Subject | Greek | German |
med. | άνω γλωσσιδικό τμήμα | oberes Lingularsegment (segmentum lingulare superius) |
industr., construct., chem. | άνω τμήμα του καλουπιού | Oberteil |
med. | άνω τμήμα του μηρού | oberer Oberschenkelknochen |
life.sc. | άνω τμήμα όχθης | oberes Ufer |
construct. | ένα ευθύγραμμο τμήμα ποταμού έχει παγώσει | ein Flussabschnitt ist zugefroren |
agric. | ένα τμήμα για τη γεωργία και ένα τμήμα για τις μεταφορές | je eine fachliche Gruppe fuer die Landwirtschaft und fuer den Verkehr |
med. | έξω βασικό τμήμα | seitliches Basalsegment (segmentum basale laterale) |
med. | έσω βασικό τμήμα | mediales Basalsegment (segmentum basale mediale) |
industr., construct., chem. | αδιαμόρφωτο τμήμα άκρου | Steg |
med. | ακραίο τμήμα | Extremität (membrum) |
law, industr. | ακυρωτικό τμήμα | Nichtigkeitsabteilung |
law | ανάθεση υποθέσεως σε τμήμα | die Rechtssache einer Kammer zuweisen |
law | αναθέτω στο τμήμα ή στον εισηγητή δικαστή τη διεξαγωγή αποδείξεων | die Kammer oder den Berichterstatter mit der Ausführung einer Beweisaufnahme beauftragen |
med. | αναφερόμενος σε τμήμα | segmentär |
med. | αναφερόμενος σε τμήμα | Segment- |
med. | αναφερόμενος σε τμήμα | segmental |
law, lab.law. | ανεκχώρητο τμήμα του μισθού | nichtabtretbarer Teil des Lohns |
law, lab.law. | ανεκχώρητο τμήμα του μισθού | nichtabtretbarer Teil des Einkommens |
gen. | ανενεργό τμήμα,τμήμα εκτός τάσεως,νεκρό τμήμα | nichtstromführendes Teil |
insur. | ανεξάρτητο τμήμα | selbständige Risikoeinheit |
fin. | απομένον τμήμα της αρχικής έκδοσης | ausstehender Teil der ursprünglichen Emission |
law | απόφαση περί αναθέσεως της υποθέσεως σε τμήμα | Entscheidung über die Verweisung |
law | αριθμός των τοποθετημένων στο τμήμα δικαστών | Anzahl der einer Kammer zugeteilten Richter |
med. | αρχικό τμήμα | Initialsegment |
construct. | αρχικό τμήμα μώλου | Wurzel |
construct. | αρχικό τμήμα μώλου | Landanschluss |
tech., industr., construct. | αρχικό τμήμα της μπομπίνας για τροφοδοσία υφαδιού ασάιτων αργαλειών | konischer Ansatz der Raketen-Spule |
law, commun., tech. | αυτοτελές τμήμα' δομοστοιχείο' δομικό στοιχείο' δομική ενότητα | Modul |
med. | αυχενικό τμήμα του νωτιαίου μυελού | Zervikalmark (pars cervicalis medullae spinalis) |
med. | αυχενικό τμήμα του νωτιαίου μυελού | Pars cervicalis medullae spinalis (pars cervicalis medullae spinalis) |
med. | γαστροφρενικό τμήμα του ραχιαίου μεσογαστρίου | Pars phrenicogastrica mesogastrii dorsalis |
gen. | γλωσσικό τμήμα | Sprachenabteilung |
med. | γονιδιακό τμήμα J | J-Gen-Segment |
med. | γονιδιακό τμήμα | Gensegment |
med. | γονιδιακό τμήμα D | D-Gen-Segment |
med. | γονιδιακό τμήμα D | Diversität-Gen-Segment |
med. | γονιδιακό τμήμα J | Joining-Gen-Segment |
med. | γονιδιακό τμήμα ετερογένειας | D-Gen-Segment |
med. | γονιδιακό τμήμα ετερογένειας | Diversität-Gen-Segment |
chem. | δειγματοληπτούμενο τμήμα | Partie |
med. | δεύτερο τμήμα δωδεκαδακτύλου | absteigender Duodenumabschnitt (pars descendens duodeni) |
med. | διάμεσο τμήμα | interstitielles Segment |
med. | διαγνωστικό τμήμα | Diagnostikbereich |
gen. | Διακομματική Ομάδα "Νότιο τμήμα της Αφρικής" | Interfraktionelle Arbeitsgruppe "Südliches Afrika" |
construct. | διαμήκες τμήμα κτιρίου | Schiff |
agric., chem., el. | διαστημικό τμήμα | Raumsektor |
agric., chem., el. | διαστημικό τμήμα | Raumsegment |
obs., polit., law | δικαιοδοτικό τμήμα | gerichtliche Kammer |
obs., polit., law | δικαιοδοτικό τμήμα | Fachgericht |
fin. | διοικητικό τμήμα της Γερουσίας του Βερολίνου για θέματα οικονομίας και τεχνολογίας | Berliner Senatsverwaltung für Wirtschaft und Technologie |
agric. | εγγραφή σκάφους σε τμήμα στόλου | Zuordnung eines Schiffes zu einem Flottensegment |
med. | εγκολεασθέν τμήμα του εντέρου | Intussuszeptum |
med. | εγκολεασθέν τμήμα του εντέρου | Invaginat |
med. | εγκολεασθέν τμήμα του εντέρου | Intussusceptum |
fin., agric. | ΕΓΤΠΕ, τμήμα Εγγυήσεων | Europäischer Ausrichtungs- und Garantiefonds für die Landwirtschaft, Abteilung Garantie |
fin., agric. | ΕΓΤΠΕ, τμήμα Εγγυήσεων | EAGFL, Abteilung Garantie |
econ. | ΕΓΤΠΕ-τμήμα Εγγυήσεων | EAGFL-Garantie |
econ. | ΕΓΤΠΕ-τμήμα Προσανατολισμού | EAGFL-Ausrichtung |
fin. | εγχώριο τμήμα των ενδοκοινοτικών μεταφορών | im Inland erbrachte Beförderungsleistung im Rahmen einer innergemeinschaftlichen Güterbeförderung |
fin. | εθνικό τμήμα | nationaler Teilfonds |
immigr. | εθνικό τμήμα του Συστήματος Πληροφοριών Σένγκεν | nationaler Teil des Schengener Informationssystems |
gen. | ειδικευμένο τμήμα "Απασχόληση, κοινωνικές υποθέσεις, δικαιώματα του πολίτη" | Fachgruppe SOC |
gen. | ειδικευμένο τμήμα "Απασχόληση, κοινωνικές υποθέσεις, δικαιώματα του πολίτη" | Fachgruppe Beschäftigung, Sozialfragen, Unionsbürgerschaft |
