Subject | Greek | German |
gen. | Έκθεση για τη λειτουργία του ελέγχου διασφαλίσεων της ΕΥΡΑΤΟΜ | Bericht über die Durchführung der Euratom-Sicherheitsüberwachung |
law, nucl.phys. | άδεια λειτουργίας | Betriebsgenehmigung |
law, fin. | άδεια λειτουργίας | Zulassung |
med. | άδεια λειτουργίας νοσοκομείου | Anerkennung des Krankenhauses |
law, commun. | άδεια λειτουργίας ραδιοφωνικού δέκτη | ton-rundfunkgenehmigung |
law, commun. | άδεια λειτουργίας ραδιοφωνικού δέκτη | Rundfunkgenehmigung |
chem. | άεργη λειτουργία | Zwischenlauf |
chem. | άεργη λειτουργία | Leerlauf bei Materialwechsel |
construct. | έκτακτος λειτουργία | Betrieb in Notfaellen |
law | έλεγχος κατά τη λειτουργία | Prüfungen im Betrieb Nacheichungen |
earth.sc., mech.eng. | έλεγχος λειτουργίας | Funktionskontrolle |
mater.sc. | έλεγχος λειτουργίας με πεπιεσμένο αέρα | Pressluftantrieb |
med. | έλεγχος της αναπαραγωγικής λειτουργίας | Kontrolle der Fortpflanzungsfähigkeit |
earth.sc., mech.eng. | έναρξη λειτουργίας κόντρα σε μία κλειστή βαλβίδα | Anfahren gegen geschlossenes Absperrorgan |
earth.sc., mech.eng. | έναρξη λειτουργίας με ανοιχτή βαλβίδα | Anfahren bei offenem Absperrorgan |
earth.sc., mech.eng. | έναρξη λειτουργίας με την βοήθεια ενός εκκινητή τύπου αστεροειδούς δέλτα | Stern-Dreieck-Einschaltung |
mater.sc. | έναρξη της ραδιενεργού λειτουργίας | Start des Heissbetriebs |
busin., labor.org. | έτος λειτουργίας | Betriebsjahr |
agric., health., anim.husb. | ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας | zugelassener Betrieb |
med. | αίσθημα ενέργειας,λειτουργίας | Aktionsgefuehl |
earth.sc., mech.eng. | αγωγός για την χειροκίνητη λειτουργία | Handfahrleitung |
earth.sc., life.sc. | αδιαβατική λειτουργία | adiabatischer Prozeß |
earth.sc., tech. | αεροδυναμική σήραγγα συνεχούς λειτουργίας | kontinuierlich arbeitender Windkanal |
earth.sc., mech.eng. | αζυγοσταθμία λειτουργίας λειαντικού τροχού | Betriebsunwucht |
agric. | ακροφύσιο με δυνατότητα να τίθεται εκτός λειτουργίας | absperrbare Düse |
chem. | αναμίκτης συνεχούς λειτουργίας | kontinuierlicher Mischer für Flüssigkeiten und Gase |
chem. | αναμίκτης συνεχούς λειτουργίας | In-Line-Mischer |
chem. | αναμεικτήρας συνεχούς λειτουργίας | kontinuierlicher Mischer für Flüssigkeiten und Gase |
chem. | αναμεικτήρας συνεχούς λειτουργίας | In-Line-Mischer |
energ.ind., mech.eng., el. | ανεμογεννήτρια αυτόνομης λειτουργίας | Einzelwindkraftwerk |
energ.ind., mech.eng., el. | ανεμογεννήτρια αυτόνομης λειτουργίας | Einzelanlage |
gen. | ανεξάρτητη λειτουργία | Reservationssteuerung |
med. | ανεπαρκής σωματική ή διανοητική λειτουργία | Kakergasie |
earth.sc., el. | ανοικτός σε θέση λειτουργίας | Öffnen in Arbeitsstromstellung |
med. | αντιγόνο σχετιζόμενο με την λειτουργία λεμφοκυττάρων | Lymphozytenfunktion-assoziiertes Antigen |
med. | αντιγόνο σχετιζόμενο με την λειτουργία λεμφοκυττάρων | funktionelles Leukozytenantigen |
gen. | αντικατάσταση του πυρηνικού καυσίμου εν λειτουργία | Brennelementwechsel unter Last |
gen. | αντικατάσταση του πυρηνικού καυσίμου εν λειτουργία | Brennelementwechsel waehrend des Betriebes |
gen. | αντικατάσταση του πυρηνικού καυσίμου εν λειτουργία | Aufladung waehrend des Betriebs |
earth.sc., mech.eng. | αντλία αξονικής ροής με ρυθμιζόμενα πτερύγια σε λειτουργία | Axialkreisel/pumpe mit verstellbaren Schaufeln |
earth.sc., mech.eng. | αντλία με αξονικά έμβολα,σε πλάγιο δίσκο λειτουργίας | Taumelscheiben/pumpe |
earth.sc., mech.eng. | αντλία με αξονικά έμβολα,σε πλάγιο δίσκο λειτουργίας | Pumpe mit Antrieb durch Taumelscheibe |
gen. | ανώμαλα μεταβατικά γεγονότα κατά τη λειτουργία | abnormale Betriebstransienten |
gen. | ανώμαλες συνθήκες λειτουργίας της εγκαταστάσεως | anomale Betriebsbedingungen |
law, account. | αξία εν λειτουργία | Unternehmenswert |
law, account. | αξία εν λειτουργία | Gesamtwert |
earth.sc., mech.eng. | απ'ευθείας έναρξη λειτουργίας | direkte Einschaltung |
earth.sc., mech.eng. | απ'ευθείας έναρξη λειτουργίας | Direktanlauf |
med. | αποκαθιστώ τις λειτουργίες ατόμων με ειδικές ανάγκεςαναπήρων | Wiederherstellung der Funktionen bei körperlich Behinderten |
med. | αποκατάσταση ενζυμικής λειτουργίας με εισαγωγή DNA | die Enzymfunktion durch die Einführung von DNA wiederherstellen |
agric. | αποστειρωτήρας συνεχούς λειτουργίας | Durchlaufdaempfer |
agric. | αποστειρωτής γάλακτος συνεχούς λειτουργίας | Dauersterilisiergerät |
agric. | αποφλοιωτική μηχανή φρούτων διαλείπουσας λειτουργίας | diskontinuierliche Schälmaschine |
agric. | αποφλοιωτική μηχανή φρούτων συνεχούς λειτουργίας | Dauerschälmaschine |
chem. | απόσταξη ασυνεχούς λειτουργίας | absatzweise Destillation |
chem. | απόσταξη ασυνεχούς λειτουργίας | Blasendestillation |
chem. | απόσταξη συνεχούς λειτουργίας | kontinuierliche Destillation |
earth.sc., el. | αρνητική αντίσταση σταθερής λειτουργίας στις μεταβολές της τάσης | spannungsstabiler negativer Widerstand |
life.sc., construct. | αρτεσιανόν φρέαρ διακεκομμένης λειτουργίας | intermittierender artesischer Brunnen |
life.sc., construct. | αρτεσιανόν φρέαρ μονίμου λειτουργίας | artesischer Dauerbrunnen |
earth.sc., mech.eng. | αρχή λειτουργίας με διπλή γραμμή τροφοδοσίας | Mehrleitungssystem |
earth.sc., mech.eng. | αρχή λειτουργίας με μονή γραμμή τροφοδοσίας | Einleitungssystem |
