημεία σε συνεχή γραμμή | Steppnahtschweissung |
chem. | συγκόλληση κατά την οποία το κονίαμα καλύπτει ολικά την πίσω πλευρά των πλακιδίων | vollsattes Verlegen |
met. | συγκόλληση κατά τμήματα | absatzweises Schweissen |
met. | συγκόλληση κατ'άκρον | Warzenschweißen |
met. | συγκόλληση κατ'άκρον | Widerstandsabschmelzschweißung |
met. | συγκόλληση κατ'άκρον | Dellenschweißen |
met. | συγκόλληση κατ'άκρον | Buckelschweißen |
met. | συγκόλληση κλιβάνου | Ofenloeten |
industr., construct., chem. | Συγκόλληση λαιμού | Halsanschmelzen |
industr., construct., chem. | Συγκόλληση λαιμού | Halsansetzen |
industr., construct., chem. | Συγκόλληση λαιμού | Halsverschmelzung |
tech., chem. | συγκόλληση λαιμού φιαλιδίου με τη βοήθεια λυχνίας | mit einer Lötlampe verschlossenes Gefäss |
met. | συγκόλληση λουτρού άλατος με συλλίπασμα αλάτι | Salzbadloeten mit Salz als Flussmittel |
met. | συγκόλληση μέσω διαχύσεως | Diffusionsverbindung |
met. | συγκόλληση μέσω διαχύσεως | Diffusionsbindung |
chem. | συγκόλληση μίας γωνιοτομή | HV-Naht |
industr., construct., chem. | συγκόλληση με άμεση επαφή θερμαινόμενου εργαλείου | direktes Heizelementschweissen |
met. | συγκόλληση με άργυρο | Silberhartlöten |
industr., construct., chem. | συγκόλληση με έμμεση θέρμανση των προς συγκόλληση επιφανειών | indirektes Heizelementschweissen |
industr., construct., chem. | συγκόλληση με ένα πάσσο | Einlagenschweissung |
industr., construct., chem. | συγκόλληση με ακτινοβολούμενη θερμότητα | Strahlungsschweissen |
industr., construct., chem. | συγκόλληση με ακτινοβολούμενη θερμότητα | Schweissen mittels Waermestrahlung |
met. | συγκόλληση με αντίσταση | Widerstandsloeten |
met. | συγκόλληση με αντίσταση | Widerstandsschweißung |
met. | συγκόλληση με αντίσταση | Widerstandsschweissen |
met. | συγκόλληση με αντίσταση χωρίς πίεση | Widerstandsschweissen ohne Druck |
met. | συγκόλληση με αντίσταση χωρίς πίεση | Widerstands-Schmelzschweissen |
met. | συγκόλληση με απλή πόντα | Einzelpunktschweissen |
met. | συγκόλληση με απλή πόντα | Einzelpunkten |
met. | συγκόλληση με αυτεπαγωγή | Induktionsloeten |
nat.sc., industr. | συγκόλληση με διάχυση | Diffusionsschweißen |
industr., construct., chem. | συγκόλληση με διέλαση εναποτιθέμενου υλικού | Schweissen mit direkt extrudiertem Zusatzwerkstoff |
industr., construct., chem. | συγκόλληση με διέλαση εναποτιθέμενου υλικού | Extrusionsschweissen |
industr., construct., chem. | συγκόλληση με διαλύτες | Loesungsmittelkleben |
industr., construct., chem. | συγκόλληση με διαλύτες | Kleben mit Klebloeser |
met. | συγκόλληση με διαμήκη ραφή | laengsnahtschweissen |
met. | συγκόλληση με δυο συγκολλητές | gleichzeitiges beidseitiges schweissen |
met. | συγκόλληση με εμβαπτιζόμενο τόξο | Unter-Pulver-Schweissen |
met. | συγκόλληση με εναποθετούμενο συγκολλητικό υλικό κατά τη διάρκεια της εργασίας | Loeten mit angesetztem Lot |
chem. | συγκόλληση με εξωθημένο κορδόνι | Schmelzdrahtschweißen mit gespritztem Zusatzdraht |