gen. | ειδικευμένο τμήμα "Γεωργία, αγροτική ανάπτυξη, περιβάλλον" | Fachgruppe NAT |
obs. | ειδικευμένο τμήμα "Γεωργία, ανάπτυξη της υπαίθρου, περιβάλλον" | Fachgruppe NAT |
social.sc., lab.law. | Ειδικευμένο Τμήμα για την Κοινωνική Ασφάλιση των Διακινουμένων Εργαζομένων | Sonderabteilung für die soziale Sicherheit der Wanderarbeitnehmer |
gen. | ειδικευμένο τμήμα "Ενιαία αγορά, παραγωγή και κατανάλωση" | Fachgruppe INT |
commer., fin. | Ειδικευμένο τμήμα "Ενιαία αγορά, παραγωγή και κατανάλωση" | Fachgruppe "Binnenmarkt, Produktion und Verbrauch" |
gen. | ειδικευμένο τμήμα "Ενιαία αγορά, παραγωγή και κατανάλωση" | Fachgruppe Binnenmarkt, Produktion und Verbrauch |
gen. | ειδικευμένο τμήμα "Εξωτερικές σχέσεις" | Fachgruppe REX |
gen. | ειδικευμένο τμήμα "Εξωτερικές σχέσεις" | Fachgruppe Außenbeziehungen |
gen. | ειδικευμένο τμήμα "Μεταφορές, ενέργεια, υποδομές, κοινωνία των πληροφοριών" | Fachgruppe TEN |
gen. | ειδικευμένο τμήμα "Μεταφορές, ενέργεια, υποδομές, κοινωνία των πληροφοριών" | Fachgruppe Verkehr, Energie, Infrastrukturen, Informationsgesellschaft |
gen. | ειδικευμένο τμήμα "Οικονομική και Νομισματική Ένωση, οικονομική και κοινωνική συνοχή" | Fachgruppe ECO |
gen. | ειδικευμένο τμήμα "Οικονομική και Νομισματική Ένωση, οικονομική και κοινωνική συνοχή" | Fachgruppe Wirtschafts- und Währungsunion, wirtschaftlicher und sozialer Zusammenhalt |
fin. | Ειδικευμένο τμήμα "Οικονομική και νομισματική ένωση, οικονομική και κοινωνική συνοχή" | Fachgruppe "Wirtschafts- und Währungsunion, wirtschaftlicher und sozialer Zusammenhalt" |
fin. | ειδικό τμήμα για τα έξοδα κάθε οργάνου | ein besonderer Abschnitt fuer die Ausgaben jedes dieser Organe |
econ. | εκλογικό τμήμα | Wahllokal |
earth.sc. | ελεγχόμενο τμήμα | Versuchsstand |
agric. | εμπρόσθιο τμήμα αρότρου | Pflugkopf |
med. | ενδομήτριον τμήμα σάλπιγγας | Cornu uteri |
earth.sc. | ενεργό τμήμα απορροφητού | aktiver Absorberstabteil |
earth.sc. | ενεργό τμήμα απορροφητού | Stellstabteil |
gen. | ενεργό τμήμα του αποσβεστήρα βίαιας προσκρούσεως | Stossdaempferzylinder |
gen. | ενεργό τμήμα του αποσβεστήρα βίαιας προσκρούσεως | Stossdaempferteil |
med. | ενζυμικά ενεργό τμήμα | A-Kette |
social.sc., agric. | ΄Ενωση Ασφαλίσεων Ατυχημάτων, Γεωργικό και Δασικό Τμήμα | Unfallversicherungsanstalt, land- und forstwirtschaftliche Abteilung |
social.sc., industr. | ΄Ενωση Ασφαλίσεως Ατυχημάτων, Βιομηχανικό Τμήμα | Unfallversicherungsanstalt, gewerbliche Abteilung |
econ. | εξασφαλίζοντας συγχρόνως στους καταναλωτές δίκαιο τμήμα από το όφελος που προκύπτει | unter angemessener Beteiligung der Verbraucher an dem entstehenden Gewinn |
gen. | εξειδικευμένο τμήμα της αγοράς | Nischenmarkt |
agric. | Εξειδικευμένο Τμήμα "Ελαιούχοι Σπόροι και Καρποί και Παράγωγα Προϊόντα" της Σ.Ε. Λιπαρών Ουσιών | Fachgruppe "Ölhaltige Früchte und Folgeerzeugnisse" des Beratenden Ausschuss für Fette |
agric. | Εξειδικευμένο Τμήμα "Ελιές και Παράγωγα Προϊόντα" της Σ.Ε. Λιπαρών Ουσιών | Fachgruppe "Oliven und Folgeerzeugnisse" des Beratenden Ausschusses für Fette |
agric. | Εξειδικευμένο Τμήμα "Μεταξοσκώληκες" της Σ.Ε. Λίνου και Καννάβεως | Fachgruppe "Seidenraupen" des Beratenden Ausschusses für Flachs und Hanf |
agric. | Εξειδικευμένο τμήμα "Ρύζι" της Σ.Ε. Δημητριακών | Fachgruppe "Reis" des Beratenden Ausschusses für Getreide |
life.sc. | επίγειο τμήμα | Spross |
fin. | επιστρέφω στο απόθεμα το μη χρησιμοποιηθέν τμήμα του μεριδίου | den nicht ausgenutzten Teil der Quote auf die Reserve uebertragen |
fin., polit. | Επιτροπή τελノνειακού κώδικα - Τμήμα δασμολογικής και στατιστικής ονοματολογίας | Ausschuss für den Zollkodex - Fachbereich Zolltarifliche und statistische Nomenklatur |
fin., polit. | Επιτροπή τελωνειακού κώδικα - Τμήμα γενικής τελωνειακής νομοθεσίας | Ausschuss für den Zollkodex - Fachbereich Allgemeine Zollregelungen |
fin., polit. | Επιτροπή τελωνειακού κώδικα - Τμήμα δασμολογητέας αξίας | Ausschuss für den Zollkodex - Fachbereich Zollwert |
fin., polit. | Επιτροπή τελωνειακού κώδικα - Τμήμα δασμολογικής οικονομίας | Ausschuss für den Zollkodex - Fachbereich Wirtschaftliche Tariffragen |
fin., polit. | Επιτροπή τελωνειακού κώδικα - Τμήμα διαμετακόμισης | Ausschuss für den Zollkodex - Fachbereich Versandverfahren |
fin., polit. | Επιτροπή τελωνειακού κώδικα - Τμήμα ενιαίου διοικητικού εγγράφου | Ausschuss für den Zollkodex - Fachbereich Einheitspapier |
fin., polit. | Επιτροπή τελωνειακού κώδικα - Τμήμα ευνοϊκής δασμολογικής μεταχείρισης φύση ή ειδικός προορισμός των εμπορευμάτων | Ausschuss für den Zollkodex - Fachbereich Zolltarifliche Abgabenbegünstigung Art oder besondere Verwendung der Waren |
