DictionaryForumContacts

   Greek German
Terms for subject Finances containing 1,1 | all forms
GreekGerman
έξοδα 12b-1Retrozessionen
έξοδα 12b-1Management-Rückvergütungen
ΑΕγχΠ/Μ1ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήματοςPIB/M1Einkommenskreislaufgeschwindigkeit
ασφαλιστικό στοιχείο ιδίων κεφαλαίων της Κατηγορίας 1Kernkapital in Form von Versicherungsprodukten
δήλωση αποστολής T1Versandanmeldung T 1
δεδομένα καναλιού 1Daten auf Spur 1
δευτερεύων λογαριασμός αριθ.1Kontonummer des ersten Unterkontos
ημερομηνία καταχώρησης της δήλωσης T1Zeitpunkt der Registrierung des Versandpapiers T 1
κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1hartes Kernkapital
λόγος 1/201:20-Regel
λόγος κεφαλαίου/υποχρεώσεων κεφαλαίου Κατηγορίας 1Kernkapitalquote
λόγος κεφαλαίου/υποχρεώσεων κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1harte Kernkapitalquote
Μ1 = νομισματική κυκλοφορία και καταθέσεις όψεωςM1 = Bargeld und Sichteinlagen
Μ1 = νομισματική κυκλοφορία και καταθέσεις όψεωςBargeldumlauf und Sichteinlagen
μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1Instrument des harten Kernkapitals
μη εξόφληση του παραστατικού T1Nichterledigung des Versandscheins T 1
Μ1/Μ3συντελεστής ρευστότηταςM1/M3Liquiditätskoeffizient
1 μονάδα εθνικού νομίσματος = ECUEcu-Wechselkursindex
1 μονάδα εθνικού νομίσματος = δολάρια ΗΠΑUSA-Dollar-Wechselkursindex
περιορισμοί είδους λογαριασμού και υπηρεσιών δευτερεύοντος λογαριασμού.1Kontoart und Kontonutzung
προμήθειες 12b-1Retrozessionen
προμήθειες 12b-1Management-Rückvergütungen
προσφορά χρήματος Μ1Geldvolumen M1
πρόσθετο κεφάλαιο της κατηγορίας 1zusätzliches Kernkapital
τραπεζογραμμάτια και κέρματα/Μ1δείκτης χρήματοςBargeld/M1Bargeldabflußkoeffizient
1.φλοκωτοί τάπητες 2. τάπητες θυσανωτοί ή φλοκωτοί κατσαρωτοίtuftedNadelflorteppiche