DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Government, administration and public services containing υπηρεσία | all forms
GreekGerman
έξοδος από την υπηρεσίαAusscheiden aus dem Dienst
δοκιμαστική υπηρεσία; άσκηση; περίοδος δοκιμαστικής υπηρεσίαςProbezeit
εθελουσία έξοδος από την υπηρεσίαVolontariat - BT
εφάπαξ αποζημίωση λόγω εξόδου από την υπηρεσίαAbgangsgeld
ο υπάλληλος αποχωρεί οριστικά από την υπηρεσία λόγω : παραίτησης, β) έκπτωσης γ) απομάκρυνσης προς το συμφέρον της υπηρεσίας, δ) απόλυσης για λόγους υπηρεσιακής ανεπάρκειας, ε) παύσηςder Beamte scheidet endgültig aus dem Dienst aus durch: a) Entlassung auf Antrag, b) Entlassung von Amts wegen, c) Stellenenthebung aus dienstlichen Gründen, d) Entlassung wegen unzulänglicher fachlicher Leistungen, e) Entfernung aus dem Dienst
προσωπικό υπηρεσίας εκτός ωρών υποχρεωτικής εργασίας' υπηρεσία εκτός ωρών υποχρεωτικής εργασίας'Bereitschaftsdienst
τοποθέτηση/υπηρεσίαDienstort, dienstliche Verwendung, Einweisung
υπάλληλος σε ενεργό υπηρεσίαBeamter im aktiven Dienst
υπηρεσία ετοιμότητας στον τόπο εργασίας ή κατ' οίκονArbeitsbereitschaft am Arbeitsplatz oder in der Wohnung
υπηρεσία συνεχής ή σε βάρδιεςSchichtdienst, Schichtarbeit