fin., polit. | Επιτροπή τελωνειακού κώδικα - Τμήμα θαλάσσιας ή αεροπορικής κυκλοφορίας των ταξιδιωτικών αποσκευών | Ausschuss für den Zollkodex - Fachbereich Verkehr des auf Flug- oder Schiffsreisen mitgeführten Gepäcks |
fin., polit. | Επιτροπή τελωνειακού κώδικα - Τμήμα καταγωγής | Ausschuss für den Zollkodex - Fachbereich Ursprungsfragen |
fin., polit. | Επιτροπή τελωνειακού κώδικα - Τμήμα οικονομικών τελωνειακών καθεστώτων | Ausschuss für den Zollkodex - Fachbereich Zollverfahren mit wirtschaftlicher Bedeutung |
fin., polit. | Επιτροπή τελωνειακού κώδικα - Τμήμα παραποίησης/απομίμησης | Ausschuss für den Zollkodex - Fachbereich Nachgeahmte Waren |
fin., polit. | Επιτροπή τελωνειακού κώδικα - Τμήμα τελωνειακής αποταμίευσης και ελευθέρων ζωνών | Ausschuss für den Zollkodex - Fachbereich Zollager und Freizonen |
fin., polit. | Επιτροπή τελωνειακού κώδικα - Τμήμα τελωνειακών ατελειών | Ausschuss für den Zollkodex - Fachbereich Zollbefreiungen |
gen. | επιχειρησιακό τμήμα | operationeller Bereich |
life.sc., agric., mech.eng. | εργαζόμενο τμήμα | arbeitender Teil |
law, stat. | εργαζόμενο τμήμα του πληθυσμού | Arbeitnehmerschaft |
law, stat. | εργαζόμενο τμήμα του πληθυσμού | Arbeitnehmer |
med. | εσωτερικό τμήμα κορμού | Kernholz |
med. | εσωτερικό τμήμα κορμού | Herzholz |
med. | ευθυισχιακό τμήμα | Ischiorektalschnitt |
med. | ευθύ τμήμα του κρικοθυροειδή μυ | Pars recta musculi cricothyreoidei |
mater.sc. | ευθύγραμμο τμήμα διώρυγας | gradliniger Verlauf |
mater.sc. | ευθύγραμμο τμήμα διώρυγας | gerade Flussstrecke |
mater.sc. | ευθύγραμμο τμήμα ποταμού | gradliniger Verlauf |
mater.sc. | ευθύγραμμο τμήμα ποταμού | gerade Flussstrecke |
life.sc., transp. | ευθύγραμμο τμήμα ποταμού μεταξύ δύο καμπυλών | offenes Reck |
life.sc., transp. | ευθύγραμμο τμήμα ποταμού μεταξύ δύο καμπυλών | Reck |
med. | ημισεληνοειδής οστικός σχηματισμός κατά το άνω τμήμα του μέσου πλαγίου συνδέσμου του γόνατος κατόπιν τραυματισμού | Koehler-Krankheit |
med. | ιεροκοκκυγικόν τμήμα της σπονδυλικής στήλης | axiales Beckenskelett |
med. | ιεροκοκκυγικόν τμήμα της σπονδυλικής στήλης | Beckenwirbelsaeule |
med. | κάτω τμήμα της γλώσσας | Hypoglottis |
med. | κάτω τμήμα της μέσης ή 2ας μετωπικής έλικος | Pars inferior gyri frontalis medii |
life.sc. | κάτω τμήμα όχθης | unteres Ufer |
mater.sc., mech.eng. | καμπυλωτό τμήμα αγωγού πλήρωσης | Füllrohrkrümmer |
agric., mech.eng. | καμπυλωτό τμήμα σταβαρίου | Grindelbogen |
agric., mech.eng. | καμπυλωτό τμήμα σταβαρίου | Bogenteil |
construct. | καμπύλο τμήμα τένοντα | Umlenkungskurve |
med. | καρδιακό τμήμα του στομάχου | Pars cardiaca ventriculi |
law, lab.law. | κατασχετό τμήμα του μισθού | pfändbarer Teil des Einkommens |
law, lab.law. | κατασχετό τμήμα του μισθού | pfändbarer Teil des Arbeitsentgelts |
law, lab.law. | κατασχετό τμήμα του μισθού | pfändbarer Teil des Lohns |
law, lab.law. | κατασχετό τμήμα του μισθού | pfändbarer Teil des Arbeitseinkommens |
construct. | κατώτερο τμήμα της υπόβασης | verbesserter Untergrund |
construct. | κατώτερο τμήμα της υπόβασης | Übergangsschicht |
construct. | κατώτερο τμήμα της υπόβασης | Unterbettung |
construct. | κεκαλυμμένον τμήμα διώρυγος | ueberdecktes Profil |
industr., construct., chem. | κεκλιμένο τμήμα | Verjuengung am Schweissstoss |
earth.sc., mech.eng. | κεκλιμένον τμήμα λωρίδος | Gefaellzone |
life.sc., construct. | κεκλιμένον τμήμα πτώσεως | verbreiternder Uebergang |
earth.sc., tech. | κινητό τμήμα | bewegliches Teil |
industr., construct., chem. | κινητό τμήμα του καλουπιού | bewegliche Formhaelfte |
ed. | κλασικό τμήμα | lateinisch-griechischer Zweig |
ed. | κλασικό τμήμα | altsprachlicher Zweig |
ed. | κλασικό τμήμα | altsprachliche Abteilung |
med. | κοιλιακό τμήμα αορτής | Abdominalaorta (aorta abdominalis, pars abdominalis aortae) |
med. | κοιλιακό τμήμα αορτής | Bauchaorta (aorta abdominalis, pars abdominalis aortae) |
med. | κορυφαίο τμήμα | apikales Segment (segmentum apicale) |
med. | κροταφικό τμήμα ακτινωτού στεφάνου μεσολαβίου | Cornu occipitale Sappey |
med. | κρυσταλλούμενο τμήμα | Fc-Fragment |
med. | κρυσταλλούμενο τμήμα | kristallisierbares Fragment |
agric. | λαχανικά που καλλιεργούνται για το υπέργειο τμήμα τους | oberirdisches Gemüse |
gen. | λειτουργικό τμήμα | Arbeitsorgan |
gen. | λειτουργικό τμήμα για την κίνηση εντός της πυρηνικής στήλης | Modul zur Berücksichtigung der Brennstoff-Bewegung unter Bestrahlung |
gen. | λειτουργικό τμήμα εναέριου χώρου | Restzahlung |
industr., construct., chem. | Eλεύθερο τμήμα ιμάντος μεταφορικής ταινίας διακοσμήσεως | Transportbandglied des Ofens |
gen. | μέρος-τίτλος-κεφάλαιο-τμήμα | Teil-Titel-Kapitel-Abschnitt |
med. | μαιευτικό τμήμα | Entbindungsabteilung |
med. | μεσογονάτιο τμήμα | Internodium |
