Subject | Greek | German |
el. | ακροδέκτης αντιστάθμισης | Kompensationsanschluss |
el. | ακροδέκτης αντιστάθμισης | Ausgleichanschluss |
el. | ακροδέκτης απόσβεσης | Dämpfungsanschluss |
el. | ακροδέκτης γείωσης | Schutzleiteranschluß |
el. | ακροδέκτης γείωσης | Erdungsanschluß |
el. | ακροδέκτης γείωσης | Erdungsklemme |
el. | ακροδέκτης γειώσεως | Erdanschluß |
energ.ind. | ακροδέκτης γειώσεως | Erdungsklemme |
el. | ακροδέκτης γραμμής | Leiteranschluß |
el. | ακροδέκτης δικτύου | Anschlußpol |
el. | ακροδέκτης δικτύου | Anschlußklemme eines Netzes |
IT | ακροδέκτης εισόδου | Eingangsauschluss |
el. | ακροδέκτης εισόδου αναστροφής | invertierender Eingangsanschluss |
el. | ακροδέκτης εισόδου απαρίθμησης | Zähleingangsanschluss |
el. | ακροδέκτης εισόδου μετατροπής | invertierender Eingangsanschluss |
el. | ακροδέκτης εισόδου ψηφίου μεταφοράς | Übertragseingang |
el. | ακροδέκτης εκπομπού | Emitter-Anschluss |
el. | ακροδέκτης εκπομπού | Emitteranschluss |
el. | ακροδέκτης ελέγχου ρεύματος | Steueranschlüsse eines Hallgenerators |
el. | ακροδέκτης εξισορρόπησης | Abgleichkontakt |
el. | ακροδέκτης εξόδου | Ausgang |
el. | ακροδέκτης εξόδου ψηφίου μεταφοράς | Übertragsausgang |
el. | ακροδέκτης επαφής | Relaiszunge |
el. | ακροδέκτης επαφής | Kontaktarm |
el. | ακροδέκτης επαφής | Kontaktfinger |
el. | ακροδέκτης επαφής | Kontaktende |
commun., industr., construct. | ακροδέκτης επικαλυμένος | Fischlot |
el. | ακροδέκτης ηλεκτρικής σωμάτωσης | Flugwerkverbindungskabel |
el. | Ακροδέκτης ισοστάθμισης | Abgleichkontakt |
earth.sc., el. | ακροδέκτης καλωδίου ανάφλεξης | Zündkabelstecker |
el. | ακροδέκτης καλωδίου συσσωρευτή | Leitungsklemme |
el. | ακροδέκτης καλωδίου συσσωρευτή | Kabelschuh |
mech.eng. | ακροδέκτης καλωδίων | Kabelanschlussleiste |
mech.eng., construct. | ακροδέκτης κινητήρα | Motoranschlussklemme |
el. | ακροδέκτης κρατούμενου εξόδου | Übertragsausgang |
el. | ακροδέκτης κυκλώματος βαθμιαίας πτώσης της απόκρισης | Dämpfungsanschluss |
el. | ακροδέκτης λάμπας | Lampenfassung |
el. | ακροδέκτης λάμπας | Glühlampen-Fassung |
el. | ακροδέκτης λυχνίας | Lampenfassung |
el. | ακροδέκτης λυχνίας | Glühlampen-Fassung |
earth.sc., el. | ακροδέκτης μέσης τάσεως χωρητικού καταμεριστή | Mittelspannungsanschluß eines Spannungsteilerkondensators |
el. | ακροδέκτης με κοχλία ρύθμισης | Schraubanschlussklemme |
el. | ακροδέκτης με κοχλία σύσφιγξης σύρματος | Schraubenklemme |
el. | ακροδέκτης με κοχλία σύσφιγξης σύρματος | Kopfkontaktklemme |
mech.eng. | ακροδέκτης μετατόπισης | Seil-Umlenkrolle |
IT | ακροδέκτης μορφής φτερού γλάρου | Gullwing |
el. | ακροδέκτης ουδετέρωσης | Sternpunktanschluß |
transp., avia. | Ακροδέκτης παροχής οξυγόνου | Entnahmestelle |
el. | ακροδέκτης πηγής | Sourceanschluss |
el. | ακροδέκτης πηνίου | Wicklungsklemme |
el. | ακροδέκτης πηνίου | Spulenklemme |
commun. | ακροδέκτης προστασίας της εγγραφής | Löschsperre |
commun. | ακροδέκτης προστασίας της εγγραφής | Aufnahmesperre |