earth.sc., mech.eng. | αρχή λειτουργίας με προοδευτική τροφοδοσία | Oelnebelsystem |
earth.sc., mech.eng. | αρχή λειτουργίας με ψεκασμό σταγονιδίων λαδιού | Zweileitungssystem |
gen. | αρχεία καταχωρήσεως στοιχείων λειτουργίας | Betriebsaufzeichnungen |
construct. | αστική λειτουργία | städtische Funktion |
gen. | ασφαλιστική διάταξη αποκαταστάσεως ασφαλούς λειτουργίας | Reaktorschutzsicherung |
agric. | βάρος λειτουργίας | Dienstgewicht |
agric. | βάρος λειτουργίας | Betriebsgewicht |
construct. | βιβλίον χαρακτηριστικών λειτουργίας υδροληψιών διανομής | Hauptverzeichnis |
construct. | βιβλίον χαρακτηριστικών λειτουργίας υδροληψιών διανομής | H-Register |
med. | βιολογική λειτουργία | biologische Funktion |
agric. | βραστήρας συνεχούς λειτουργίας | kontinuierliche Dämpfanlage |
law | ... για λόγους που αφορούν στην κατασκευή ή στη λειτουργία του ... | ... wegen seiner Bau- oder Wirkungsweise ... |
law | για την εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης | im Interesse einer geordneten Rechtspflege |
gen. | για την πραγματοποίηση ενός από τους στόχους στο πλαίσιο της λειτουργίας της κοινής αγοράς | um im Rahmen des Gemeinsamen Marktes eines der Ziele zu verwirklichen |
med. | γνωστικές λειτουργίες | Erkenntnisvermögen |
chem. | γραμμή λειτουργίας | Austauschgerade |
chem. | γραμμή λειτουργίας | Bilanzlinie |
chem. | γραμμή λειτουργίας | Arbeitslinie |
gen. | δαπάνες λειτουργίας | Betriebskosten |
med. | δευτερεύουσα λειτουργία | Nebenfunktion |
earth.sc., mech.eng. | διάγραμμα που δείχνει τα χαρακτηριστικά έναρξης λειτουργίας | Anfahrdiagramm |
life.sc. | διάταξη αυτόματης λειτουργίας | automatisch arbeitende Vorrichtung |
tech., mech.eng. | διάταξη θέσεως σε λειτουργία | Ausloeseeinrichtung |
econ., market. | διάφορα έσοδα λειτουργίας | sonstige Betriebseinnahmen |
earth.sc., mech.eng. | διαδικασία θέσεως σε λειτουργία | Vorbereitung der Inbetriebnahme |
law, lab.law. | διακοπή της λειτουργίας της επιχείρησης | Betriebsstillstand |
gen. | διαλογικό σύστημα προσομοίωσης της λειτουργίας | interaktives System zur Simulierung der Funktionsweise |
law, market. | διαμεσολαβητική λειτουργία | Treuhandgeschäft |
med. | διανοητική λειτουργία | geistiger Prozess |
agric. | διανομέας λειτουργίας με τη βαρύτητα | rieselnder Streuer |
law | διαρκής λειτουργία | ständige Tätigkeit |
gen. | διαταραχές στη λειτουργία της κοινής αγοράς | das Funktionieren des Gemeinsamen Marktes ... stören |
law | διαταραχή στη λειτουργία της κοινής αγοράς | das Funktionieren des Gemeinsamen Marktes stören |
med. | διεγερτικός της λειτουργίας των γεννητικών αδένων | gonadokinetisch |
law, transp., environ. | διεθνής κώδικας διαχείρισης για την ασφαλή λειτουργία των πλοίων και την πρόληψη ρύπανσης του περιβάλλοντος | Internationaler Code für Maßnahmen zur Organisation eines sicheren Schiffsbetriebs und zur Verhütung der Meeresverschmutzung |
law, lab.law. | διευθυντική λειτουργία | Fuehrungsfunktionen |
law, lab.law. | διευθυντική λειτουργία | leitende Stellung |
law, lab.law. | διευθυντική λειτουργία | Vorgesetztenfunktion |
law, lab.law. | διευθυντική λειτουργία | Fuehrungsstellung |
law, lab.law. | διευθυντική λειτουργία | Fuehrungsfunktion |
law | διευκολύνω τη χρήση του ECU και εποπτεύω την ανάπτυξή του,συμπεριλαμβανομένης της ομαλής λειτουργίας του συστήματος συμψηφισμού σε ECU | die Verwendung des ECU erleichtern und dessen Entwicklung einschließlich des reibungslosen Funktionierens des ECU-Verrechnungssystems überwachen |
law | δικαιοδοτική λειτουργία | Rechtspflege |
law | δικαιοδοτική λειτουργία | Rechtssprechungsorgane |
law | δικαιοδοτική λειτουργία | Gerichtsbarkeit |
social.sc., health. | δικαιώματα σχετικά με την αναπαραγωγική λειτουργία | Reproduktionsrechte |
agric., construct. | διώρυγα ασυνεχούς λειτουργίας | Saisonbetriebskanal |
agric., construct. | διώρυγα εποχιακής λειτουργίας | Saisonbetriebskanal |
agric., construct. | διώρυγα συνεχούς λειτουργίας | Dauerbetriebskanal |
construct. | διώρυξ διαλειπούσης λειτουργίας | mit Unterbrechungen benutzter Kanal |
law | δοκιμές κατά τη λειτουργία | Prüfungen im Betrieb Nacheichungen |
mater.sc., industr., construct. | δοκιμή κατά τη λειτουργία | Produktionslinienprüfung |
mater.sc., industr., construct. | δοκιμή κατά τη λειτουργία | Linienprüfung |
earth.sc., mech.eng. | δοκιμή λειτουργίας | Funktionskontrolle |
earth.sc., el. | δοκιμή λειτουργίας | Funktionstest |
gen. | δοκιμή λειτουργίας | Funktionsprüfung |
med. | δοκιμασία γαστρικής λειτουργίας του Klemperer | Klemperer Magenfunktionsprobe |
med. | δοκιμασία καρδιακής λειτουργίας Brittingham | Brittingham Herzfunktionspruefung |
med. | δοκιμασία λειτουργίας νεφρού | Nierenfunktionstest |
med. | δοκιμασία νεφρικής λειτουργίας Holten | Holten-Test |
med. | δοκιμασία της αναπνευστικής λειτουργίας | Atemfunktionspruefung |
chem. | δοκιμαστική λειτουργία | Testlauf |
chem. | δοκιμαστική λειτουργία | Probelauf |
mater.sc., mech.eng. | δοκιμαστική λειτουργία | Inbetriebnahme |
earth.sc., mech.eng. | δοσομετρική αρχή λειτουργίας | Drosselsystem |
gen. | δραστηριότητες καθορίζουσες τον χρόνο εκτός λειτουργίας | die Stillstandzeit bestimmende Handlungen |
gen. | δραστηριότητες καθορίζουσες τον χρόνο εκτός λειτουργίας | die Ausfall bestimmende Aktivitaeten |
