DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Industry containing στρώμα | all forms
GreekGerman
ανόπτηση σε στρώμα αερίουVorspannen auf Gaskissen
αυτοκόλλητο στρώμα ευαίσθητο σε πίεσηdruckempfindliche selbstklebende Lage
επικάλυψη υαλοπίνακα με νέο στρώμα γυαλιούÜberfang
επιφανειακό στρώμαPlanlage
εσωτερικό στρώμαZwischenlage
εσωτερικό στρώμαMittellage
μη αγώγιμο στρώμαnicht leitender Schichtüberzug
Eνδιάμεσο στρώμα υψηλής αντοχής στην διείσδυσηδιαπερατότηταZwischenschicht mit erhöhtem Penetrationswiderstand
Eνδιάμεσο στρώμα υψηλής αντοχής στην διείσδυσηδιαπερατότηταHPR-Zwischenschicht
Eνδιάμεσο στρώμα υψηλής αντοχής στην διείσδυσηδιαπερατότηταHI-Zwischenschicht
Tο ενδιάμεσο στρώμαInterferenzschicht
Mονωτικό στρώμαnicht leitender Schichtüberzug
στρώμα από υαλόνημαGlasfilz
στρώμα από υαλόνημαGlasmatte
στρώμα από υαλόνημαGlasfasermatte
Στρώμα εναλλαγής ιόντωνIonenaustausch-Schicht
στρώμα ινώνKord
στρώμα ινών μαλλιούWollflorband
Στρώμα με συνθετικό υλικό υψηλής διαλυτότητοςMatte mit leicht löslichem Binder
στρώμα πιλήματος από μαλλίWollfilzschicht
Στρώμα συμπίεσηςDruckspannungszone
Στρώμα συμπίεσηςDruckspannungsschicht
στρώμα τριχώνHaarvlies
στρώμα τυλιγμένου νήματοςWindungsschicht
Στρώμα υαλονήματοςTextilglasgelege
φουσκωτό στρώμαLuftmatratze
ύφασμα λαμιναρισμένο με αφρώδες στρώμαSchaumstoffverbundene Textilien
ύφασμα λαμιναρισμένο με αφρώδες στρώμαSchaumstofftextilien