el. | ακροδέκτης πύλης | Steueranschluß |
IT, el. | ακροδέκτης σήματος εισόδου | Signaleingang |
IT, el. | ακροδέκτης σήματος εξόδου | Signalausgang |
mech.eng., el. | ακροδέκτης σπινθηριστή | Zündkerzenanschlußmutter |
mech.eng., el. | ακροδέκτης σπινθηριστή | Klemmutter für Kabelanschluss |
el. | ακροδέκτης συλλέκτη | Kollektoranschluss |
transp., el. | ακροδέκτης συνδέσεως συρμάτων | Verbindungsklemme |
transp., el. | ακροδέκτης συνδέσεως συρμάτων | Stoßklemme |
transp., el. | ακροδέκτης συνδέσεως συρμάτων | Fahrdrahtstoßklemme |
el. | ακροδέκτης συνδετήρα | Klammerstift |
el. | ακροδέκτης συσσωρευτή | Batteriepole |
el. | ακροδέκτης συσσωρευτή | Akkumulatorklemme |
el. | ακροδέκτης της μπαταρίας | Batterieanschluss |
el. | ακροδέκτης του κρατούμενου εισόδου | Übertragseingang |
el. | ακροδέκτης του κύριου πηνίου | Primärklemme |
IT, el. | ακροδέκτης τροφοδοτικού | Stromversorgungsstation |
transp., el. | ακροδέκτης τροφοδότησης | Stromklemme |
transp., el. | ακροδέκτης τροφοδότησης | Anschlussklemme |
el. | ακροδέκτης τύπου Elcon | Elcon Stecker |
el. | ακροδέκτης τύπου ακίδας | Rundsteckverbinder |
el. | ακροδέκτης υποδοχής | Drainanschluss |
el. | ακροδέκτης υποδοχής | Drain-Anschluss |
IT, el. | ακροδέκτης φορτίου | belasteter Ausgang |
el. | ακροδέκτης χαμηλής τάσεως χωρητικού καταμεριστή | Niederspannungsanschluß eines Spannungsteilerkondensators |
el. | ακροδέκτης Χωλ | Halleffekt-Magnetometer |
el. | ακροδέκτης Χωλ | Hallsonde |
el. | ακροδέκτης Χωλ | Hallanschlüsse |
el. | ακροδέκτης Χωλ | Hall-Sonde |
el. | ακροδέκτης χωρίς κοχλία | schraublose Federkraftklemme |
el. | ακροδέκτης ώθησης | schraublose Federkraftklemme |
el. | αυτοτελής φέροντας ακροδέκτης | integrale Beam-Lead-Verdrahtung |
met., el. | γυμνός ακροδέκτης | Einspann-Endeder Elektrode |
el. | δίοδος ακροδέκτης εισόδου | Eingangsklemmdiode |
earth.sc., el. | διχαλωτός ακροδέκτης | Gabelkausche |
el. | εξωτερικός ακροδέκτης | äußerer Anschluß |
el. | ευλίγιστος ακροδέκτης στήριξης | flexible Beam-Lead-Verbindung |
el. | εύκαμπτος φέρων ακροδέκτης | flexible Beam-Lead-Verbindung |
el. | Ηλεκτρικός ακροδέκτης στήριξης | Beam-Lead |
el. | θερμικός ακροδέκτης | Wärmemesskopf |
el. | κεντρικός ακροδέκτης | Mittelanschluß |
el. | κοχλιωτός ακροδέκτης | Schraubanschlussklemme |
energ.ind., el. | κύριος ακροδέκτης γείωσης | Haupterdungsschiene |
energ.ind., el. | κύριος ακροδέκτης γείωσης | Haupterdungsklemme |
el. | μονωμένος ακροδέκτης | Isolierklemme |
earth.sc., el. | στρογγυλεμένος ακροδέκτης | Ringkabelschuh |
mech.eng., construct. | συγκολλημένος ακροδέκτης καλωδίου | Loetoese |
mech.eng., construct. | συγκολλημένος ακροδέκτης καλωδίου | Loetfahne |
el. | συνδετικός ακροδέκτης | Klemme |
el. | συνδετικός ακροδέκτης | Anschlussklemme |
earth.sc., el. | τετραγωνισμένος ακροδέκτης | Kabelschuh mit rechteckiger Zunge |
earth.sc., el. | φυτευτός ακροδέκτης κοχλίας | Klemmenkausche |