DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Labor law containing σύνδεσμος | all forms
GreekGerman
σύνδεσμος ασφαλείαςÜberlastkupplung
σύνδεσμος ασφαλείαςSicherheitskupplung
σύνδεσμος εργασίας για την προώθηση της συμμετοχής των εργαζομένων στις επιχειρήσειςArbeitsgemeinschaft zur Förderung der Partnerschaft in der Wirtschaft
σύνδεσμος εργασίας για την προώθηση της συμμετοχής των εργαζομένων στις επιχειρήσειςArbeitsgemeinschaft zur Förderung der Partnerschaft