law | εγχειρίδιο λειτουργίας του συστήματος ενοποιημένης παρουσίας/franchise | Franchisehandbuch |
agric. | εκριζωτική μηχανή συνδυασμένης λειτουργίας | Kartoffelkombine |
agric. | εκριζωτική μηχανή συνδυασμένης λειτουργίας | Kartoffelerntemaschine |
construct. | εκσκαφέας συνεχούς λειτουργίας με κάδους εκσκαφής | Eimerkettenbagger |
construct. | εκσκαφέας συνεχούς λειτουργίας με κομπολόι από σκαπτικές κουτάλες | Schaufelradbagger |
med. | εκτέλεση υπολογισμών μη φυσιολογικών τρόπων λειτουργίας | abnormen Betriebsweisen Rechnung tragen |
med. | εκτέλεση υπολογισμών μη φυσιολογικών τρόπων λειτουργίας | abnormen Betriebsfaellen Rechnung tragen |
construct. | εκτός λειτουργίας | ausser Betrieb |
gen. | ελάττωμα που προκαλείται υπό πραγματικές συνθήκες λειτουργίας | im Echtbetrieb induzierter Defekt |
med. | ελάττωση κινητικής λειτουργίας | Hypokinese |
med. | ελάττωση κινητικής λειτουργίας | Hypomotilität |
med. | ελάττωση κινητικής λειτουργίας | Bewegungsarmut |
tech., construct. | ελάχιστον φορτίον λειτουργίας ρυθμιστών σταθεράς παροχής | minimale Moduldruckhoehe |
tech., construct. | ελάχιστον φορτίον λειτουργίας ρυθμιστών σταθεράς παροχής | minimale Abflussreglerhoehe |
earth.sc., mech.eng. | ελεγχόμενη ροή κατά τη λειτουργία υπό φορτίο | unter Last stehender gesteuerter Strom |
life.sc., construct. | ελεύθερον ύψος κανονικής λειτουργίας | Betriebsfreibord |
earth.sc., mech.eng. | ελικοφυγοκεντρική αντλία με ρυθμιζόμενα,κατά τη λειτουργία,πτερύγια | Halbaxialkreisel/pumpe mit im Betrieb verstellbaren Schaufeln |
med. | εμφάνισις της λειτουργίας της εμμήνου ροής | Menarche |
chem. | εν κενώ λειτουργία | Zwischenlauf |
chem. | εν κενώ λειτουργία | Leerlauf bei Materialwechsel |
agric. | ενίσχυση για έναρξη λειτουργίας | Startbeihilfe |
agric. | ενίσχυση για την έναρξη της λειτουργίας των ομάδων παραγωγών | Startbeihilfe für Erzeugergemeinschaften |
econ., commer. | ενίσχυση λειτουργίας | Betriebsbeihilfe |
hobby, el. | ενδεικτικό λειτουργίας | Funktionskontrolle |
tech. | ενδιάμεσο ρευστό' ρευστό λειτουργίας | Arbeitsfluid |
energ.ind. | ενεργειακή απόδοση αντλητικής υδροηλεκτρικής εγκατάστασης κατά την διάρκεια λειτουργίας των υδροστροβίλων | Arbeitsvermoegen eines Pumpspeicherwerkes bei Turbinenbetrieb |
gen. | ενισχύσεις για τα έξοδα λειτουργίας | Betriebsbeihilfe |
mater.sc., mech.eng. | εξάρτημα περιορισμένης χρονικής λειτουργίας | Fristaustauschteil |
med. | εξέταση πνευμονικής λειτουργίας | Lungenfunktiontest |
gen. | εξασφάλιση της λειτουργίας των υπηρεσιών της Eπιτροπής | das ordnungsmaessige Arbeiten der Dienstellen der Kommission gewaehrleisten |
earth.sc., el. | επαφές ανοικτές σε συνήθη λειτουργία | Arbeitskontakte |
earth.sc., el. | επαφές κλειστές σε συνήθη λειτουργία | Ruhekontakte |
earth.sc., el. | επιλογέας για έλεγχο καλής λειτουργίας | Prüfwahlschalter |
law, lab.law. | επιπρόσθετος χρόνος λειτουργίας μίας μηχανής | Nebenzeit |
earth.sc., transp. | επιτάχυνσση λειτουργίας | Betriebsbeschleunigung |
tax. | Επιτροπή για την εφαρμογή του κοινοτικού προγράμματος για τη βελτίωση της λειτουργίας των φορολογικών συστημάτων στην εσωτερική αγορά Fiscalis | Fiscalis-Ausschuss |
tax. | Επιτροπή για την εφαρμογή του κοινοτικού προγράμματος για τη βελτίωση της λειτουργίας των φορολογικών συστημάτων στην εσωτερική αγορά Fiscalis | Ausschuss für die Durchführung des gemeinschaftlichen Aktionsprogramms zur Verbesserung der Funktionsweise der Steuersysteme im Binnenmarkt Fiscalis |
law | Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων για τη λειτουργία των Ευρωπαικών Συμβάσεων του ποινικού τομέα | Sachverständigenausschuss PC-OC |
earth.sc. | επιφανειακή θερμοκρασία λειτουργίας θεωρούμενη κατά το σχεδιασμό | Auslegungs-Oberflaechentemperatur im Betrieb |
chem., el. | εσωτερική διέλευση εμβόλου εν λειτουργία | Betriebsmolchung |
gen. | εσωτερική λειτουργία | interner Dienstablauf |
nat.sc. | εσωτερικός κανονισμός λειτουργίας | Geschäftsordnung |
med. | ετήσιες δόσεις στο προσωπικό λειτουργίας | Jahresdosen fuer das Betriebspersonal |
law, fin. | εταιρική λειτουργία | Joint venture mit Kapitalbeteiligung |
med. | ζωϊκές λειτουργίες | animalische Funktionen |
med. | ζωϊκές λειτουργίες | animale Funktionen |
gen. | Η παρούσα συνθήκη συμφωνία/σύμβαση εφαρμόζεται, αφενός, στα εδάφη στα οποία εφαρμόζεται-ονται η συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και η συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπό τους όρους που προβλέπει -ουν ουν η συνθήκη αυτή οι συνθήκες αυτές και, αφετέρου, στο έδαφος τ …… | Dieser Vertrag Dieses Abkommen/Übereinkommen gilt für die Gebiete, in denen der Vertrag über die Europäische Union und der Vertrag über die Arbeitsweise der Europäischen Union angewendet wird werden, und nach Maßgabe dieses Vertrags dieser Verträge einerseits, sowie für … andererseits.] |
gen. | η σύνθεση και ο τρόπος λειτουργίας των οργάνων καθορίζονται από κάθε ΄Οργανο | die Zusammensetzung sowie die Einzelheiten der Tätigkeit der Einrichtungen werden von jedem Organ geregelt |
chem., el. | ημέρα λειτουργίας | Heiztag |
chem., el. | ημέρα λειτουργίας | Feuertag |
law | θέση σε λειτουργία | Inbetriebnahme |
earth.sc. | θέση σε μη ραδιενεργό λειτουργία | inaktive Inbetriebnahme |
earth.sc., mech.eng. | θέτω σε λειτουργία | in Betrieb setzen |
