Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Albanian
Amharic
Arabic
Armenian
Assamese
Azerbaijani
Basque
Bengali
Bosnian
Bosnian cyrillic
Bulgarian
Catalan
Chinese
Chinese Taiwan
Chinese simplified
Croatian
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
Filipino
Finnish
French
Galician
Georgian
German
Gujarati
Hausa
Hebrew
Hindi
Hungarian
Icelandic
Igbo
Indonesian
Inuktitut
Irish
Italian
Japanese
Kannada
Kazakh
Khmer
Kinyarwanda
Konkani
Korean
Kyrgyz
Lao
Latvian
Lithuanian
Luxembourgish
Macedonian
Malay
Malayalam
Maltese
Maori
Marathi
Nepali
Norwegian Bokmål
Odia
Pashto
Persian
Polish
Portuguese
Punjabi
Quechuan
Romanian
Russian
Serbian Latin
Sesotho sa leboa
Sinhala
Slovak
Slovene
Spanish
Swahili
Swedish
Tamil
Tatar
Telugu
Thai
Tswana
Turkish
Turkmen
Ukrainian
Urdu
Uzbek
Vietnamese
Welsh
Wolof
Xhosa
Yoruba
Zulu
Terms
for subject
Construction
containing
στοιχειο
|
all forms
Greek
German
ακραίο
στοιχείο
Ankerplatte
δομικό
στοιχείο
Bauteil
ισοπαραμετρικό
στοιχείο
isoparametrische Elemente
κοίλο
στοιχείο
δαπέδου από οπτή γη
Hourdi
προκατασκευασμένο δομικό
στοιχείο
Bauelement
προκατασκευασμένο
στοιχείο
vorgefertigte Konstruktion
προκατασκευασμένο
στοιχείο
οικοδομών
Fertigbauteil
στοιχείο
ενίσχυσης
Verbandstab
στοιχείο
εναλλάξιμο
Tauschteil
στοιχείο
λιθόστρωτου
Straßenpflaster
στοιχείο
μεγάλου ύψους
Element in Stockwerkhöhe
στοιχείο
οροφής
Deckenelement
στοιχείο
προακτασκευασμένο
genormtes Bauelement
στοιχείο
προακτασκευασμένο
Normbauelement
στοιχείο
προακτασκευασμένο
Feld
στοιχείο
σύνδεσης
Verbandstab
στοιχείο
τυποποιημένο για τη συναρμολόγηση
Normbauelement
στοιχείο
τυποποιημένο για τη συναρμολόγηση
genormtes Bauelement
στοιχείο
τυποποιημένο για τη συναρμολόγηση
Feld
στοιχείο
υπό εφελκυσμό
Zugstab
στοιχείο
υπό θλίψη
Druckstab
στρεπτό
στοιχείο
εφεδράνου κυλίσεως
Gelenklager
στρεπτό
στοιχείο
εφεδράνου κυλίσεως
Wippenauflager
σωληνοειδές
στοιχείο
για την αποστράγγιση τοίχων
Rohr zum Trockenlegen von Waenden und Mauerwerk
Get short URL