DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Natural sciences containing υπηρεσία | all forms
GreekGerman
εθνική μετεωρολογική υπηρεσίαNationaler Meteorologischer Dienst
εξουσιοδοτημένη δοσιμετρική υπηρεσίαzugelassene Dosismessstelle
κεντρική υπηρεσία καταγραφής και αξιολόγησης των αναπληρωματικών και συμπληρωματικών μεθόδων στα πειράματα με ζώαZentralstelle zur Erfassung und Bewertung von Ersatz- und Ergänzungsmethoden zum Tierversuch
υπηρεσία αεροναυτικής μετεωρολογίαςFlugwetterdienst
Υπηρεσία για την προώθηση της ευρωπαϊκής έρευναςAgentur zur Förderung der Europaforschung