chem. | θέτω σε λειτουργία | in Betrieb nehmen |
mater.sc. | θέτω σε λειτουργία την δεξαμενή | vom Tank arbeiten |
med. | θεραπεία της μυϊκής λειτουργίας | myofunktionelle Behandlung |
gen. | θερμή έναρξη λειτουργίας της εγκατάστασης | warme Inbetriebnahme der Anlage |
gen. | θερμική ισχύς ανά αντιδραστήρα επί συνεχούς λειτουργίας | Wärmeleistung |
construct. | θερμική ισχύς σε λειτουργία | betriebsbereite Wärmeleistung |
earth.sc. | θερμοκρασία περιβάλλοντος λειτουργίας | Umgebungstemperatur |
gen. | θερμομηχανική συμπεριφορά υπό παλμική λειτουργία | thermomechanisches Verhalten bei gepulstem Betrieb |
gen. | θερμός ιοντικός τρόπος λειτουργίας | Heißionenverfahren |
agric. | θλιπτήριο-πιεστήριο συνεχούς λειτουργίας | kontinuierliche Kelter mit Traubenmühle |
agric. | θρεπτικά στοιχεία λειτουργίας | Wirkstoffe und Ergaenzungsstoffe |
gen. | ικανότης ασφαλούς θέσεως εκτός λειτουργίας της εγκαταστάσεως | sichere Abschaltfaehigkeit der Anlage |
gen. | ικανότης ασφαλούς θέσεως εκτός λειτουργίας της εγκαταστάσεως | sichere Abfahrfaehigkeit der Anlage |
gen. | ικανότης εναλλασσόμενης λειτουργίας | Faehigkeit zum zyklischen Betrieb |
gen. | ικανότης εναλλασσόμενης λειτουργίας | Faehigkeit zum Wechselbetrieb % |
gen. | ικανότης κυκλικής λειτουργίας | Faehigkeit zum zyklischen Betrieb |
gen. | ικανότης κυκλικής λειτουργίας | Faehigkeit zum Wechselbetrieb % |
gen. | ικανότης λειτουργίας | Funktionstuechtigkeit |
earth.sc. | ισχύς κατά την εκτός λειτουργία φάση | Nachwaermeleistung |
earth.sc. | ισχύς κατά την εκτός λειτουργία φάση | Nachleistung |
gen. | ισχύς λειτουργίας | Betriebsleistung |
earth.sc., mech.eng. | ισχύς λειτουργίας κινητήρα σε 15λεπτη βάση | fünfzehn-Minuten-Leistung |
earth.sc., mech.eng. | ισχύς λειτουργίας κινητήρια σε ημίωρη βάση | dreißig Minuten-Leistung |
earth.sc., transp. | ισχύς σε άφορτη λειτουργία | Leistung bei Motorleerlauf |
gen. | κέντρο λειτουργιών και συντήρησης | Betriebs-und Wartungszentrum |
gen. | κέντρο λειτουργιών και συντήρησης | Bedienungs-und Wartungsrechner |
gen. | κίνδυνοι στο επίπεδο επιχειρηματικής λειτουργίας | Betreiberrisiken |
gen. | καθαρά έξοδα λειτουργίας | Aufwendungen für den Versicherungsbetrieb für eigene Rechnung |
med. | καθυστέρηση της έκπτωσης των λειτουργιών του ατόμου | Verzögerung des funktionellen Abbaus beim Menschen |
life.sc., construct. | καμπύλη βελτίστης λειτουργίας | Steuerkurve |
life.sc., construct. | καμπύλη βελτίστης λειτουργίας | Betriebskurve |
gen. | κανονική λειτουργία λαναριού | carding working |
law | κανόνες λειτουργίας | Regel für die Arbeitsweise |
law, commer. | κανόνες λειτουργίας του δικτύου | Vorschriften zur Funktionierung der Kette |
gen. | κατάστάση λειτουργίας | Betriebsprotokoll |
tech., energ.ind. | κατανάλωση ενέργειας κατά την άντληση μίας αντλητικής υδροηλεκτρικήςεγκατάστασης κατά την διάρκεια λειτουργίας των αντλιών | Pumpstromverbrauch |
tech., energ.ind. | κατανάλωση ενέργειας κατά την άντληση μίας αντλητικής υδροηλεκτρικήςεγκατάστασης κατά την διάρκεια λειτουργίας των αντλιών | Pumpenenergieaufwand eines Pumpspeicherwerkes bei Pumpbetrieb |
gen. | καταστάσεις λειτουργίας | Betriebszustaende |
agric. | καταψύκτης μίγματος κρέμας παγωτού "κατά φορτίο" λειτουργίας | diskontinuierlicher Speiseeisbereiter |
agric. | καταψύκτης μίγματος κρέμας παγωτού "κατά φορτίο" λειτουργίας | Chargen-Freezer |
agric. | καταψύκτης μίγματος κρέμας παγωτού συνεχούς λειτουργίας | kontinuierlich arbeitender Speiseeisbereiter |
agric. | καταψύκτης συστατικών κρέμας παγωτού διακοπτόμενης λειτουργίας | diskontinuierlicher Speiseeisbereiter |
agric. | καταψύκτης συστατικών κρέμας παγωτού διακοπτόμενης λειτουργίας | Chargen-Freezer |
tech., industr., construct. | κατεύθυνση λειτουργίας λαναριού με εργάτες | Arbeitsrichtung eines Krempels mit Arbeiter |
tech., industr., construct. | κατεύθυνση λειτουργίας λαναριστικής μηχανής gilljam | Arbeitsrichtung eines Droussier-Krempels |
tech., industr., construct. | κατεύθυνση λειτουργίας μηχανής λύκου | Arbeitsrichtung eines Reißers |
tech., industr., construct. | κατεύθυνση λειτουργίας προλαναριστικής μηχανής-willow | Arbeitsrichtung eines Krempelwolfs |
construct. | κατώτατη στάθμη λειτουργίας | minimale nutzbare Stauhöhe |
construct. | κατώτατη στάθμη λειτουργίας | Absenkziel |
tax. | κοινοτικό πρόγραμμα για τη βελτίωση της λειτουργίας των συστημάτων φορολογίας στην εσωτερική αγορά | Fiscalis 2013 |
tax. | κοινοτικό πρόγραμμα για τη βελτίωση της λειτουργίας των συστημάτων φορολογίας στην εσωτερική αγορά | Gemeinschaftsprogramm zur Verbesserung der Funktionsweise der Steuersysteme im Binnenmarkt |
tax. | κοινοτικό πρόγραμμα για τη βελτίωση της λειτουργίας των φορολογικών συστημάτων στην εσωτερική αγορά | Fiscalis-Programm 2003-2007 |
tax. | κοινοτικό πρόγραμμα για τη βελτίωση της λειτουργίας των φορολογικών συστημάτων στην εσωτερική αγορά | gemeinschaftliches Aktionsprogramm zur Verbesserung der Funktionsweise der Steuersysteme im Binnenmarkt |
social.sc. | κοινωνική λειτουργία | gesellschaftliche Funktion |
social.sc. | κοινωνική λειτουργία | Sozialfunktion |
gen. | κυριαρχική λειτουργία | hoheitliche Aufgabe |
gen. | κυριαρχική λειτουργία | Hoheitsaufgabe |
earth.sc., mech.eng. | κύκλος λειτουργίας | Arbeitsspiel |
tech., mater.sc. | κύκλος λειτουργίας | Lastspiel |