chem. | συγκόλληση με εξωθημένο κορδόνι | Extrusionsschweißen |
chem. | συγκόλληση με εξώθηση | Extrusionsschweißen |
met. | συγκόλληση με επαγωγικά ρεύματα | induktives Schweissen |
met. | συγκόλληση με επικάθηση του περιβλήματος | Schweissplattieren |
met. | συγκόλληση με επικάθηση του περιβλήματος | Auftragschweissen der Plattierung |
econ., transp., construct. | συγκόλληση με επικάλυψη | Ueberlappte Schweissung |
met. | συγκόλληση με επικάλυψη | überlappte Schweißnaht |
met. | συγκόλληση με επικάλυψη | Ueberlapschweissung |
industr., construct., chem. | συγκόλληση με επικάλυψη | Ueberlappschweissen |
industr., construct., chem. | συγκόλληση με επικάλυψη | Schweissen am Ueberlappstoss |
econ., transp., construct. | συγκόλληση με επικάλυψη | verblattete Schweissung |
econ., transp., construct. | συγκόλληση με επικάλυψη | Kehlnaht am Ueberlappstoss |
chem. | συγκόλληση με επικάλυψη διαλυτικού | überlappendes Warmkleben |
chem. | συγκόλληση με επικάλυψη διαλυτικού | mit Kleblöser Überlapptsiegeln |
met. | συγκόλληση με επικάλυψη των κομματιών | Überlappungsschweißen |
met. | συγκόλληση με επικαλυπτόμενα πάσσα | Schweissen mit sich ueberdeckenden Raupen |
met. | συγκόλληση με επικαλυπτόμενες στρώσεις | Schweissen mit sich ueberdeckenden Raupen |
industr., construct. | συγκόλληση με εσοχή και προεξοχή | Nut-Feder-Verbindung |
chem. | συγκόλληση με ηλεκτρικά θερμαινόμενη μεταλλική ταινία | Thermobandschweißen |
chem. | συγκόλληση με ηλεκτρικά θερμαινόμενη μεταλλική ταινία | Schweißen mit aufgeklebtem Heizband |
met. | συγκόλληση με ηλεκτρική αντίσταση | widerstandsschweissen mit unmittelbarer stromzufuehrung |
met. | συγκόλληση με ηλεκτρική αντίσταση | Widerstandstumpfschweissen |
mater.sc., met. | συγκόλληση με θερμή πλάκα | Wärmekontaktverfahren |
met. | συγκόλληση με θερμίτη | thermitschweissen |
met. | συγκόλληση με θερμίτη | aluminothermisches schweissen |
chem. | συγκόλληση με θερμαινόμενη ακμή | Heizkeilschweißen |
industr., construct., chem. | συγκόλληση με θερμαινόμενη βέργα | Heizelementschweissen mit Schweissschiene |
mater.sc., mech.eng. | συγκόλληση με θερμαινόμενη πλάκα | Heizkeilverfahren |
industr., construct., chem. | συγκόλληση T με θερμαινόμενο εργαλείο | Heizelementnutschweissen |
industr., construct., chem. | συγκόλληση με θερμαινόμενο εργαλείο | Heizelementschweissen |
industr., construct., chem. | συγκόλληση με θερμαινόμενο εργαλείο οξείας ακμής | Heizelement-Trennnahtschweissen |
industr., construct., chem. | συγκόλληση με θερμικούς παλμούς | Waermeimpulsschweissen |
mater.sc., met. | συγκόλληση με θερμικό σοκ | Wärmeimpulsverfahren |
mater.sc., mech.eng. | συγκόλληση με θερμικό σοκ | Impulsschwissen |
industr., construct., chem. | συγκόλληση με θερμό αέρα | Warmgas-Faechelschweissen |
industr., construct., chem. | συγκόλληση με θερμό αέρα | Warmgasschweissen |
industr., construct., chem. | συγκόλληση με θερμό αέριο | Warmgasschweissnaht |
