DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Commerce containing συσκευή | all forms
GreekGerman
ειδοποιητήρια συσκευή για την προστασία κατά κλοπήςEinbruchsalarmgerät
ειδοποιητήρια συσκευή για την προστασία κατά κλοπήςDiebstahlalarmgerät
ειδοποιητήρια συσκευή για την προστασία κατά πυρκαγιάςFeuermelder
ηλεκτροθερμική συσκευήElektrowärmegerät
ηλεκτρομηχανική συσκευήelektromechanisches Haushaltsgerät
ηλεκτρονική συσκευή ευρείας κατανάλωσηςUnterhaltungselektronik
ηλεκτρονική συσκευή ευρείας κατανάλωσηςKonsumelektronik
λευκή συσκευήweiße Waren
Προγεμισμένη συσκευή τύπου πέναςInjektor, vorgefüllt
πυροσβεστική συσκευήFeuerlöschgerät
πυροσβεστική συσκευήFeuerlöscher
Συσκευή αυτόματης ένεσηςAutomatischer Injektor
Συσκευή για ενδοκολπική τοποθέτηση σπόγγωνApplikator für ein Schwämmchen zur vaginalen Anwendung
συσκευή για το στέγνωμα των μαλλιώνHaartrockner
Συσκευή εμφύτευσηςImplantatinjektor
Συσκευή επίχυσης σε σημείοTropfapplikator
συσκευή θέρμανσης των πιάτωνWarmhalteplatte
Συσκευή χορήγησης in ovoEiinjektor
Συσκευή χορήγησης βώλωνBolusgeber
Συσκευή χορήγησης στοματικών διαλυμάτωνApplikator für eine Flüssigkeit zum Einnehmen