DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Construction containing σύνδεσμος | all forms
GreekGerman
αντιανέμιος σύνδεσμοςKopfband
αντιανέμιος σύνδεσμοςKopfstrebe
αντιανέμιος σύνδεσμοςKreuzverband
διαμήκης σύνδεσμος ακαμψίαςLaengssteife
διατμητικός σύνδεσμοςmechanischer Schubverbinder
εγκάρσιος σύνδεσμοςQuerriegel
εγκάρσιος σύνδεσμοςQuerbalken
εγκάρσιος σύνδεσμος ακαμψίαςQuersteife
ενδιάμεσος σύνδεσμος ακαμψίαςZwischensteife
εύκαμπτος σύνδεσμοςbiegeweicher Duebel
κάθετος σύνδεσμος ακαμψίαςVertikalsteife
σύνδεσμος ακαμψίας κορμούStegblechsteife
Σύνδεσμος Αστικής ΕξυγίανσηςSanierungsverein
Σύνδεσμος Αστικής ΕξυγίανσηςSanierungsgenossenschaft
σύνδεσμος διάτμησηςSchubduebel
σύνδεσμος δύο σωλήνωνVerbindungsmuffe
Σύνδεσμος ιδιοκτητών αστικής γηςGrundeigentümergemeinschaft
Σύνδεσμος ιδιοκτητών αστικής γηςEigentümergemeinschaft
σύνδεσμος κατά του ανέμουStrebung
σύνδεσμος κατά του ανέμουWindstrebe
σύνδεσμος κατά του ανέμουWindverband
σύνδεσμος κατά του ανέμουWindverstrebung
σύνδεσμος κατά του ανέμουWindrispe
σύνδεσμος κατά του ανέμουQuerverspannung
σύνδεσμος μεταξύ χάλυβα και σκυρόδεμαBindung
σύνδεσμος ταφT-Rohr
τροποποιημένος σύνδεσμοςmodifizierte Bindemittel
φέρων σύνδεσμος ακαμψίαςEndaussteifung