DictionaryForumContacts

   Greek German
Terms for subject Earth sciences containing 2 | all forms
GreekGerman
εύχρηστος ιδιωτική παροχή αρδεύσεως 2.βελτίστη παροχή μετρητικής υδροληψίαςoptimale Kapazitaet eines Auslasses
θέσις εις κατάστασιν αναρροής 2.εμφάνισις "κρατήρος αλώπεκος" 3.κοίλωμα εξ αποφυσήσεωςAusblasung
θύσανος CO2CO2-Fahne
κάλυψη της ελεύθερης επιφάνειας του D2O με ήλιοfreie D2O-Flaechen mit Helium puffern
κάλυψη της ελεύθερης επιφάνειας του D2O με ήλιοfreie D2O-Flaechen mit Helium abdecken
κοιλάς 2.κοιλάςTal
παράγοντας πυρήνα C2Parameter der Kernhysterese
παράγοντας πυρήνα C2Kernfaktor C1
περιβαλλοντική διόρθωση K2Umgebungskorrektur K2
πύργος αποστάξεως D2ODeuteriumoxid-Turm
πύργος αποστάξεως D2OD2O-Turm
πύργος αποστάξεως D2ODeuteriumoxid-Destillationsturm
πύργος αποστάξεως D2OD2O-Destillationsturm
ροπή αδράνειας GD2 Nm2Schwungmoment GD2 Nm2