earth.sc., mech.eng. | κύκλωμα άφορτης λειτουργίας | Kreis für drucklosen Umlauf |
energ.ind. | λέβητας διπλής λειτουργίας | Heizkessel mit Doppelfunktion |
agric. | λειτουργία ανάδρασης | Rückkopplung |
agric. | λειτουργία ανατροφοδότησης | Rückkopplung |
med. | λειτουργία ανεξάρτητη από την κινάση | kinaseunabhängige Funktion |
tech. | λειτουργία ανοικτού βρόχου | Stabilisierung durch Steuerung |
earth.sc., mech.eng. | λειτουργία αντλίας χωρίς ή με μειωμένη ποσότητα υγρού | Trockenlauf |
math. | λειτουργία απάντησης συχνότητας | Frequenzantwortfunktion |
agric., construct. | λειτουργία αρδευτικού δικτύου | Betrieb einer Bewaesserungsanlage |
gen. | λειτουργία-διαχείριση | Wirtschaftlichkeitsfunktion |
gen. | λειτουργία-διαχείριση | Wirtschaftlichkeit |
construct. | λειτουργία δι'εκροής άνωθεν | ueberlaufender Abfluss |
construct. | λειτουργία δι'εκροής άνωθεν | ueberschiessender Abfluss |
construct. | λειτουργία δι'εκροής άνωθεν | oberschaechtiger Abfluss |
construct. | λειτουργία δι'εκροής κάτωθεν | unterschiessender Abfluss |
construct. | λειτουργία δι'εκροής κάτωθεν | unterschaechtiger Abfluss |
construct. | λειτουργία δι'εκροής κάτωθεν | Abfluss aus Oeffnung |
tech. | λειτουργία δουλείας | abhängiger Betrieb |
gen. | λειτουργία εμβόλου | pistonieren |
gen. | λειτουργία εμβόλου | kolben |
chem. | λειτουργία εν κενώ | Zwischenlauf |
chem. | λειτουργία εν κενώ | Leerlauf bei Materialwechsel |
work.fl. | λειτουργία ενός θησαυρού | Funktion des Thesaurus |
med. | λειτουργία εξαρτώμενη από την κινάση | kinaseabhängige Funktion |
med. | λειτουργία επαλήθευσης-επιδιόρθωσης | Proofreading-funktion |
med. | λειτουργία επαλήθευσης-επιδιόρθωσης | Korrekturlesenfunktion |
math. | λειτουργία επιρροής | Influenzfunktion |
gen. | λειτουργία θυροπλοίου με ανύψωση και βύθιση | Schwimmtorbewegung durch Hebung und Senkung |
math. | λειτουργία κέρδους | Gewinnfunktion eines Spiels |
law, IT | λειτουργία "κεκλεισμένων των θυρών" | Vier-Augen-Prinzip |
law, IT | λειτουργία "κεκλεισμένων των θυρών" | Funktionstrennung |
law, IT | λειτουργία "κεκλεισμένων των θυρών" | Closed-Shop-Betrieb |
tech. | λειτουργία κλειστού βρόχου | Stabilisierung durch Regelung |
earth.sc., el. | λειτουργία με εξωτερικό δίκτυο | Fremdnetz-Betrieb |
earth.sc., mech.eng. | λειτουργία με χαμηλά επίπεδα θορύβου | geraeuscharmer Lauf |
earth.sc., el. | λειτουργία μεταγωγής λήψεων | Stufenschaltung |
math. | λειτουργία μεταφοράς | Frequenzantwortfunktion |
tech. | λειτουργία μονής σάρωσης | einmalige Zeitablenkung |
tech. | λειτουργία οικονομικής κατανάλωσης | Energiesparmodus |
gen. | λειτουργία πολλαπλών στενών δεσμών ακτίνων | enge Strahlenbündelung |
gen. | λειτουργία πολυπλεξίας | Multiplexierungsfunktion |
tech., el. | λειτουργία σειράς | Serienbetrieb |
math. | λειτουργία συχνότητας Pюlya της διαταγής δύο | Polyasche Frequenzfunktion zweiter Ordnung |
construct. | λειτουργία ταμιευτήρα | Speicherbetrieb |
work.fl., IT | λειτουργία τεκμηρίωσης | Dokumentationsoperationen |
agric. | λειτουργία της αμελκτικής συσκευής χωρίς ροή γάλακτος | Blindmelken |
med. | λειτουργία της αντιπροσώπευσης | Darstellungsfunktion |
med. | λειτουργία της ενόρασης | Intuitionsfunktion |
med. | λειτουργία της καρδιάς | Herzaktion |
law | λειτουργία της κοινής αγοράς | Funktionieren des gemeinsamen Marktes |
med. | λειτουργία της πρωτεϊνης | Proteinfunktion |
law | λειτουργία του Πρωτοδικείου | Tätigkeit des Gerichts |
law | λειτουργία του σήματος ως σημείου προέλευσης | Herkunftsfunktion der Marke |
med. | λειτουργία των κροσσών | Ziliarfunktion |
law | λειτουργία των υπηρεσιών της | ordnungsgemäßes Arbeiten der Dienststellen |
life.sc., construct. | λειτουργία υδροταμιευτήρος απλού σκοπού | Einzweckbetrieb eines Staubeckens |
construct. | λειτουργία υδροταμιευτήρος πολλαπλού σκοπού | Mehrzweckbetrieb eines Staubeckens |
chem. | λειτουργία φασματομέτρου μαζών παρακολούθησης επιλεγμένων ιόντων | massenselektive Registrierung der Ionenspur |
chem. | λειτουργία φασματομέτρου μαζών παρακολούθησης επιλεγμένων ιόντων | massenselektive Registrierung einer Ionenspur |
chem. | λειτουργία φασματομέτρου μαζών παρακολούθησης επιλεγμένων ιόντων | massenspektrometrische Einzelmassenregistrierung |
earth.sc., life.sc. | λειτουργία φωτογραφικής μηχανής | Bildfunktion |
nat.sc., energ.ind. | λειτουργία χαμηλής κατανάλωσης | Niedrigenergiemodus |
agric., mech.eng. | λυοφιλίωση διακοπτόμενης λειτουργίας | absatzweise Gefriertrocknung |
agric., mech.eng. | λυοφιλίωση διακοπτόμενης λειτουργίας | diskontinuierliche Gefriertrocknung |
agric., mech.eng. | λυοφιλίωση διακοπτόμενης λειτουργίας | Gefriertrocknung in Chargen |
agric., mech.eng. | λυοφιλίωση συνεχούς λειτουργίας | kontinuierliche Gefriertrocknung |
agric., construct. | μέθοδος λειτουργίας υδροταμιευτήρος δι'εξησφαλισμένης ελαχίστης παροχής | Sicherheitsverfahren beim Staubeckenbetrieb |
agric., construct. | μέθοδος λειτουργίας υδροταμιευτήρος δι'εφεδρικού στρώματος ύδατος | Schichtenverfahren beim Staubeckenbetrieb |
math. | μέσος αριθμός του δείγματος λειτουργία | Funktion des mittleren Stichprobenumfanges in Abhängigkeit von der vorgelegten Qualität |
math. | μέσος αριθμός του δείγματος λειτουργία | mittlerer Stichprobenumfang als Funktion des Parameters |
chem., el. | μίγμα λειτουργίας | fertiges Kohlengemisch |