industr., construct., chem. | συγκόλληση με θερμό εναποτιθέμενο υλικό | Trennnaht-Heizdrahtschweissen |
met. | συγκόλληση με ιδιοσυσκευή | Loeten in Vorrichtungen |
industr., construct., chem. | συγκόλληση με κάμψη χρησιμοποιώντας θερμαινόμενο εργαλείο | Heizelement-Schwenkbiegeschweissen |
industr., construct., chem. | συγκόλληση με κάμψη χρησιμοποιώντας θερμαινόμενο εργαλείο | Abkantschweissen |
chem. | συγκόλληση με κάρφωμα | Heftschweißen |
met. | συγκόλληση με κασσίτερο ή χαλκό | Loeten |
met. | συγκόλληση με κασσίτερο ή χαλκό | Hartloeten |
met. | συγκόλληση με καύσιμο αέριο | Gasschweissen |
met. | συγκόλληση με καύσιμο αέριο | Gasschmelzschweissen |
chem. | συγκόλληση-V με κρούση | Stumpfstoß mit V-Naht ohne Kappnaht |
met. | συγκόλληση με κυματοειδή κίνηση | Schweissen mit Pendelraupen |
met. | συγκόλληση με λουτρό άλατος | Salzbadloeten |
met. | συγκόλληση με μέταλλο πλήρωσης | schweissen mit zusatzwerkstoff |
met. | συγκόλληση με μέταλλο πλήρωσης | schweissen mit zusatzmetall |
industr., construct., chem. | συγκόλληση με μία στρώση | Einlagenschweissung |
met. | συγκόλληση με μεταλλικό τόξο | Lichtbogenschweissung mit Metallelektrode |
industr., construct., chem. | συγκόλληση με μούφα | Muffenschweissen |
met. | συγκόλληση με μπρούντζο | Messing-Schweissloeten |
met. | συγκόλληση με μπρούντζο | Messing-Fugenloeten |
law, mater.sc. | συγκόλληση με μόλυβδο | Plombierung |
law, mater.sc. | συγκόλληση με μόλυβδο | Plombenverschluss |
met. | συγκόλληση με οξυασετυλίνη | Gasschmelzschweissen |
met. | συγκόλληση με ορατό βολταϊκό τόξο | offenes lichtbogenschweissen |
met. | συγκόλληση με ορατό βολταϊκό τόξο | elektroschweissen mit sichtbarem lichtbogen |
met. | συγκόλληση με ορείχαλκο | Hartloeten mit Bronze |
earth.sc., mech.eng. | συγκόλληση με ορείχαλκο | Schweissloeten |
met. | συγκόλληση με πίεση | Pressschweissen in fester Phase |
met. | συγκόλληση με πίεση | Pressschweissen |
industr., construct., chem. | συγκόλληση με παλμικά κύματα τριβής | Vibrationsschweissen |
met. | συγκόλληση με παλμικό τόξο | pulsierende Lichtbogenschweißung |
met. | συγκόλληση με παλμικό τόξο | Impulsschweißen |
industr., construct. | συγκόλληση με παχιά στρώση κόλλας | dichte Fuge |
industr., construct., chem. | συγκόλληση με περισσότερα πάσσα | Schweissen in mehreren Raupen |
earth.sc., el. | συγκόλληση με πλάσμα | Plasmaschweißen |
industr., construct., chem. | συγκόλληση με πολλά πάσσα | Mehrlagerschweissnaht |
industr., construct., chem. | συγκόλληση με πολλές στρώσεις | Mehrlagerschweissnaht |
met. | συγκόλληση με προηγούμενη τοποθέτηση συγκολλητικού υλικού | Loeten mit eingelegtem Lot |
met. | συγκόλληση με προστατευτικό αέριο | Schweissen unter Schutzgas |
met. | συγκόλληση με προστατευτικό αέριο | Lichtbogen-Schutzgasschweissen |
met. | συγκόλληση με πρόσκρουση | Stromstoss-Schlagschweissen |
met. | συγκόλληση με πρόσκρουση | Perkussionsschweissen |
met. | συγκόλληση με πυριτικό νάτριο | Wasserglaskaschierung |