med. | μεσογονάτιο τμήμα | Zwischenknoten |
med. | μεσογονάτιο τμήμα | Internodalsegment |
med. | μεσογονάτιο τμήμα | internodales Segment |
med. | μεσογονάτιο τμήμα | Internodalteil |
med. | μεταβλητό τμήμα | V-Segment |
med. | μεταβλητό τμήμα | variables Segment |
agric. | μετωπικό ανταλλακτικό τμήμα | auswechselbares Frontmesser |
agric. | μετωπικό ανταλλακτικό τμήμα | Gleitkopf |
law, lab.law. | μη κατασχετό τμήμα του μισθού | unpfändbarer Teil des Einkommens |
law, lab.law. | μη κατασχετό τμήμα του μισθού | unpfändbarer Teil des Lohns |
law, lab.law. | μη κατασχετό τμήμα του μισθού | unpfändbarer Teil des Arbeitseinkommens |
mun.plan., industr., construct. | μπροστινό τμήμα του πλαστρόν, | Vorderteil,2)Rückenteil,3)Seitenteil |
med. | νεογνολογικό τμήμα | Neugeborenenzimmer |
med. | νοσηλευτικό τμήμα | Behandlungsabteilung |
med. | νοσηλευτικό τμήμα | Pflegeabteilung |
med. | νοσοκομειακό τμήμα | Krankenhauseinheit |
med. | νοσοκομειακό τμήμα | Krankenhaus-Abteilung |
industr., construct., mech.eng. | ξηραντήριο τμήμα | Trockenpartie |
med. | οδοντοφόρο τμήμα της κάτω γνάθου | Dentale |
econ., account. | ομογενές τμήμα | Kostenstelle |
gen. | Ομοσπονδιακό Τμήμα Μεταφορών, Επικοινωνιών και Ενέργειας | Eidgenössisches Verkehrs- und Energiewirtschaftsdepartement |
med. | οπίσθιο βασικό τμήμα | hinteres Basalsegment (segmentum basale posterius) |
agric. | οπίσθιο τμήμα ανάρτησης | Hinterteil am Pflugkopf |
med. | οπίσθιο τμήμα του εδάφους της τρίτης κοιλίας του εγκεφάλου | Diaterma |
gen. | οπίσυιο τμήμα του οπίσθιου σκέλους της | carrefour sensitif |
med. | οπισθοκαρδιακό τμήμα | Retrokardialabschnitt |
med. | οπισθοφακοειδές τμήμα της έσω κάψας του εγκεφάλου | Pars retrolentiformis capsulae internae (pars retrolentiformis capsulae internae) |
med. | οπτικό τμήμα του αμφιβληστροειδή | Pars optica retinae (pars optica retinae) |
agric. | πέμπτο τμήμα | fünftes Viertel |
med. | παιδιατρικό και μαιευτικό τμήμα | Mutter und Kind Abteilung |
ed. | πανεπιστημιακό τμήμα | Fachbereich |
law | παραπέμπω την προσφυγή στο τμήμα προσφυγών | der Beschwerdekammer vorzulegen Beschwerde |
law | παραπομπή της υποθέσεως στο τμήμα που έχει οριστεί | Verweisung der Rechtssache an die vorgesehene Kammer |
law | παραπομπή της υποθέσεως στο τμήμα προσφυγών | Überweisung des Falls an die Beschwerdekammer |
law | πενταμελές τμήμα | erweiterte Kammer |
law | πενταμελές τμήμα | große Kammer |
industr., construct. | περισφύριο τμήμα υποδήματος | Schaft |
mun.plan., industr., construct. | πισινό τμήμα του πλαστρόν | Vorderteil,2)Rückenteil,3)Seitenteil |
stat. | πλήρεις βιομηχανικές εγκαταστάσεις σχετικές με το τμήμα 7 | vollständige Fabrikationsanlagen des Teils 7 |
mun.plan., industr., construct. | πλαϊνό τμήμα του πλαστρόν | Vorderteil,2)Rückenteil,3)Seitenteil |
industr., construct. | πλευρικό τμήμα | Flanke |
life.sc. | πολυχρονική μέθοδος ανά τμήμα | multitemporale segmentbezogene Methode |
life.sc., transp. | ποτάμιον τμήμα θέσεως φράγματος | Engstelle |
life.sc. | προβαλλόμενο τμήμα | Überhang |
agric. | προεξέχον τμήμα της πρύμνης πάνω από το ποδόστημα | Heckgillung |
agric. | προεξέχον τμήμα της πρύμνης πάνω από το ποδόστημα | Gillung |
agric., chem. | πρωτεϊνικό τμήμα | Proteinfraktion |
agric., chem. | πρωτεϊνούχο τμήμα | Proteinfraktion |
med. | πρόσθιο άνω τμήμα | vorderes oberes Segment (segmentum anterius superius) |
med. | πρόσθιο βασικό τμήμα | vorderes Basalsegment (segmentum basale anterius) |
med. | πρόσθιο κάτω τμήμα | vorderes unteres Segment (segmentum anterius inferius) |
med. | πρόσθιο τμήμα | vorderes Segment (segmentum anterius) |
agric. | πρόσθιο τμήμα διαμερίσματος | Boxenfront |
med. | πρόσθιο τμήμα εγκεφαλικού σκέλους | Großhirnschenkel (pars anterior pedunculi cerebri, crus cerebri) |
med. | πρόσθιο τμήμα της γέφυρας του εγκεφάλου | Pars ventralis pontis |
med. | πρόσθιο τμήμα της γέφυρας του εγκεφάλου | Pars basilaris s.basialis |
industr., construct., chem. | Πρώτο τμήμα ανακομιστήρων | obere Gitterung |
industr., construct., chem. | Πρώτο τμήμα ανακομιστήρων | obere Gitterlage |
tech., industr., construct. | πρώτο τμήμα λαναριού στο μάλλινο σύστημα | Grobkrempel |
med. | πυρηνικό τμήμα | Kernsegment |
med. | σαρκώδες τμήμα καρπού | Stengelmark |
med. | σαρκώδες τμήμα καρπού | Fruchtbrei |
med. | σαρκώδες τμήμα καρπού | Fruchtfleisch |
med. | σαρκώδες τμήμα καρπού | Fruchtmark |
law, life.sc. | σερβοβοσνιακό τμήμα | serbisch-bosnischer Gebietsteil |
agric. | σταβάρι με καμπυλωτό τμήμα | Bogengrindel |
industr., construct., chem. | σταθερό τμήμα καλουπιού | feststehende Formhaelfte |
agric. | σταθερό τμήμα κοπτικού μηχανισμού | Mähmesserträger |