chem., el. | μίγμα λειτουργίας | Ladekohle |
chem., el. | μίγμα λειτουργίας | Betriebsmischung |
life.sc., construct. | μεγίστη στάθμη εκτάκτου λειτουργίας | Hoechstwasserstand bei Betrieb in Notfaellen |
life.sc., construct. | μεγίστη στάθμη κανονικής λειτουργίας | hoechster Wasserstand bei Normalbetrieb |
med. | μειωμένη αδενική λειτουργία | Hypoadenie |
med. | μελέτη αιμοπεταλιακών λειτουργιών | Messung der Thrombozytenaggregation |
med. | μερική λειτουργία | Teilfunktion |
chem., el. | μετάβαση σε λειτουργία αεριογόνου συσκευής | Übergang auf Generatorbetrieb |
chem., el. | μετάβαση σε λειτουργία αεριογόνου συσκευής | Oxideinstellung |
chem. | μεταβλητή λειτουργίας | variable Groesse |
chem. | μεταβλητή λειτουργίας | Prozessvariable |
tech. | μετρητής πολλαπλής λειτουργίας | Zaehler mit mehrfacher Funktion |
tech. | μετρητής στροφών ανά ώρες λειτουργίας | Stundenzaehler |
earth.sc., mech.eng. | μετρητής ωρών λειτουργίας | Betriebsstundenzaehler |
tech. | μετρητής ωρών λειτουργίας για μηχανές | Arbeitsstundenzaehler fuer Maschinen |
mater.sc. | μη συνεχής λειτουργία | diskontinuierlicher Betrieb |
med. | μηχάνημα αντικατάστασης των φυσιολογικών λειτουργιών | Gerät zur Ersetzung von Körperfunktionen |
tech., industr., construct. | μηχάνημα συνεχούς λειτουργίας εξώθησης,τραβήγματος και στρίψης | Kontinue-Düsenspinn-Streck-Zwirnmaschine |
tech., industr., construct. | μηχάνημα συνεχούς λειτουργίας μετατροπής φιτιλιού συνεχών ινών tow σε φιτίλι ασυνεχών ινών top | Kabelspinnmaschine |
med. | μηχάνημα υποβοήθησης των φυσιολογικών λειτουργιών | Gerät zur Unterstützung von Körperfunktionen |
mater.sc., mech.eng. | μηχανή πολλαπλής συσκευασίας με ρυθμιζόμενες διαστάσεις λειτουργίας | einstellbare Einwickelmaschine |
mater.sc., mech.eng. | μηχανή πολλαπλής συσκευασίας με ρυθμιζόμενες διαστάσεις λειτουργίας | Universal-Einwickelmaschine |
mater.sc. | μηχανική κλίμακα μηχανικής λειτουργίας | Drehleiter mit mechanischer Bedienung |
mater.sc. | μηχανική κλίμακα χειροκίνητης λειτουργίας | Drehleiter mit Handbedienung |
med. | νευρική λειτουργία | Nerventätigkeit |
med. | νευροορμονική ρύθμιση καρδιακής λειτουργίας | Herzregulation |
construct. | νομική διάταξη για την κατασκευή και λειτουργία των σιδηροδρόμων | Eisenbahn-Bau- und Betriebsordnung |
law, fin. | νομισματικές λειτουργίες και εργασίες του ΕΣΚΤ | währungspolitische Aufgaben und Operationen des ESZB |
med. | νορμοφλοιοεπινεφριδιακή λειτουργία | Isoadrenokortizismus |
med. | νωθρή διανοητική λειτουργία | hyponoischer Zustand |
med. | νωθρή διανοητική λειτουργία | Hyponoia |
law | νόμος για την έκδοση κατ ουσίαν νομοθετικών διατάξεων από την εκτελεστική λειτουργία | ermächtigendes Gesetz |
law | νόμος για την έκδοση κατ ουσίαν νομοθετικών διατάξεων από την εκτελεστική λειτουργία | Ermächtigungsgesetz |
law | νόμος για την έκδοση κατ ουσίαν νομοθετικών διατάξεων από την εκτελεστική λειτουργία | Bevollmächtigungsgesetz |
agric. | ξηραντήριο διαλείπουσας λειτουργίας | Satztrockner |
agric. | ξηραντήριο διαλείπουσας λειτουργίας | Chargetrockner |
agric. | ξηραντήριο θερμοδυναμικής λειτουργίας | thermodynamischer Trockner |
agric. | ξηραντήριο συνεχούς λειτουργίας | Durchlauftrockner |
tech. | Οδηγία του Συμβουλίου 90/384/ΕΟΚ για την εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τα όργανα ζύγισης μη αυτόματης λειτουργίας | Richtlinie 90/384/EWG des Rates zur Angleichung der Rechtsvorschriften der Mitgliedstaaten über nichtselbsttätige Waagen |
gen. | οι λογαριασμοί λειτουργίας και οι ισολογισμοί των κοινών επιχειρήσεων | Betriebskosten und Bilanzen der gemeinsamen Unternehmen |
gen. | οι οδηγίες οι οποίες έχουν άμεση επίπτωση επί της λειτουργίας της κοινής αγοράς | die Vorschriften,die sich unmittelbar auf das Funktionieren des Gemeinsamen Marktes auswirken |
nat.sc., energ.ind. | οικονομική λειτουργία | Energiesparmodus |
agric. | ομαλές συνθήκες λειτουργίας και διαβίωσης | normale Betriebs- und Lebensbedingungen |
earth.sc., el. | ονομαστική θερμοκρασιακή περιοχή λειτουργίας πυκνωτού | Nenn-Temperaturklasse eines Kondensators |
gen. | οργάνωση και λειτουργία των υπηρεσιών | Organisation und Arbeitsweise der Dienststellen |
gen. | οργανισμός λειτουργίας | Betreiber-Organisation |
gen. | οργανισμός λειτουργίας | Betreiber |
tech. | οριακές τιμές λειτουργίας | Grenzwerte im Betrieb |
earth.sc., el. | οριακή τάση λειτουργίας πυκνωτού | Grenzspannung eines Kondensators Ulim |
earth.sc., mech.eng. | οριακή ταχύτητα λειτουργίας χωρίς χτύπημα | Schlaggrenze |
law | οριστική διακοπή λειτουργίας μιας επιχείρησης | Betriebseinstellung |
tech., law, nucl.pow. | οριστική θέση εκτός λειτουργίας | Stilllegung |
tech., law, nucl.pow. | οριστική θέση εκτός λειτουργίας | Außerdienststellung |
earth.sc., mech.eng. | πίεση απαιτούμενη για λειτουργία χωρίς φόρτο | Leerlaufdruck |
earth.sc., tech. | πίεση δοκιμής,πίεση λειτουργίας και υπολογισμένη πίεση | Pruefdruck, Betriebsdruck, und Solldruck oder rechnerischer Druck |
earth.sc., mech.eng. | πίεση κατά την άφορτο λειτουργία | Leerlaufdruck |
earth.sc., mech.eng. | πίεση κενής λειτουργίας | Leerlaufdruck |
earth.sc., transp. | πίεση λειτουργίας συνεχούς πέδης πεπιεσμένου αέρα | Normaldruck einer durchgehenden Druckluftbremse |