met. | συγκόλληση με ράβδο ή ταινία στήριξης | schweissen auf unterlage |
industr., construct., chem. | συγκόλληση με ρευστό κορδόνι | Extrusions-Folienschweissen |
met. | συγκόλληση με ροή αργού | Argonarc-Schweißen |
met. | συγκόλληση με ροή αργού | Argon-Arc-Schweißen |
met. | συγκόλληση με σταυρωτά σύρματα | kreuzdrahtschweissen |
med. | συγκόλληση με συγκολλητίνες τύπου Ο | O-Agglutination |
met. | συγκόλληση με συμπαγή προθερμαινόμενα κομμάτια | Blockloeten |
met. | συγκόλληση με συνδυασμό σύντηξης και συμπίεσης | Pressschmelzschweißen |
met. | συγκόλληση με συνδυασμό σύντηξης και συμπίεσης | Aufschmelz-Pressschweißen |
chem. | συγκόλληση με συνεχή συμπίεση | Extrusionsschweißen |
met. | συγκόλληση με συνθετική ρητίνη | Kunstharzkaschierung |
met. | συγκόλληση με σύνθλιψη | Quetschnahtschweissen |
industr., construct., met. | συγκόλληση με σύντηξη | Verschmelzen |
industr., construct., chem. | Συγκόλληση με σύντηξη | Verschließen durch Zuschmelzen |
industr., construct., met. | συγκόλληση με σύντηξη | Schweißen |
met. | συγκόλληση με τήξη | Schmelzschweissen |
industr., construct., chem. | συγκόλληση με ταινία | Rollbandschweissen |
industr., construct., chem. | συγκόλληση με ταινία επικάλυψης | Schweissen mit Deckstreifen |
mater.sc., mech.eng. | συγκόλληση με τη μέθοδο επαφής | Kontaktschweissen |
chem. | συγκόλληση με τηκόμενο σύρμα | Heizdrahtschweißen |
chem. | συγκόλληση με τηκόμενο σύρμα | Trennnahtschweißen |
chem. | συγκόλληση με τηκόμενο σύρμα | Glühdrahtschweißen |
industr., construct., chem. | συγκόλληση με το χέρι | Schweissen von Hand |
industr., construct., chem. | συγκόλληση με το χέρι | manuelles Schweissen |
met. | συγκόλληση με το χέρι | Loeten von Hand |
met. | συγκόλληση με το χέρι | Handschweissen |
industr., construct., chem. | συγκόλληση με το χέρι | Hanschweissen |
met. | συγκόλληση με τόξο | Lichtbogen-Schweissloeten |
met. | συγκόλληση με τόξο | Lichtbogen-Lotschweissen |
met. | συγκόλληση με τόξο | Lichtbogen-Fugenloeten |
met. | συγκόλληση με τόξο άνθρακα | Kohlelichtbogen-Schweissloeten |
met. | συγκόλληση με τόξο άνθρακα | Kohlelichtbogen-Lotschweissen |
met. | συγκόλληση με τόξο άνθρακα | Kohlelichtbogen-Fugenloeten |
met. | συγκόλληση με τόξο βολφραμίου | Wolfram-Inertgas-Schweißen |
met. | συγκόλληση με τόξο βολφραμίου | WIG-Schweißen |
met. | συγκόλληση με υπέρθεση | Ueberlapschweissung |
met. | συγκόλληση με υπέρυθρες ακτίνες | Infrarotloeten |
industr., construct., chem. | συγκόλληση με υπερήχους | Ultraschallschweissen |
met. | συγκόλληση με υπερήχους | Ultraschall-Loeten |
earth.sc. | συγκόλληση με υπερήχους | ultraschallschweissen |
industr., construct., chem. | συγκόλληση με υψίσυχνα ρεύματα | Hochfrequenz-Schweissen |
industr., construct., chem. | συγκόλληση με υψίσυχνα ρεύματα | HF-Schweissen |
industr., construct., chem. | συγκόλληση με υψηλές συχνότητες | Hochfrequenzverleimung |
met. | συγκόλληση με φλόγα | Flammloetenweich oder hart |