agric. | σταθερό τμήμα κοπτικού μηχανισμού με οδοντωτά χείλη | Fingerplatte mit glatter Schneide |
agric. | σταθερό τμήμα κοπτικού μηχανισμού με οδοντωτά χείλη | Fingerplatte mit gezahnter Schneide |
agric. | στο εμπρόσθιο τμήμα | für Frontanbau |
agric. | στο εμπρόσθιο τμήμα | Vorbau |
life.sc., tech. | στοιχείον ή τμήμα διατομής | Abschnitt |
tech., industr., construct. | συμπυκνωτής-υλικού στο τμήμα ανοικτικών καθαριστικών | Kondenser |
tech., industr., construct. | συμπυκνωτής-υλικού στο τμήμα ανοικτικών καθαριστικών | Abscheider |
med. | συνδετικό γονιδιακό τμήμα | J-Gen-Segment |
med. | συνδετικό γονιδιακό τμήμα | Joining-Gen-Segment |
med. | συνδετικό τμήμα | J-Segment |
med. | συνδετικό τμήμα | Joining-Segment |
med. | σχηματισμός δοκίδων σε κάποιο τμήμα | Kalkgitterzone |
med. | σωματικό τμήμα | Körperabschnitt |
insur. | σύνταξη από τμήμα του μισθού | Teil einer Rente |
stat. | τετραγωνικό τμήμα | quadratisches Schema |
gen. | τμήμα Έγκαιρης Προειδοποίησης και Αξιολόγησης/Πληροφοριών | Expertengruppe für Frühwarnung und Lagebeurteilung |
social.sc. | Τμήμα Αγγλικής Μετάφρασης | Abteilung Englische Übersetzung |
agric. | τμήμα αγροτικής επιχείρησης | Hofwerkstatt |
agric. | τμήμα αγροτικής επιχείρησης | Betriebszweig |
chem., el. | τμήμα αγωγού | Leitungsabschnitt |
chem., el. | τμήμα αγωγού | Abschnitt |
gen. | Τμήμα αδικημάτων περί εγγράφων | SG Urkunden Delikte |
med. | τμήμα ακτίνων Χ | Röntgenabteilung |
law | τμήμα ακύρωσης | Nichtigkeitsabteilung |
med. | τμήμα ανάρρωσης | Abteilung fuer Rekonvaleszenten |
fin. | τμήμα αναδιάρθρωσης | Abwicklungseinheit |
patents. | τμήμα ανακοπών | Einspruchsabteilung |
med. | τμήμα αναπήρων | Abteilung fuer Koerperbehinderte |
chem. | τμήμα αναπόσταξης | Verstaerkungsteil |
chem. | τμήμα αναπόσταξης | Rektifizierteil |
gen. | Τμήμα Ανθρωπιστικών Υποθέσεων | Hauptabteilung Humanitäre Angelegenheiten |
gen. | τμήμα αντιδραστήρα ταχέων νετρονίων | Brennstoffelement eines schnellen Reaktors |
earth.sc. | τμήμα απορροφητού | Absorberteil |
earth.sc. | τμήμα απορροφητού με σταυροειδή διατομή | kreuzfoermiger Absorberteil |
law | τμήμα από μέλη των εθνικών κοινοβουλίων | Kammer der nationalen Parlamente |
ed. | τμήμα αρχαίων γλωσσών | lateinisch-griechischer Zweig |
ed. | τμήμα αρχαίων γλωσσών | altsprachlicher Zweig |
ed. | τμήμα αρχαίων γλωσσών | altsprachliche Abteilung |
gen. | τμήμα ασφαλείας προσωπικού | Sicherheitsabteilung |
law | τμήμα ασφαλιστικών μέτρων | Zwischenstreit |
fin., industr. | τμήμα βιομηχανίας, εμπορίου, βιοτεχνίας και υπηρεσιών | Fachgruppe Industrie, Handel, Handwerk und Dienstleistungen |
agric., fish.farm. | Τμήμα Γεωργίας, Αλιείας, Δασών και Ανάπτυξης της Υπαίθρου | Abteilung Landwirtschaft, Fischerei, Forstwirtschaft und ländliche Entwicklung |
agric., fish.farm. | τμήμα γεωργίας και αλιείας | Fachgruppe Landwirtschaft und Fischerei |
stat., agric. | Τμήμα Γεωργίας του NSI | Agrarabteilung des NSI |
agric. | τμήμα γης | Schlag |
agric. | τμήμα γης | Trennstück |
agric. | τμήμα γης | Feldstück |
med. | τμήμα γονιδίου Jl | J1-Gensegment |
med. | τμήμα γονιδίου V | V-Gensegment |
med. | τμήμα γονιδίου D | D-Gensegment |
agric. | τμήμα δάσους ειδικού προορισμού | Periodenfläche |
agric. | τμήμα δάσους ειδικού προορισμού | Hiebszug |
fin. | τμήμα δανείου | Anleihetranche |
econ., fin. | τμήμα δανείου | Darlehenstranche |
stat. | τμήμα-δείγμα | Probestück |
stat. | τμήμα-δείγμα | Probefläche |
chem. | τμήμα δείγματος | Einzelprobe |
law | τμήμα δεσμευόμενο από το σκεπτικό της απόφασης του τμήματος προσφυγών | durch die rechtliche Beurteilung der Beschwerdekammer gebundene Dienststelle |
fin. | τμήμα διακανονισμού χρηματιστηριακών συναλλαγών | back office |
fin. | τμήμα διακανονισμού χρηματιστηριακών συναλλαγών | Kontrolle-Abteilung |
med. | τμήμα διανοητικώς καθυστερημένων | Abteilung fuer psychisch Kranke |
med. | τμήμα διασύνδεσης | J-Segment |
med. | τμήμα διασύνδεσης | Joining-Segment |
law, patents. | τμήμα διαχείρησης των σημάτων και νομικών θεμάτων | Markenverwaltungs- und Rechtsabteilung |
law | τμήμα διαχείρισης σχεδίων και υποδειγμάτων και νομικών υποθέσεων | Musterverwaltungs- und Rechtsabteilung |
law, industr. | τμήμα διαχείρισης των σημάτων και νομικών θεμάτων | Markenverwaltungs- und Rechtsabteilung |
law | τμήμα διαχείρισης των σημάτων και νομικών θεμάτων | Markenverwaltungs-und Rechtsabteilung |
fin. | τμήμα διαχείρισης χαρτοφυλακίου | Wertpapierverwaltung |
insur. | Τμήμα Εγγύησης Εξαγωγικών Πιστώσεων | Export Credits Guarantee Department |
med. | τμήμα εγκαυμάτων | Abteilung fuer Brandverletzte |
agric., construct. | τμήμα εδάφους το οποίο αρδεύεται από το τεταρτεύον κανάλι | Bewässerungsfläche |
social.sc. | Τμήμα Εκκαθαρίσεων συντάξεων | Amt für Rentenzahlungen |