earth.sc., transp. | πίεση λειτουργίας συνεχούς πέδης πεπιεσμένου αέρα | Betriebsdruck einer durchgehenden Druckluftbremse |
earth.sc., transp. | πίεση λειτουργίας τροχού | Arbeitsdruck |
nat.sc. | πίνακας ελέγχου λειτουργιών | Betriebskontrollpult |
med. | πίνακας επιβίωσης,λειτουργία του προσδόκιμου επιβίωσης | fernere Lebenserwartung |
med. | πίνακας επιβίωσης,λειτουργία του προσδόκιμου επιβίωσης | Sterbetafel,Funktion der Lebenserwartung |
med. | παλμική λειτουργία | Impulsbetrieb |
med. | παρορμητική λειτουργία | Kurzschlusshandlung |
med. | παύσις της γεννητικής λειτουργίας που ακολουθεί την κλιμακτήριο | Gonadopause |
mater.sc. | περίοδος λειτουργίας συσκευής | Beanspruchungsbetriebszeit eines Flugzeuges |
earth.sc., mech.eng. | περιοχή κανονικής λειτουργίας | Arbeitsbereich |
earth.sc., mech.eng. | περιοχή λειτουργίας | Leistungsbereich |
tech. | περιοχή λειτουργίας | Betriebsbereich |
earth.sc., mech.eng. | περιοχή λειτουργίας εργασίας | Arbeitsraum |
gen. | περιοχή μη προσπελάσιμη κατά την ομαλή λειτουργία της εγκαταστάσεως | waehrend des Normalbetriebes der Anlage unzugaengliche Zone |
law | πλήρης διακοπή της λειτουργίας της επιχείρησης | Betriebsstillstand |
life.sc. | πλαίσιο άγνωστης λειτουργίας | offener Leserahmen |
earth.sc., mech.eng. | προετοιμασία για την λειτουργία | betriebsbereit machen |
law | προληπτική λειτουργία | vorbeugende Wirkung |
gen. | προσθήκη βορίου για τη θέση εκτός λειτουργίας | Abfahrborieren |
law | προϋποθέσεις λειτουργίας συστήματος ενοποιημένης παρουσίας/franchise | Franchisekonzept |
mater.sc. | πρόβλεψη της συμπεριφοράς κατά τη λειτουργία | Vorhersage des Betriebsverhaltens |
med. | πρόωρος εμφάνισις της λειτουργίας της εμμήνου ροής | Frühmenarche |
earth.sc., el. | πυκνωτής λειτουργίας κινητήρος | Motorbetriebskondensator |
mater.sc., construct. | ράβδος ανιχνεύσεως λειτουργίας δραίνων | Sondierstange |
mater.sc., construct. | ράβδος ανιχνεύσεως λειτουργίας δραίνων | Kontrollsonde |
energ.ind. | ρυθμίζουσα λειτουργία | sekundär geregelter Betrieb |
agric., mech.eng. | ρύθμιση λειτουργίας | Einstellung der Pflugführung |
agric., mech.eng. | ρύθμιση λειτουργίας | Einstellung der Pflugarbeit |
earth.sc., mech.eng. | ρύθμιση της πιέσεως λειτουργίας | Arbeitsdruckregelung |
chem. | σε λειτουργία | in Betrieb |
chem., el. | σε συνθήκες λειτουργίας | im Betriebszustand |
chem., el. | σε συνθήκες λειτουργίας | unter Betriebsbedingungen |
chem., el. | σε συνθήκες λειτουργίας | Betriebs |
earth.sc., mech.eng. | σημείο λειτουργίας | Betriebspunkt |
tech., mech.eng. | σταθμική μηχανή διαλογής ελέγχου ασυνεχούς λειτουργίας | diskontinuierlich arbeitende Kontrollwaage |
tech., mech.eng. | σταθμική μηχανή διαλογής ελέγχου συνεχούς λειτουργίας | kontinuierlich arbeitende Kontrollwaage |
tech., mech.eng. | σταθμική μηχανή διαλογής κατατάξεως ασυνεχούς λειτουργίας | diskontinuierlich arbeitende Sortierwaage |
tech., mech.eng. | σταθμική μηχανή διαλογής κατατάξεως συνεχούς λειτουργίας | kontinuierlich arbeitende Sortierwaage |
earth.sc., mech.eng. | στεγανός θάλαμος λειτουργίας,στεγανός χώρος λειτουργίας μιας αντλίας | Foerderzelle |
earth.sc., mech.eng. | στεγανός θάλαμος λειτουργίας,στεγανός χώρος λειτουργίας μιας αντλίας | Arbeitszelle |
earth.sc., mech.eng. | στεγανός θάλαμος λειτουργίας,στεγανός χώρος λειτουργίας μιας αντλίας | Foerderkammer |
earth.sc., mech.eng. | στεγανός θάλαμος λειτουργίας,στεγανός χώρος λειτουργίας μιας αντλίας | Foerderraum |
earth.sc., mech.eng. | στεγανός θάλαμος λειτουργίας,στεγανός χώρος λειτουργίας μιας αντλίας | Arbeitsraumkammer |
med. | στοιχειώδης λειτουργία | Elementarfunktion |
earth.sc., transp. | στροφές λειτουργίας | Nenndrehzahl |
gen. | συμβατός με τις απαιτήσεις της καλής λειτουργίας των υπηρεσιών | mit dem reibungslosen Arbeiten der Dienstellen vereinbar |
law | συμβόλαιο μίσθωσης της λειτουργίας της επιχείρησης | betriebstechniches Leasing |
law | συμβόλαιο μίσθωσης της λειτουργίας της επιχείρησης | Operating-Leasing |
law | συμβόλαιο μίσθωσης της λειτουργίας της επιχείρησης | Betriebsüberlassungsvertrag |
law, fin. | συμφωνία λειτουργίας | Betriebsvereinbarung |
gen. | Συμφωνία "περί συμμετοχής εις τας δαπάνας συντηρήσεως και λειτουργίας της υπηρεσίας περιπολίας κατά των πάγων του βορείου Ατλαντικού | Übereinkommen über die finanziellen Beiträge zum Eiswachdienst im Nordatlantik |
busin., labor.org., account. | συνεχής λειτουργία των επιχειρήσεων; αρχή της συνεχούς λειτουργίας των επιχειρήσεων | Unternehmensfortführung |
busin., labor.org., account. | συνεχής λειτουργία των επιχειρήσεων; αρχή της συνεχούς λειτουργίας των επιχειρήσεων | Fortsetzung der Unternehmenstätigkeit |
chem. | συνθήκες λειτουργίας | Verwendungsbedingungen |
chem. | συνθήκες σταθερής λειτουργίας | stationaere Arbeitsbedingungen |
tech. | συντελεστής απόρριψης λειτουργίας σειράς | Serientaktunterdrückungsmaß |
earth.sc., construct. | συντελεστής ελαχίστου φορτίου λειτουργίας αυτομάτων ή ημιαυτομάτων ρυθμιστών σταθεράς ή ημισταθεράς παροχής | minimales Modul-Druckhoehenverhaeltnis |
tech. | συντελεστής χαλάρωσης λειτουργίας | Unterlastungsgrad |
mun.plan., mech.eng. | συντελεστής χρήσης χρόνου λειτουργίας | Ausnutzungsfaktor der Betriebszeit |
mun.plan., mech.eng. | συντελεστής χρόνου λειτουργίας | Betriebszeitfaktor |
med. | συσκευές παρακολούθησης καρδιακής λειτουργίας | Kardioskop |