met. | συγκόλληση με φλόγα | Lotschweissen mit der Flamme |
met. | συγκόλληση με φλόγα | Schweissloeten mit der Flamme |
met. | συγκόλληση με φλόγα | Fugenloeten mit der Flamme |
industr., construct., chem. | Συγκόλληση με φρίτα | Frittenverschmelzung |
met. | συγκόλληση με φωτεινή δέσμη | Lichtstrahlloeten |
met. | συγκόλληση με χρήση θερμού υπόβαθρου | Loeten mit Waermeplatte |
industr., construct., chem. | συγκόλληση με χρήση ράβδου ή ταινίας υποστηρίξεως | Schweissen auf Unterlage |
industr., construct., chem. | συγκόλληση με χρήση ράβδου για εναπόθεση υλικού | Schweissen mit Zusatzstab |
met. | συγκόλληση με ψεκασμό | Spritzschweissen |
met. | συγκόλληση μετάλλων με απλή επαφή,μετά από θέρμανσή τους στην φωτιά σιδηρουργείου | einfaches Stumpfschweissen nach Erwaermung im Schmiedefeuer |
met. | συγκόλληση μιας στρώσεως | einlagenschweissen |
law, mater.sc. | συγκόλληση μολύβδου | Plombenverschluss |
law, mater.sc. | συγκόλληση μολύβδου | Plombierung |
construct. | συγκόλληση μολύβδου | Verschlussplombe |
industr., construct. | συγκόλληση μονής διάστρωσης κόλλας | einseitige Beleimung |
met. | συγκόλληση μορφής κάλυκα | eingezogene Kelch-Loetverbindung |
met. | συγκόλληση μορφής κάλυκα | Kelch-Loetverbindung |
industr., construct., chem. | συγκόλληση μούφας με φλάντζα και δακτύλιο | Muffenschweissen mit Dorn und Buchse |
med. | συγκόλληση ομοπολυμερών | homopolymerer Schwanz |
met. | συγκόλληση ορείχαλκου | Hartloeten mit Bronze |
industr., construct., chem. | συγκόλληση οροφής | Ueberkopfschweissen |
industr., construct., chem. | συγκόλληση οροφής | Schweissen in ue-Position |
met. | συγκόλληση οροφής σε κεκλιμένο επίπεδο | ueberkopfschweissen in schraeglage |
met. | συγκόλληση οροφής σε κεκλιμένο επίπεδο | ueberkopfschweissen in schraeger lage |
industr., construct., chem. | συγκόλληση οροφής σε κεκλιμένο επίπεδο | Ueberkopfschweissen in Schraeglage |
met. | συγκόλληση πίεσης | Press-Schweissen |
industr., construct., chem. | συγκόλληση πλήρους διεισδύσεως | Durchschweissen |
met. | συγκόλληση πλήρους διεισδύσεως από μια πλευρά,στην οποία φαίνεται το κορδόνι διεισδύσεως | durchgeschweisste Naht |
met. | συγκόλληση πλήρους διεισδύσεως χωρίς ξεχωριστό κορδόνι διεισδύσεως | vollstaendige wurzelverschweissung |
met. | συγκόλληση πλήρους διεισδύσεως χωρίς ξεχωριστό κορδόνι διεισδύσεως | vollstaendige durchschweissung |
met. | συγκόλληση πολλών πάσσων | Mehrlagenschweissung |
met. | συγκόλληση πολλών στρώσεων | Mehrlagenschweissung |
met. | συγκόλληση πονταρίσματος | Heftschweissung |
met. | συγκόλληση πονταρίσματος | Heftstelle |
industr., construct., chem. | συγκόλληση πονταρίσματος | Heftschweissen |
industr., construct., chem. | συγκόλληση πονταρίσματος των άκρων | Heftschweissen |
industr., construct., chem. | συγκόλληση πονταρίσματος των άκρων | Heften |
industr., construct., chem. | συγκόλληση που μπορεί να αναλαμβάνει τάσεις | Festigkeitsschweissung |
industr., construct., chem. | συγκόλληση που μπορεί να αναλαμβάνει τάσεις | Festigkeitsnaht |