ed. | τμήμα εκπαίδευσης και έρευνας | Fachbereich |
tech., construct. | τμήμα ελέγχου | Kontrollquerschnitt |
tech., construct. | τμήμα ελέγχου | Messstelle |
tech., construct. | τμήμα ελέγχου | Kontrollabschnitt |
gen. | τμήμα ελέγχου | Führungsgetriebe |
gen. | τμήμα ελέγχου σύνδεσης σηματοδοσίας | Signalling Connection Control Part |
chem. | τμήμα εμπλουτισμού | Verstaerkungsteil |
chem. | τμήμα εμπλουτισμού | Rektifizierteil |
energ.ind., el. | τμήμα ενέργειας, πυρηνικών θεμάτων και έρευνας | Fachgruppe Energie, Atomfragen und Forschung |
fin. | τμήμα ενίσχυσης | Unterstützungsmassnahme |
law | τμήμα ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η υπόθεση | mit der Rechtssache befasste Kammer |
chem. | τμήμα εξάντλησης | Abtriebsteil |
patents. | τμήμα εξέτασης | Prüfungsabteilung |
gen. | τμήμα εξέτασης των τυπικών προϋποθέσεων | Formalprüfungsabteilung |
med. | τμήμα εξωτερικών ιατρείων | Poliklinik |
med. | τμήμα εξωτερικών ιατρείων | Ambulanz |
econ., fin. | τμήμα εξωτερικών σχέσεων, εμπορικής και αναπτυξιακής πολιτικής | Fachgruppe Außenbeziehungen, Außenhandels- und Entwicklungspolitik |
law, min.prod. | Τμήμα επίλυσης διαφορών θαλάσσιου βυθού | Kammer für Meeresbodenstreitigkeiten |
social.sc. | Τμήμα επαγγελματικής κατάρτισης και προσανατολισμού σε θέματα σταδιοδρομίας | Abteilung Berufliche Bildung und Laufbahnberatung |
gen. | τμήμα επιθεώρησης και εποπτείας | Abteilung für Kontrollen und Überwachung |
construct. | τμήμα επιμηκύνσεως | Auflanger |
construct. | τμήμα επιπέδου στοιχείου | Tafel |
agric. | τμήμα επώασης | Vorbrutraum |
agric. | τμήμα επώασης | Vorbrutabteil |
med. | τμήμα ετερογένειας | D-Segment |
med. | τμήμα ετερογένειας | Diversitätsabschnitt |
med. | τμήμα ετερογένειας | Diversität-Segment |
law | Τμήμα Εφέσεων | Berufungskammer |
gen. | τμήμα ηλεκτροδίου | Elektrodenteil |
gen. | τμήμα ηλεκτροδίου | Elektrodenabschnitt |
agric. | τμήμα ιστού | Spritzrohrarm |
construct. | τμήμα κατάντη | untere Strecke |
construct. | τμήμα κατάντη | Endabschnitt |
stat. | τμήμα κατανομής πιθανότητας | Quantil |
stat. | τμήμα κατανομής πιθανότητας | Fraktil |
life.sc. | τμήμα κεφαλής | obere Strecke |
life.sc. | τμήμα κεφαλής | Kopfabschnitt |
med. | τμήμα κεφαλής Crile | Crile Kopfteil |
mater.sc. | τμήμα κλίμακας | Leiterteil |
social.sc., arts., ed. | τμήμα κοινωνικών, οικογενειακών, εκπαιδευτικών και πολιτιστικών θεμάτων | Fachgruppe Sozial- und Familienfragen |
agric. | τμήμα κορμού δέντρου | rundes Holzstueck |
chem., mech.eng. | τμήμα κοσκίνου | Siebsegment |
ed. | τμήμα λατινικών και ελληνικών | altsprachlicher Zweig |
ed. | τμήμα λατινικών και ελληνικών | lateinisch-griechischer Zweig |
ed. | τμήμα λατινικών και ελληνικών | altsprachliche Abteilung |
ed. | τμήμα λατινικών-μαθηματικών | lateinisch-mathematischer Zweig |
ed. | τμήμα λατινικών-μαθημτικών-φυσικών επιστημών | naturwissenschaftlicher Zweig mit Latein |
ed. | τμήμα λατινικών-μαθημτικών-φυσικών επιστημών | lateinisch-naturwissenschaftlicher Zweig |
ed. | τμήμα λατινικών-μαθημτικών-φυσικών επιστημών | Latein-naturwissenschaftliche Abteilung |
ed. | τμήμα λατινικών-σύγχρονων γλωσσών | lateinisch-neusprachlicher Zweig |
ed. | τμήμα λατινικών-σύγχρονων γλωσσών | Abteilung Latein-lebende Sprachen |
med. | τμήμα λοιμωδών νόσων | Infektionsabteilung |
ed., IT | τμήμα με χαμηλής πυκνότητας πληθυσμούς μαθητών | Gebiet mit geringer Konzentration an Lernenden |
law | τμήμα μείζονος συνθέσεως | Grosse Kammer |
fin., IT | τμήμα μηνύματος | Nachrichtenelement |
med. | τμήμα μυελινης | Myelinsegment |
fin. | Τμήμα Οικονομικού Ελέγχου | Verwaltung der Wirtschaftsinspektion |
gen. | τμήμα οικονομικών, δημοσιονομικών και νομισματικών υποθέσεων | Fachgruppe Wirtschafts-, Finanz- und Währungsfragen |
ed. | τμήμα οικονομικών και κοινωνικών επιστημών | wirtschafts-und sozialwissenschaftlicher Zweig |
ed. | τμήμα οικονομικών και κοινωνικών επιστημών | Abteilung Wirtschafts-und Sozialwissenschaften |
construct. | τμήμα οικοπέδου | Grundstücksteil |
med. | τμήμα παρακολούθησης | Beobachtungsabteilung |
ed. | τμήμα παρατεταμένης φοίτησης στο δημοτικό σχολείο | verlaengerter Grundschulzweig |
commer., health., environ. | τμήμα περιβάλλοντος, δημόσιας υγείας και κατανάλωσης | Fachgruppe Umweltschutz, Gesundheitswesen und Verbrauch |
gen. | τμήμα περιφερειακής ανάπτυξης, χωροταξίας και πολεοδομίας | Fachgruppe Regionale Entwicklung, Raumordnung und Städtebau |
work.fl. | τμήμα πληροφοριών | Informationsabteilung |
gen. | τμήμα "πληροφοριών" | Nachrichtenabteilung |
fin. | τμήμα "Πολιτική επικοινωνίας" | Abteilung Kommunikationspolitik |
gen. | Τμήμα Πολιτικής | Expertengruppe für politische Fragen |
