DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject General containing σχεση | all forms
GreekGerman
αγοραστής μη συνδεόμενος με προσωπική σχέση με τον πωλητήunabhängiger Käufer
αγοραστής μη συνδεόμενος με προσωπική σχέση με τον πωλητήnicht durch persönliche Beziehungen verbundener Käufer
ανατολική εταιρική σχέσηÖstliche Partnerschaft
αξιολόγηση σε σχέση με τα κριτήρια της ΚοπεγχάγηςBewertung anhand der Kopenhagener Kriterien
γραμμική σχέσηlinearer Zusammenhang
ενισχυμένη εταιρική σχέση με τις περιφέρειεςengere Partnerschaft mit den Regionen
εταιρική σχέσηPartnerschaft
εταιρική σχέση για την ανάπτυξηPartnerschaft in der Entwicklung
εταιρική σχέση για την οικοδόμηση της ειρήνηςPartnerschaft zur Friedenskonsolidierung
Εταιρική σχέση για τον εκσυγχρονισμόPartnerschaft für Modernisierung
εταιρική σχέση ενόψει της προσχώρησηςBeitrittspartnerschaft
εταιρική σχέση Επιτροπής-κράτους-περιφερειώνPartnerschaft Kommission/Staat/Regionen
Εταιρική σχέση και συνεργασία µεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών µελών της αφενός, και της Δηµοκρατίας του Τατζικιστάν αφετέρουPartnerschafts- und Kooperationsabkommen zur Gründung einer Partnerschaft zwischen den Europäischen Gemeinschaften und ihren Mitgliedstaaten einerseits und der Republik Tadschikistan andererseits
ευρωμεσογειακή εταιρική σχέσηPartnerschaft Europa-Mittelmeer
ευρωμεσογειακή εταιρική σχέσηBarcelona-Prozess
ευρωμεσογειακή εταιρική σχέσηEuropa-Mittelmeer-Partnerschaft
ευρωπαϊκή εταιρική σχέσηEuropäische Partnerschaft
Η ΕΕ και η Αφρική: προς μία στρατηγική εταιρική σχέσηStrategie EU-Afrika
Η ΕΕ και η Αφρική: προς μία στρατηγική εταιρική σχέσηEU-Strategie für Afrika
Η ΕΕ και η Αφρική: προς μία στρατηγική εταιρική σχέσηEU-Strategie "Die EU und Afrika: Auf dem Weg zu einer strategischen Partnerschaft"
Νέα εταιρική σχέση για την ανάπτυξη της ΑφρικήςNeue Partnerschaft für die Entwicklung Afrikas
παραδειγματική σχέσηparadigmatische Relation
πελατειακή σχέσηKlientelismus
περιφερειακή εταιρική σχέσηregionale Partnerschaft
προνομιακή εταιρική σχέσηprivilegierte Partnerschaft
Στρατηγική Εταιρική Σχέση με την ΑφρικήStrategische Partnerschaft mit Afrika
Στρατηγική Εταιρική Σχέση μεταξύ της ΕΕ, της Μεσογείου και της Μέσης ΑνατολήςStrategische Partnerschaft der EU mit dem Mittelmeerraum sowie dem Nahen und Mittleren Osten
Συμφωνία για την οικονομική εταιρική σχέση, τον πολιτικό συντονισμό και τη συνεργασία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφ' ενός, και των Ηνωμένων Πολιτειών του Μεξικού, αφ' ετέρουAbkommen über wirtschaftliche Partnerschaft, politische Koordinierung und Zusammenarbeit zwischen der Europäischen Gemeinschaft und ihren Mitgliedstaaten einerseits und den Vereinigten mexikanischen Staaten andererseits
Συμφωνία συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Πακιστάν για την εταιρική σχέση και την ανάπτυξηKooperationsabkommen zwischen der Europäischen Gemeinschaft und der Islamischen Republik Pakistan über Partnerschaft und Entwicklung
συνταγματική σχέσηsyntagmatische Relation
σχέση αέρος / καυσίμωνLuftverhältnis
σχέση αέρος / καυσίμωνLuftzahl
σχέση αέρος / καυσίμωνLuftüberschusszahl
σχέση αέρος / καυσίμωνLuft-Kraftstoff-Verhältnis
σχέση αέρος / καυσίμωνLuft
σχέση κόστους ωφέλειαςKosten-Nutzen-Verhältnis
σχέση με την εθνική επικράτειαAnknüpfungspunkt im nationalen Hoheitsgebiet
τριμερής εταιρική σχέσηDreierpartnerschaft
υπηρεσιακή σχέσηDienstverhaeltnis