industr., construct., chem. | συγκόλληση προς τα άνω σε κεκλιμένο επίπεδο | Schraegaufwaertsschweissen |
met. | συγκόλληση προς τα δεξιά με ταυτόχρονη ανόπτηση εξομαλύνσεως | erweiterte Rechtsschweissung |
industr., construct., chem. | συγκόλληση προς τα πάνω | Steignahtschweissen |
industr., construct., chem. | συγκόλληση προς τα πάνω | Schweissen in s-Position |
met. | συγκόλληση ραφής με κινούμενο ρολό | rollennahtschweissen mit dornschlitten |
met. | συγκόλληση ραφής με σταθερό ρολό | nahtschweissen mit wanderrolle auf dornschlitten |
met. | συγκόλληση ραφών κοίλων σωμάτων | hohlkoerperschweissen |
met. | συγκόλληση ροής | Schwalloeten |
met. | συγκόλληση ροής | Anschwemmloeten |
met. | συγκόλληση σίγμα | Sigma-Schweissen |
met. | συγκόλληση σίγμα | Edelgas-Lichtbogenschweissen mit abschmelzender Elektrode Metall-Inertgas-Schweissen |
met. | συγκόλληση σε ατμόσφαιρα αδρανούς αερίου | Schutzgasschweißen |
met. | συγκόλληση σε ατμόσφαιρα διοξειδίου του άνθρακα | CO2-Lichtbogenschweißen |
met. | συγκόλληση σε κατακόρυφη θέση | senkrechtes Schweissen |
met. | συγκόλληση σε κατακόρυφη θέση | Senkrechtschweissen |
industr., construct., chem. | συγκόλληση σε κατωφέρια | Schweissen in f-Position |
industr., construct., chem. | συγκόλληση σε κατωφέρια | Fallnahtschweissen |
gen. | συγκόλληση σε κεκλιμένη διάταξη | Schweissen in schraeger Lage |
gen. | συγκόλληση σε κεκλιμένη διάταξη | Schweissen in Schraeglage |
industr., construct., chem. | συγκόλληση σε κεκλιμένο επίπεδο | Schweissen in Schraeglage |
met. | συγκόλληση σε οριζόντιο επίπεδο | waagerechtes Schweissen |
met. | συγκόλληση σε οριζόντιο επίπεδο | horizontales Schweissen |
chem. | συγκόλληση σε περιτύπωμα | Schweißen in einer Einspannvorrichtung |
industr., construct., chem. | συγκόλληση σε σημεία με πίεση | Presspunktschweissung |
industr., construct., chem. | συγκόλληση σε σημεία με τήξη | Schmelzpunktschweissung |
industr., construct., chem. | συγκόλληση σε σημεία,όχι σε συνεχή γραμμή | Punktschweissung |
industr., construct., chem. | συγκόλληση σε συνεχή γραμμή με ράουλο | Rollennahtschweissen |
met. | συγκόλληση στη στερεά φάση | Pressschweissen in fester Phase |
met. | συγκόλληση στη στερεά φάση | Pressschweissen |
industr., construct. | συγκόλληση στιγμής | unverzügliche Leimung |
chem. | συγκόλληση στο εκμαγείο | Schweißen in einer Einspannvorrichtung |
industr., construct., chem. | συγκόλληση στο εργοστάσιο | Werkstattschweissung |
met. | συγκόλληση στο εργοτάξιο | Montageschweissung |
industr., construct., chem. | συγκόλληση στο εργοτάξιο | Baustellenschweissung |
industr., construct., chem. | συγκόλληση στο συγκρότημα | Werkstattschweissung |
gen. | συγκόλληση στο συνεργείο | Werkstattschweissung |
industr., construct., chem. | συγκόλληση συνδέσεως | Verbindungsschweissung |
met. | συγκόλληση συνεχούς ραφής | Widerstandsnahtschweißen |
industr., construct., chem. | συγκόλληση συρραφής | Kettennahtschweissen |