gen. | τμήμα Πολιτικής | Unterabteilung "Grundsatzfragen" |
law | τμήμα που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση | Dienststelle,die die angefochtene Entscheidung erlassen hat |
mater.sc., el. | τμήμα που παράγει θερμότητα από το ενδιάμεσο ρευστό | der Waermelieferung dienende Teil des Waermetraegers |
gen. | τμήμα προγραμματισμού | Programmabteilung |
law | Τμήμα Προδικασίας | Vorverfahrenskammer |
fin., agric. | Τμήμα Προσανατολισμού | Abteilung Ausrichtung |
gen. | Τμήμα Προσφυγών | Beschwerdekammer des Harmonisierungsamtes für den Binnenmarkt Marken, Muster und Modelle |
gen. | Τμήμα Προσφυγών | HABM-Beschwerdekammer |
gen. | Τμήμα Προσφυγών | Beschwerdekammer |
gen. | τμήμα προσφυγών του γραφείου εναρμόνισης της εσωτερικής αγοράς εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα | Beschwerdekammer des Harmonisierungsamtes für den Binnenmarkt Marken, Muster und Modelle |
gen. | τμήμα προσφυγών του γραφείου εναρμόνισης της εσωτερικής αγοράς εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα | HABM-Beschwerdekammer |
gen. | τμήμα προσφυγών του γραφείου εναρμόνισης της εσωτερικής αγοράς εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα | Beschwerdekammer |
econ., fin. | τμήμα πρωτεύουσας ζημίας | nachrangigste Tranche |
econ., fin. | τμήμα πρωτεύουσας ζημίας | Erstverlust-Tranche |
law | Τμήμα Πρώτου Βαθμού | Hauptverfahrenskammer |
med. | τμήμα πρώτου καρδιακού τόνου | Hauptsegment |
life.sc., construct. | τμήμα πτώσεως | Gefaellevergroesserungsbereich |
med. | τμήμα ραδιοϊσοτόπων | Isotopenabteilung |
econ. | τμήμα ροής | Teil eines Stromes |
econ. | τμήμα σε χρυσό | Goldtranche |
gen. | τμήμα σοβαρών μορφών εγκληματικότητας | Abteilung Schwerkriminalität |
ed. | τμήμα σπουδών | Gruppe |
ed. | τμήμα σπουδών | Unterrichtszweig |
ed. | τμήμα σπουδών | Abteilung |
chem. | τμήμα στήλης | Kolonnenteil |
chem. | τμήμα στήλης | Kolonnenschuss |
life.sc., transp. | τμήμα στα ανάντη | Bergstrecke |
agric., mech.eng. | τμήμα σταβαρίου που προσομοιάζει με λαιμό κύκνου | Grindelbogen |
agric., mech.eng. | τμήμα σταβαρίου που προσομοιάζει με λαιμό κύκνου | Bogenteil |
tech., industr., construct. | τμήμα στημονιού | Schärband |
law | τμήμα στο οποίο έχει ανατεθεί ή υπαχθεί η υπόθεση | für die Rechtssache zuständige Kammer |
law | τμήμα στο οποίο έχει ανατεθεί η διεξαγωγή των αποδείξεων | Kammer,die mit der Beweisaufnahme beauftragt ist |
law | τμήμα στο οποίο έχει ανατεθεί η κύρια υπόθεση | mit der Hauptsache befasste Kammer |
gen. | Τμήμα Στρατιωτικού Σχεδιασμού | Expertengruppe für militärische Planung |
tech., industr., construct. | τμήμα στριπτικής μηχανής | Maschinenfeld einer Zwirnmaschine |
tech., industr., construct. | τμήμα στριπτικής μηχανής | Fenster einer Zwirnmaschine |
agric. | τμήμα στόλου | Flottensegment |
fin., insur. | τμήμα συμμόρφωσης | Compliance-Abteilung |
life.sc., transp. | τμήμα συναρμογής καμπυλών ποταμού | Uebergang |
mater.sc., construct. | τμήμα συναρμολόγησης | Schuss |
mater.sc., construct. | τμήμα συναρμολόγησης | Montageabschnitt |
gen. | τμήμα συστημάτων επικοινωνιών και πληροφοριών | Abteilung "Kommunikations- und Informationssysteme" |
chem. | τμήμα σωλήνα | Rohrstück |
chem. | τμήμα σωλήνα | Rohrschuss |
chem. | τμήμα σωλήνα | Rohrlänge |
ed. | τμήμα σύγχρονων σπουδών | naturwissenschaftlich-neusprachlicher Zweig |
ed. | τμήμα σύγχρονων σπουδών | neusprachlich-mathematisch-naturwissenschaftlicher Zweig |
ed. | τμήμα σύγχρονων σπουδών | moderner Zweig |
ed. | τμήμα σύγχρονων σπουδών | moderne Abteilung |
med. | τμήμα σύνδεσης αντιγόνου | Fab-Fragment |
med. | τμήμα σύνδεσης αντιγόνου | Fab |
med. | τμήμα σύνδεσης αντιγόνου | antigenbindendes Fragment |
econ., UN | Τμήμα Τεχνικής Συνεργασίας για την Ανάπτυξη των Ηνωμένων Εθνών | Abteilung für technische Entwicklungskooperation der Vereinten Nationen |
gen. | τμήμα τεχνικής υποστήριξης | Bereich Technische Unterstützung |
gen. | τμήμα της περιφέρειας | Teilregion |
fin. | τμήμα τιτλοποίησης | Tranche |
fin. | τμήμα τιτλοποίησης | Verbriefungstranche |
fin. | τμήμα τιτλοποίησης ελάσσονος εξοφλητικής προτεραιότητας | Erstverlust-Tranche |
fin. | τμήμα τιτλοποίησης ελάσσονος εξοφλητικής προτεραιότητας | nachrangige Tranche |
fin. | τμήμα τιτλοποίησης ελάσσονος εξοφλητικής προτεραιότητας | Equity Tranche |
fin. | τμήμα τιτλοποίησης με την υψηλότερη εξοφλητική προτεραιότητα | höchstrangige Tranche |
fin. | τμήμα τιτλοποίησης με την υψηλότερη εξοφλητική προτεραιότητα | vorrangige Tranche |
fin. | τμήμα τιτλοποίησης με την υψηλότερη εξοφλητική προτεραιότητα | Senior Tranche |
nat.sc. | τμήμα του άνθους των Orchidacees | Lippe |
nat.sc. | τμήμα του άνθους των Orchidacees | Labellum |