med. | συσκευές παρακολούθησης καρδιακής λειτουργίας | Oszillokardioskop |
med. | συσκευές παρακολούθησης καρδιακής λειτουργίας | Elektrokardiotachograph |
med. | συσκευές παρακολούθησης καρδιακής λειτουργίας | Herzmonitor |
med. | συσκευές παρακολούθησης καρδιακής λειτουργίας | Elektrokardioskop |
med. | συσκευές παρακολούθησης καρδιακής λειτουργίας | Elektrofluoroskop |
chem., mech.eng. | συσκευή διακοπής καυσίμου βραδείας λειτουργίας | Leerlaufabstellvorrichtung |
agric. | συσκευή επεξεργασίας διαλείπουσας λειτουργίας | portionsweiser Beizapparat |
agric. | συσκευή επεξεργασίας συνεχούς λειτουργίας | kontinuierlicher Beizapparat |
earth.sc., mech.eng. | σχετικός χρόνος λειτουργίας | relative Einschaltdauer |
mater.sc., construct. | σόντα ανιχνεύσεως λειτουργίας δραίνων | Sondierstange |
mater.sc., construct. | σόντα ανιχνεύσεως λειτουργίας δραίνων | Kontrollsonde |
econ., transp. | σύγκριση λειτουργίας | Betriebsvergleich |
agric. | σύγχρονη λειτουργία των δοσομετρητών | Synchronisierung der Dosierapparate |
law, industr. | σύμβαση "έτοιμο για λειτουργία" | Vertrag über die schlüsselfertige Lieferung |
law, industr. | σύμβαση "έτοιμο για λειτουργία" | Vertrag über die schlüsselfertige Erstellung |
med. | σύμπτωμα ανεπαρκούς λειτουργίας | Ausfallserscheinungen |
construct. | σύνολο λειτουργιών | Gesamtheit von Funktionen |
gen. | σύστημα εκτάκτου θέσεως εκτός λειτουργίας με βορικό οξύ | Borsaeurenotabschaltung |
tech. | σύστημα ενισχυτή με απομόνωση λειτουργίας σε ενεργητική ή παθητική φάση | Verstärkersystem mit aktiver-passiver Modem-Synchronisation |
tech. | σύστημα επιτηρήσεως των ορίων λειτουργίας του πυρήνα αντιδραστήρα | Kern-Betriebsgrenzwert-Ueberwachungssystem |
gen. | Σύστημα συνέχισης της λειτουργίας | Ausweichstandort |
tech., el. | τάση κοινής λειτουργίας | Gleichaktspannung |
tech. | τάση λειτουργίας σειράς | Serientaktspannung |
nat.sc. | ταλαντωτής παλμικού μονού διαμήκους τρόπου λειτουργίας | gepulster Oszillator im longitudinalen Singlemodebetrieb |
tech., mech.eng. | ταξινόμηση σύμφωνα με τον τρόπο λειτουργίας | Einteilung nach der Arbeitsweise |
tech., mech.eng. | ταχύτης λειτουργίας | Klassierfolge |
tech., mech.eng. | ταχύτης λειτουργίας | Kontrollfolge |
tech., mech.eng. | ταχύτης λειτουργίας | Waegegeschwindigkeit |
tech., mech.eng. | ταχύτης λειτουργίας | Ausbringung |
earth.sc., transp. | ταχύτητα λειτουργίας | Nenndrehzahl |
earth.sc., mech.eng. | ταχύτητα λειτουργίας | Feldgeschwindigkeit |
mater.sc. | ταχύτητα λειτουργίας | Betriebsgeschwindigkeit |
gen. | τεστ λειτουργίας | Funktionsprüfung |
law, busin., labor.org. | τοποθεσία λειτουργίας | Betriebsstätte |
gen. | τρόπος λειτουργίας γραμμής | Zeilenmodus |
earth.sc., mech.eng. | υγρό λειτουργίας | Funktionsfluessigkeit |
life.sc., agric. | υδατική λειτουργία των επιφανειακών στρωμάτων | Wasserhaushalt in oberflächlichen Schichten |
gen. | υποστήριξη ζωτικών λειτουργιών | lebenserhaltende Maßnahmen |
tech. | υποτελής λειτουργία | abhängiger Betrieb |
tech. | υποτελής λειτουργία παρακολούθησης | Nachlaufbetrieb |
gen. | φάση λειτουργίας με τρίτιο | Tritiumbetriebsphase |
gen. | φάση συνεχούς λειτουργίας | Dauerbetriebsphase |
agric. | φορτωτής χορτονομής συνεχούς λειτουργίας με αλυσίδες | Heulader mit Förderkette |
agric. | φορτωτής χορτονομής συνεχούς λειτουργίας με αλυσίδες | Feldlader mit Förderkette |
med. | φυσιολογική ιδιοσυστασία που επηρεάζεται ανώμαλα από την γεννητική λειτουργία | Gonadotropismus |
med. | φυτική λειτουργία | Vegetationsfunktion |
earth.sc., mech.eng. | χαρακτηριστικά έναρξης λειτουργίας | Anlaufkennlinie |
earth.sc., mech.eng. | χαρακτηριστικά έναρξης λειτουργίας | Anfahrkennlinie |
earth.sc., mech.eng. | χαρακτηριστικά λειτουργίας | Laufeigenschaft |
chem. | χημικό σύστημα για τη θέση εκτός λειτουργίας | chemisches Abschaltsystem |
law, lab.law. | χρόνος αυτόνομης λειτουργίας μηχανής | Maschinenzeit |
law, lab.law. | χρόνος αυτόνομης λειτουργίας μηχανής | Maschinenlaufzeit |
earth.sc., tech. | χρόνος λειτουργίας | Kommandozeit |
earth.sc., mech.eng. | χρόνος λειτουργίας | Einschaltdauer |
tech. | χρόνος λειτουργίας | Funktionsdauer bis zum Ausfall |
tech. | χρόνος λειτουργίας μέχρι την αστοχία | Funktionsdauer bis zum Ausfall |
tech., mater.sc. | χρόνος μερικής λειτουργίας | Teilbetriebszeit |
tech., mater.sc. | χρόνος πλήρους λειτουργίας | Vollbetriebszeit |
agric. | ψεκαστήρας με πίεση ασκούμενη πριν την έναρξη της λειτουργίας του | Druckspritze |
agric. | ψεκαστήρας με πίεση ασκούμενη πριν την έναρξη της λειτουργίας του | selbsttätige Spritze |
agric. | ψεκαστήρας με πίεση ασκούμενη πριν την έναρξη της λειτουργίας του | Batteriespritze |
med. | ψυχικές και κινητικές λειτουργίες | Psychomotorik |
earth.sc., mech.eng. | ψυχρόμετρο περιστροφικής λειτουργίας | Schleuderpsychrometer |
gen. | όργανα ζύγισης μη αυτόματης λειτουργίας | nichtselbständige Waagen |
tech. | όργανο μιας λειτουργίας | Meßgerät für eine Meßgröße |
tech., el. | όργανο πολλαπλών λειτουργιών | Meßgerät für mehrere Größen |
gen. | όρια και συνθήκες λειτουργίας | Betriebsgrenzwerte und Betriebsbedingungen |
mater.sc. | όριο λειτουργίας εξαρτήματος αεροσκάφους | Bauteillebensdauer |
commer., energ.ind. | ώρες λειτουργίας | Zeitblock |
mun.plan. | ώρες λειτουργίας | Betriebsstunden |