industr., construct., chem. | συγκόλληση συρραφής | Steppnahtschweissen |
chem. | συγκόλληση Τ | T-Stoß |
industr., construct., chem. | συγκόλληση ταινίας | Deckstreifenschweissnaht |
health. | συγκόλληση της βρουκέλλας | Brucella-Agglutination |
mater.sc. | συγκόλληση του πυθμένα | Deckel-und Bodenendfalz |
industr., construct. | συγκόλληση τριβής | Reibungsschweissen |
industr., construct. | συγκόλληση τριβής | Reibschweissen |
industr., construct., chem. | συγκόλληση τριβής κωνικών συνδέσεων | Kegelmantel-Reibschweissen |
industr., construct., chem. | συγκόλληση τριβής με αδρανιακές δυνάμεις | Schwundgrad-Reibschweissen |
met. | συγκόλληση τόξου | Lichtbogenschweißung |
met. | συγκόλληση τόξου | Elektroschweißung |
met. | συγκόλληση τόξου μέσα σε ηλεκτραγώγιμο συλλίπασμα | maulwurfverfahren |
met. | συγκόλληση τόξου μέσα σε ηλεκτραγώγιμο συλλίπασμα | schweissen mit verdecktem lichtbogen |
met. | συγκόλληση τόξου μέσα σε ηλεκτραγώγιμο συλλίπασμα | unterpulverschweissen |
met. | συγκόλληση τόξου μέσα σε ηλεκτραγώγιμο συλλίπασμα | up-schweissen |
met. | συγκόλληση τόξου μέσα σε ηλεκτραγώγιμο συλλίπασμα | ellira-schweissen |
met. | συγκόλληση τόξου μέσα σε ηλεκτραγώγιμο συλλίπασμα | elektro-linde-rapidschweissen |
met. | συγκόλληση τόξου με αδρανές αέριο και μη αναλώμενο ηλεκτρόδιο | schutzgasschweissen mit nicht abschmelzender elektrode |
met. | συγκόλληση τόξου με αδρανές αέριο και μη αναλώμενο ηλεκτρόδιο | edelgas-lichtbogenschweissen mit nicht abschmelzender elektrode |
met. | συγκόλληση τόξου με ατομικό υδρογόνο | atomares gaselektrisches Lichtbogenschweissen |
met. | συγκόλληση τόξου με διεισδυτικό ηλεκτρόδιο | lichtbogenschweissen mit tiefeinbrandelektrode |
met. | συγκόλληση τόξου με διεισδυτικό ηλεκτρόδιο | lichtbogenschweissen mit tiefbrandelektrode |
met. | συγκόλληση τόξου με ηλεκτρόδιο άνθρακος | Kohle-Lichtbogenschweissen |
met. | συγκόλληση τόξου με ηλεκτρόδιο άνθρακος | Elektroschweissen mit kohlenelektrode |
met. | συγκόλληση τόξου με καλυμμένο ηλεκτρόδιο | verdecktes lichtbogenschweissen |
met. | συγκόλληση τόξου με καλυμμένο ηλεκτρόδιο | elektroschweissen mit verdecktem lichtbogen |
met. | συγκόλληση τόξου με μαγνητική σκόνη περιβλήματος | lichtbogenschweissen mit magnetisch aufgebrachtem pulver |
met. | συγκόλληση τόξου με πυράντοχο ηλεκτρόδιο | Lichtbogenschweissen mit nicht abschmelzender Elektrode |
met. | συγκόλληση τόξου με τηκόμενο ηλεκτρόδιο | lichtbogenschweissen mit schweisselektrode |
met. | συγκόλληση τόξου με τηκόμενο ηλεκτρόδιο | lichtbogenschweissen mit abschmelzender elektrode |
met. | συγκόλληση τόξου σε αδρανή ατμόσφαιρα | sigmaschweissen |
met. | συγκόλληση τόξου σε αδρανή ατμόσφαιρα | schutzgasschweissen |
met. | συγκόλληση τόξου σε αδρανή ατμόσφαιρα | edelgas-lichtbogenschweissen |
met. | συγκόλληση τόξου σε προστατευτική ατμόσφαιρα | Schutzgas-Schweissen |
met. | συγκόλληση τόξου τύπου Bolzen | Aufschweissen von Bolzen |