agric. | τμήμα του εδάφους απαλλαγμένο από την κλασική πανώλη των χοίρων | Gebietsteil, frei von klassischer Schweinepest |
agric. | τμήμα του εκκολαπτήρα | Schlupfabteil |
account. | τμήμα του ελέγχου | Prüfungsteil |
med. | τμήμα του εντέρου το οποίο περιέχει το εγκολεασθέν τμήμα | Intussuszipiens |
med. | τμήμα του εντέρου το οποίο περιέχει το εγκολεασθέν τμήμα | Invaginans |
med. | τμήμα του εντέρου το οποίο περιέχει το εγκολεασθέν τμήμα | Intussuscipiens |
med. | τμήμα του μεσοδέρματος που αναπτύσσεται στα γεννητικά όργανα | Gononephrotom |
med. | τμήμα του μεσοδέρματος που εξελίσσεται σε όργανα αναπαραγωγής | Gonotom |
law, lab.law. | τμήμα του μισθού που επιτρέπεται να εκχωρηθεί | abtretbarer Teil des Lohns |
law, lab.law. | τμήμα του μισθού που επιτρέπεται να εκχωρηθεί | abtretbarer Teil des Einkommens |
nat.res. | τμήμα του περιανθίου | Tepala (tepala) |
nat.res. | τμήμα του περιανθίου | Perigonblatt (tepala) |
fin. | τμήμα του προϋπολογισμού | Einzelplan |
law, econ., IT | τμήμα του προϋπολογισμού | Einzelplan des Haushaltsplans |
gen. | τμήμα του συστήματος ψύξεως εκτάκτου ανάγκης | Kernnotkuehlteil |
econ. | τμήμα του τιμολογούμενου ΦΠΑ το οποίο δεν είναι πληρωτέο από τους χρήστες | Teil der in Rechnung gestellten Mehrwertsteuer,der nicht zu Lasten der Verwender der Güter geht |
fin. | τμήμα του χρηματιστηρίου των Παρισίων | Marktsegment |
construct. | τμήμα υπογείου διαφράγματος | eingebautes Koppelungselement |
social.sc. | Τμήμα Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου | Abteilung für Angelegenheiten des Europäischen Sozialfonds |
fin. | τμήμα υποστήριξης | Abwicklungsabteilung |
fin. | τμήμα υποστήριξης | Backoffice |
fin. | τμήμα υποστήριξης | Back-Office-Bereich |
fin. | τμήμα υποστήριξης | Abteilung Geschäftsabwicklung |
gen. | τμήμα υποστήριξης' τμήμα υλικοτεχνικής υποστήριξης | Abteilung "Logistik" EUROPOL |
agric. | τμήμα φλοιού μεταξύ δύο εντομών | Rindenstreifen |
agric. | τμήμα φλοιού μεταξύ δύο εντομών | Lebendstreifen |
fin. | τμήμα χαμηλότερης εξασφάλισης της τιτλοποίησης | nachrangige Tranche |
fin. | τμήμα χαμηλότερης εξασφάλισης της τιτλοποίησης | Erstverlust-Tranche |
fin. | τμήμα χαμηλότερης εξασφάλισης της τιτλοποίησης | Equity Tranche |
med. | τμήμα χρωμοσώματος | Cistron |
agric. | τμήμα ψύξης | Kuehlbank |
agric., industr. | τμήμα ψύξης | Kühlbank |
med. | το βασικό τμήμα του ινιακού οστού | Pars basilaris ossis occipitalis |
med. | το βασικό τμήμα του ινιακού οστού | Pars basialis |
econ., fin. | το ευρωπαïκό τμήμα της Kοινότητας | der europaeische Teil der Gemeinschaft |
fin. | το κατά ποσό τμήμα των μικτών δασμών | der spezifische Anteil der gemischten Zoelle |
tech., chem. | το κατώτερο τμήμα του διαθλασίμετρου | unteres Prisma des Refraktometers |
industr., construct. | το μεσαίο τμήμα | Flankenmittelstueck |
industr., construct. | το οπίσθιο τμήμα της ράχης | Rossschild |
med. | το πέριξ της ίριδας τμήμα | Iriskrause |
med. | το πέριξ της ίριδας τμήμα | Collare iridis |
patents. | το τμήμα προσφυγών απορρίπτει την προσφυγή ως απαράδεκτη | die Beschwerdekammer verwirft die Beschwerde als unzulässig |
fin. | το τμήμα του προϋπολογισμού των Kοινοτήτων που μένει ακάλυπτο | der Teil des Haushalts der GemeinschaFten,der ungedeckt bleibt |
earth.sc., transp. | το τμήμα τού κώνου πίσω από την έλικα | strömungsgünstiger Körper hinter dem Propeller |
gov. | τοπικό τμήμα | örtliche Sektion |
gen. | τοπικό τμήμα | oertliche Sektion |
law | τριμελές τμήμα | kleine Kammer |
gen. | τυπικό τμήμα δικτύου | Netz-Strukturelement |
industr., construct. | υγρό τμήμα | Naßpartie |
social.sc. | Υπηρεσία Κοινωνικών Ασφαλίσεων της Στοκχόλμης, τμήμα αλλοδαπών | Sozialversicherungsanstalt Stockholm, Auslandsabteilung |
social.sc. | Υπηρεσία Κοινωνικών Ασφαλίσεων της Στοκχόλμης, τμήμα αλλοδαπών | Sozialversicherungsanstalt Stockholm, Abteilung Ausland |
social.sc., transp. | Υπηρεσία Κοινωνικών Ασφαλίσεων του Gφteborg, τμήμα ναυτικών | Sozialversicherungsanstalt Göteborg, Abteilung Seeleute |
econ., transp. | υπολογισμός δαπανών ανά τμήμα | Kostenstellenrechnung |
med. | φαρυγγικό τμήμα της υπόφυσης ή θύλακος του Rathke | Pars pharyngea hypophyseos |
gen. | φυσώ τμήμα ενός καλουπιού | Formteil abblasen |
life.sc. | φυτικό τμήμα | pflanzlicher Teil |
med. | φυτικό τμήμα λειχήνας ατος | Phykobiont |
med. | φυτικό τμήμα λειχήνας ατος | Phycobiont |
med. | χειλικό τμήμα του ούλου | Gingiva labialis |
med. | χειρουργική αποκατάστασις του αντίχειρος,ιδιαίτερα η κατασκευή αντίχειρος από τμήμα του δείκτου | Kleinfingerdaumen |
med. | χρωμοσωμικό τμήμα | Chromosomenabschnitt |
gen. | χώρα μέσου εισοδήματος, ανώτερο τμήμα; χώρες μέσου εισοδήματος, ανώτερο τμήμα | Länder mit mittlerem Einkommen, obere Einkommenskategorie |