met. | συγκόλληση τύπου ραφής | Nahtschweissung |
industr., construct., chem. | συγκόλληση υπέρ κεφαλήν | Ueberkopfschweissen |
industr., construct., chem. | συγκόλληση υπέρ κεφαλήν | Schweissen in ue-Position |
chem. | συγκόλληση υπό κυρτή γωνία | Wölbkehlnaht |
industr., construct., chem. | συγκόλληση υψηλής ταχύτητας με θερμό αέρα | Warmgas-Ziehschweissen |
met. | συγκόλληση φύλλων | Folienstumpfnahtschweissen |
met. | συγκόλληση χιαστί | überlappte Schweißnaht |
industr., construct., chem. | συγκόλληση χωρίς εναπόθεση πρόσθετου υλικού | Schweissen ohne Zusatzwerkstoff |
nat.sc., agric. | συγκόλληση χωρίς κενά | lückenlose Verwachsung |
met. | συγκόλληση χωρίς κυματοειδή κίνηση | Schweissen mit Zugraupen |
met. | συγκόλληση χωρίς μετατόπιση του εξαρτήματος | Schweissen in Zwangslage |
met. | συγκόλληση χωρίς μετατόπιση του εξαρτήματος | Positionsschweissen |
met. | συγκόλληση χωρίς τη χρήση προσθέτου υλικού συγκολλήσεως | Schweissen ohne Zusatzwerkstoff |
met. | συγκόλληση χωρίς τη χρήση προσθέτου υλικού συγκολλήσεως | Schweissen ohne Zusatzmetall |
industr., construct., chem. | συνεχής συγκόλληση | kontinuierliches Schweissen |
met. | συνολική προβλεπόμενη ανοχή μήκους εξαρτήματος για συγκόλληση | Laengenzugabe |
industr., construct., chem. | σχετική ταχύτητα των εξαρτημάτων για συγκόλληση τριβής | Relativgeschwindigkeit beim Reiben |
industr., construct., chem. | σχετική ταχύτητα των εξαρτημάτων για συγκόλληση τριβής | Reibgeschwindigkeit |
industr., construct., chem. | σύνδεση με συγκόλληση | Schweissverbindung |
mun.plan., mech.eng. | σύνδεση με συγκόλληση | Schweißverbindung |
met. | σύνθετος φλογοκόπτης για κοπή και συγκόλληση | kombinierter Schweiss-und Schneidbrenner |
met., el. | τάση λειτουργίας κατά τη συγκόλληση | Klemmspannung beim Schweissen |
met., el. | τάση λειτουργίας κατά τη συγκόλληση | Arbeitsspannung |
industr., construct., chem. | ταυτόχρονη συγκόλληση δύο πλευρικών ραφών σε σάκκο | gleichzeitiges Schweissen zweier Seitennaehte eines Beutels |
met. | τεμάχιο για συγκόλληση | Teilstueck |
met. | τεμάχιο για συγκόλληση | zu schweissender Teil |
met. | τεμάχιο για συγκόλληση | Werkstueck |
met. | τεμάχιο για συγκόλληση | Teil |
met. | τηγμένο μέταλλο στη συγκόλληση | geschmolzenes schweissgut |
industr., construct., chem. | τηλεχειριζόμενη συγκόλληση με υπερήχους | direktes Ultraschallschweissen |
industr., construct. | φιάλες αερίων κατασκευασμένες χωρίς συγκόλληση από ένα και μόνο κομμάτι κεκραμένου ή μη αλουμινίου | nahtlose Gasflaschen aus unlegiertem Aluminium oder aus Aluminiumlegierungen |
met. | χειροκίνητη συγκόλληση | hsb |
met. | χειροκίνητη συγκόλληση | handschweissbetrieb |
met. | χρόνος ενδιάμεσος παλμών σε τριφασική συγκόλληση χαμηλής συχνότητας | Zwischenzeit |
econ., market., met. | χωρίς συγκόλληση | nahtlos |
industr., construct., met. | ψυχρή συγκόλληση | geklebte trockene Verschmelzung |
industr., construct., met. | ψυχρή συγκόλληση | geklebte Verschmelzung |